ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 692/2005 και 707/2005)
27 Ιουνίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 692/2005)
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 707/2005)
CALLSAT TELECOM LTD,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Κ. Χατζηιωάννου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 692/2005.
Τ. Κουκούνης, για την Αιτήτρια στην Προφυγή Αρ. 707/2005.
Χρ. Τριανταφυλλίδης και Ν. Κλεάνθους, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, οι αιτήτριες ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα του Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος), ημερομηνίας 8.4.2005, που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα, Μέρος ΙΙ, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ως Ατομική Διοικητική Πράξη 347/2005, και με το οποίο ο Επίτροπος επέβαλε νέο αναθεωρημένο Υπόδειγμα Προσφοράς Διασύνδεσης (ΥΠΔ) των αιτητών, είναι παράνομο, άκυρο και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Το πραγματικό υπόβαθρο των προσφυγών είναι, σε συντομία, το ακόλουθο:
Με επιστολή του ημερομηνίας 14.9.2004, ο Επίτροπος ενημέρωσε την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ), αιτήτρια στην Προσφυγή 692/2005, για την πρόθεσή του να αναθεωρήσει το υφιστάμενο ΥΠΔ της ΑΤΗΚ του 2003 και την κάλεσε να ετοιμάσει και του αποστείλει αναθεωρημένο κείμενο ΥΠΔ. Εις απάντηση, η ΑΤΗΚ, με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2004, απέστειλε αναθεωρημένο κείμενο ΥΠΔ, όπως της ζητήθηκε. Ακολούθως, αφού το Γραφείο του Επιτρόπου προχώρησε σε επεξεργασία του κειμένου του ΥΠΔ, έθεσε τροποποιημένο κείμενο, με συναφή αιτιολογία, σε διαδικασία δημόσιας ακρόασης για περίοδο 15 ημερών. Κατά τη διαδικασία της δημόσιας ακρόασης, οι ενδιαφερόμενοι παροχής υπηρεσιών και δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπέβαλαν τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους. Στη συνέχεια, με επιστολή του ημερομηνίας 13.1.2005, το Γραφείο του Επιτρόπου κοινοποίησε στην ΑΤΗΚ τελικό προσχέδιο διατάγματος ΥΠΔ ΑΤΗΚ 2005, αναμένοντας από την ΑΤΗΚ τα σχόλια και τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (Νόμος 112(1)/2004) και το εδάφιο (4) του Κανονισμού 5 των περί Υπολογισμού των Τελών Διασύνδεσης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμών του 2002 (ΚΔΠ658/2002). Η ΑΤΗΚ είχε δικαίωμα, εντός 30 ημερών, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τον Επίτροπο. Με επιστολή της, ημερομηνίας 27.1.2005, η ΑΤΗΚ ζήτησε συνάντηση μεταξύ Λειτουργών του Γραφείου του Επιτρόπου και της ΑΤΗΚ για συζήτηση τεχνικών και οικονομικών ζητημάτων. Το αίτημα έγινε δεκτό και η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 2.2.2005. Ακολούθως, με επιστολή της ημερομηνίας 11.2.2005, η ΑΤΗΚ κοινοποίησε στον Επίτροπο τις ενστάσεις και παραστάσεις της επί του ΥΠΔ ΑΤΗΚ 2005. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Επιτρόπου και της ΑΤΗΚ με στόχο την επίλυση αποριών που προέκυψαν από τις παραστάσεις της ΑΤΗΚ. Τελικά, και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, ο Επίτροπος ετοίμασε τελικό κείμενο διατάγματος το οποίο δημοσιεύτηκε, όπως ανέφερα, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 8.4.2005, και είναι το αντικείμενο των δύο ενώπιόν μου προσφυγών, δηλαδή, το ΔΕ 3/2005.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως (Προσφυγή 692/2005) ότι ο Επίτροπος, εκδίδοντας το επίδικο ΔΕ3/2005, υπερέβη τις εξουσίες του, βάσει του Ν.112(1)/2004, καθότι, βάσει του άρθρου 161(3) του Νόμου, αλλά, ακόμη, και βάσει του άρθρου 55(1) του ίδιου Νόμου, έπρεπε, προτού το εκδώσει, να προβεί σε ανάλυση αγοράς, με βάση το Μέρος 9. Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Το άρθρο 161 του Νόμου είναι μεταβατική διάταξη. Έχει, δε, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, ως εξής:
"161. (1) Δυνάμει του παρόντος Νόμου διατηρούνται όλες οι υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί σε πρόσωπα που παρέχουν δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσίες όσον αφορά την πρόσβαση και τη διασύνδεση, οι οποίες ίσχυαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου, ο οποίος καταργείται, έως ότου οι υποχρεώσεις αυτές αναθεωρηθούν και λάβει χώρα προσδιορισμός, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος Άρθρου.
(2) Ο Επίτροπος διατηρεί όλες τις υποχρεώσεις όσον αφορά:
(α) τα τιμολόγια λιανικής για την παροχή πρόσβασης και τη χρήση του δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου,
(β) την επιλογή ή προεπιλογή φορέα, και
(γ) τις μισθωμένες γραμμές,
Που έχουν επιβληθεί δυνάμει του Νόμου που αναφέρεται στο εδάφιο (9) του παρόντος άρθρου, ο οποίος καταργείται, και οι οποίες ίσχυαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου αναθεωρηθούν οι υποχρεώσεις αυτές και λάβει χώρα προσδιορισμός σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος Άρθρου.
(3) Ο Επίτροπος προβαίνει το ταχύτερο δυνατόν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, και, στη συνέχεια, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε ανάλυση αγοράς σύμφωνα με το Μέρος 9 του παρόντος Νόμου, ώστε να προσδιορίσει εάν θα διατηρήσει, θα τροποποιήσει ή θα άρει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος Άρθρου. Στα μέρη που επηρεάζονται από την εν λόγω τροποποίηση ή άρση των υποχρεώσεων, παρέχεται προειδοποίηση 90 ημερών, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται υπόκεινται στη διαδικασία που ορίζεται σε συγκεκριμένο διάταγμα το οποίο διέπει τις διαδικασίες που σχετίζονται με την άσκηση καθηκόντων του Επιτρόπου δυνάμει του Μέρους 9 του παρόντος Νόμου.
..................................
(9) Από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καταργείται ο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2002."
Το άρθρο 51 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
"51(1) Ο Επίτροπος δύναται να παρέχει δικαιώματα και να επιβάλλει υποχρεώσεις σε πρόσωπα αναφορικά με την πρόσβαση σε, ή/και τη διασύνδεση, δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών, προκειμένου να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να δημιουργηθεί βιώσιμος ανταγωνισμός μεταξύ των προσώπων.
(2) Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ο παρών Νόμος προβλέπει την επιβολή από τον Επίτροπο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναφορικά με την πρόσβαση ή τη διασύνδεση, μόνο σε περίπτωση που αποτυγχάνει η εμπορική διαπραγμάτευση για την εν λόγω πρόσβαση ή διασύνδεση."
Το άρθρο 55(1) του Νόμου έχει ως εξής:
"55(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των όρων του εδαφίου 2 του παρόντος Άρθρου, ο Επίτροπος δύναται να επιβάλλει μία ή περισσότερες από τον κατάλογο υποχρεώσεων που απαριθμούνται στα Άρθρα 56-57 στους παροχείς που καθορίζονται ως έχοντες Σημαντική Ισχύ σε μια σχετική αγορά, με τον τρόπο που καθορίζεται και υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στο Μέρος 9 του παρόντος Νόμου."
Από τα πιο πάνω άρθρα είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι, για να ασκήσει την εξουσία που άσκησε εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα ΔΕ3/2005, δηλαδή την αναθεώρηση (τροποποίηση) του ΥΠΔ ΑΤΗΚ του 2003, που διατηρήθηκε σε ισχύ, με βάση το άρθρο 161(1) του Ν.112(1)/2004, αφού είχε επιβληθεί με τον περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2002 (Ν.19(Ι)/2002), ο Επίτροπος έπρεπε, με βάση το άρθρο 161(3) του Ν.112(1)/2004, να προβεί προηγουμένως σε ανάλυση αγοράς σύμφωνα με το Μέρος 9 του Νόμου, ώστε να προσδιορίσει εάν θα διατηρήσει, θα τροποποιήσει ή θα άρει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (2) του ίδιου άρθρου. Το ίδιο ισχύει, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το ζήτημα εξεταζόταν για πρώτη φορά με βάση την εξουσία του Επιτρόπου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 55(1) του Ν.112(1)/2004. Περιττό να προσθέσω ότι η έλλειψη ανάλυσης της αγοράς οδηγεί, εν πάση περιπτώσει, σε ακυρότητα του ΔΕ3/2005, λόγω μη δέουσας έρευνας, στοιχείο που καθιστά το διάταγμα και αναιτιολόγητο.
Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του Επιτρόπου ότι η εξουσία του πηγάζει από το γεγονός ότι η ΑΤΗΚ καθορίστηκε ως οργανισμός με σημαντική ισχύ στην αγορά σταθερών δικτύων και φωνητικής τηλεφωνίας, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, καθότι το γεγονός του καθορισμού αυτού δεν παρέχει, με κανένα τρόπο, στον Έφορο οποιεσδήποτε πρόσθετες εξουσίες από αυτές που του παρέχει ο Νόμος. Οι ρυθμίσεις που έγιναν, παραμένουν σε ισχύ, μέχρι να γίνει ανάλυση αγοράς, οπότε θα είναι δυνατή και η αναθεώρηση (τροποποίηση) του ΥΠΔ ΑΤΗΚ του 2003.
Προβάλλεται, επίσης, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως του ΔΕ3/2005 (Προσφυγή 707/2005) ότι η ΔΕ3/2005 εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των περί Υπολογισμού των Τελών Διασύνδεσης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμών του 2002, ΚΔΠ658/2002, καθότι το ΔΕ3/2005 δεν αναφέρει οπουδήποτε ότι ο Επίτροπος είχε στη διάθεσή του ή και ότι έλαβε υπόψη τους χωριστούς λογαριασμούς που η ΑΤΗΚ ήταν υπόχρεα να του δώσει για τις τιμές των τελών υπηρεσιών διασύνδεσης, όπως προβλέπεται από τους Κανονισμούς 6 και 7 της ΚΔΠ658/2002. Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι η ΑΤΗΚ, στα πλαίσια της συναφούς της υποχρέωσης, προχώρησε ή όχι σε ετοιμασία χωριστών λογαριασμών για τις τιμές των τελών υπηρεσιών διασύνδεσης, όπως προβλέπεται από τους Κανονισμούς 6 και 7 της ΚΔΠ658/2002. Ούτε, βέβαια, ότι τέτοιοι λογαριασμοί ήταν στη διάθεση ή και λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο.
Δεδομένου ότι οι δύο λόγοι ακυρώσεως, στους οποίους έχω μόλις αναφερθεί, ευσταθούν, δεν θεωρώ χρήσιμο να επεκταθώ στους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται, είτε στην Προσφυγή 692/2005, είτε στην Προσφυγή 707/2005.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν.
Το επίδικο διάταγμα του Επιτρόπου με αρ. ΔΕ3/2005 ακυρώνεται.
Επιδικάζονται €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας στην Προσφυγή 692/2005 και €1.000, περιλαμβανομένου ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας στην Προσφυγή 707/2005.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ