ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 621/2008)

 

9 Ιουνίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ,

2.    COMMERCIAL VALUE AAE,

 Αιτήτριες,

- ΚΑΙ -

 

1.    ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.    ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Μονομερής Αίτηση για Προσωρινό Διάταγμα ημερ. 21.4.08

Α. Μαρκίδης με Κ. Καλλή και Π. Παναγιώτου, για τις Αιτήτριες.

Α. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτήτριες επεδίωξαν με ex parte αίτηση την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να ανασταλεί η ισχύς και η εφαρμογή της υπό ημερ. 17.4.08 απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση (εφεξής «η Κεντρική Τράπεζα»), με την οποία απόφαση αναστάληκε η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφων των αιτητριών σε ποσοστό 19.55% που κατέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της Universal Bank plc (εφεξής «η τράπεζα») μέχρι 31.12.08, ή, διαζευκτικά, να ανασταλεί η ισχύς της απόφασης σε σχέση με ποσοστό κατ΄ ελάχιστον 12.18% του κατεχομένου στην εν λόγω τράπεζα κεφαλαίου.

 

        Δόθηκαν οδηγίες για την επίδοση της μονομερούς αιτήσεως με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί σχετική ένσταση εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, η δε αίτηση οδήγηθηκε εν τέλει σε ακρόαση στις 3.6.08.  Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση συνοδεύονται από εκτεταμένες ένορκες δηλώσεις, επισυνάπτουν δε, ιδιαίτερα η ένορκη δήλωση των αιτητριών, σωρεία εγγράφων ως τεκμήρια.  Η υποστηρικτική ένορκη δήλωση των αιτητριών έγινε από τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ο οποίος, ως αναφέρει, είναι στην υπηρεσία αυτών, γνωρίζων πλήρως τα γεγονότα, προχωρεί δε, αφού καταγράφει το ιστορικό της ιδρύσεως και λειτουργίας των αιτητριών, να παραθέσει και το ιστορικό που οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, παραθέτοντας και επιχειρηματολογία, που δικαιολογεί κατά τη γνώμη του, τη θέση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι έκδηλα παράνομη, ενώ θα επιφέρει στις αιτήτριες και ανεπανόρθωτη ζημιά και συνέπειες.  Από την άλλη, η υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Κεντρικής Τράπεζας προέρχεται από τον Κώστα Πουλλή, Ανώτερο Διευθυντή στη Διεύθυνση Ρύθμισης και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων, ο οποίος επίσης αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα διαφορά, απαντώντας τους ισχυρισμούς των αιτητριών αντιπαραβάλλοντας τη δική του αντίληψη όσον αφορά τη νομιμότητα της ληφθείσας απόφασης. 

 

        Αμφότεροι οι συνήγοροι έθεσαν τις διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους σε σχέση με την αναγκαιότητα έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος, αναφερόμενοι στα ελάχιστα παραδεκτά γεγονότα, καθώς και στη σχετική νομολογία.  Η ανάφορα  σε  «ελάχιστα  γεγονότα»  απορρέει   από  το   ότι   ο   κ. Μαρκίδης εξ αρχής κατέστησε σαφές ότι θα περιοριζόταν για τους σκοπούς της   παρούσας αίτησης και μόνο,  στο  θέμα  της  ερμηνείας του άρθρου 17(1) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97, ως τροποποιήθηκε, καθώς  και στην, κατά την άποψη του, ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς που θα προκύψει στις αιτήτριες στην περίπτωση που δεν εγκριθεί το αίτημα έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, όπως ζητείται, είτε στην πλήρη του μορφή είτε, κατ΄ ελάχιστον, στη διαζευκτική του τοποθέτηση. Κατ΄ επέκταση και η αγόρευση του κ. Ευαγγέλου δεν ασχολήθηκε με ζητήματα που άπτονται ευρύτερα της χρηστής διοίκησης, της φυσικής δικαιοσύνης και της διάστασης στα γεγονότα μεταξύ των διαδίκων. 

 

        Με σκοπό την περαιτέρω ανάλυση και συζήτηση των θεμάτων που προκύπτουν είναι αναγκαία η καταγραφή ορισμένων βασικών παραμέτρων που αποτελούν και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα.  Οι αιτήτριες, που ανήκουν στον Όμιλο Εταιρειών ΑΣΠΙΣ που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, ζήτησαν στις 31.7.06 με σχετική επιστολή τους (Τεκμ. 1 στην ένσταση), την έγκριση αιτήματος τους για υποβολή από κοινού δημόσιας πρότασης με στόχο την εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού στο κεφάλαιο της τράπεζας.  Συνυποβλήθηκαν με την επιστολή αριθμός αναγκαίων στοιχείων, η δε Κεντρική Τράπεζα ενέκρινε το αίτημα με επιστολή του τότε Διοικητή της ημερ. 26.1.07 (Τεκμ. 1 στην αίτηση) και αφού προηγουμένως στις 10.11.06 είχαν ζητηθεί από τις αιτήτριες και επιπρόσθετα στοιχεία που  σχετίζονταν, σύμφωνα με τα γνωστοποιηθέντα από τις αιτήτριες προς το ΧΑΚ, με τη διατύπωση νέας εκούσιας δημόσιας πρότασης.  Με τη δημόσια αυτή πρόταση, οι αιτήτριες προωθούσαν την εκ μέρους τους απόκτηση κατ΄ ελάχιστον του 20% και κατά μέγιστο του 50% πλέον μιας μετοχής, του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.  Η έγκριση που δόθηκε στις 26.1.07 αφορούσε ακριβώς τη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας για την εξαγορά των προαναφερομένων ποσοστών κατ΄ ελάχιστο και κατά μέγιστο όριο, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17 και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα. 

 

        Η Κεντρική Τράπεζα επανήλθε στις 10.5.07 με επιστολή της προς τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της αιτήτριας 1στην Αθήνα (ο οποίος και είχε υπογράψει την αίτηση ημερ. 31.7.06 και εκ μέρους της αιτήτριας 2), γνωστοποιώντας σ΄ αυτόν τη θέση ότι ενόψει του γεγονότος ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης της Ελληνικής Δημοκρατίας είχε στις 27.4.07 προχωρήσει με δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των αιτητριών για διάφορους λόγους, η Κεντρική Τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα επανεξέτασης της έγκρισης που είχε δοθεί στις 26.1.07 και η οποία δόθηκε με βάση τα τότε δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών αποτελεσμάτων της χρήσης 2005 και του πρώτου εξαμήνου του 2006. 

 

        Ακολούθησε η από τις αιτήτριες δημοσίευση στην ιστοσελίδα του ΧΑΚ στις 17.5.07 ότι η εκούσια δημόσια πρόταση είχε λήξει επιτυχώς στις 15.5.07 με την εξασφάλιση ποσοστού 22.18% στο κεφάλαιο της τράπεζας.  Μνημονεύοντας το γεγονός αυτό, η Κεντρική Τράπεζα, σε νέα  επιστολή της ημερ. 1.6.07 προς τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της αιτήτριας 1 (Τεκμ. 3 στην αίτηση), αναφέρει στις αιτήτριες ότι για οποιαδήποτε πρόθεση αύξησης της συμμετοχής στο κεφάλαιο της τράπεζας πέραν από το ποσοστό που εξασφαλίστηκε από τη δημόσια πρόταση και που είχε λήξει στις 15.5.07, θα απαιτείτο η προηγούμενη έγκριση της. 

 

        Σε διάφορα διαστήματα όπως εξηγούνται στις παρ. 9 και 10 της ένορκης δήλωσης Κωνσταντίνου, οι αιτήτριες πώλησαν και στη συνέχεια αγόρασαν αριθμό μετοχών κατά τρόπο ώστε η κοινή συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της τράπεζας να είχε μειωθεί το Σεπτέμβριο 2007 στο 4.54%, για να ανέλθει το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου στο 29.54%.  Στην πραγματικότητα ήταν η αιτήτρια 2 που αρχικά πώλησε από την επένδυση της ποσοστό 18.8% ενώ η αιτήτρια 1 κατείχε αρχικά ποσοστό 1.46% το οποίο αργότερα αυξήθηκε στα 4.54%. (Τεκμ. 5 στην ένορκη δήλωση Κωνσταντίνου).  Ως εκ τούτου και με παραδεκτό το γεγονός ότι οι αιτήτριες δεν κοινοποίησαν τη μείωση του κεφαλαίου που κατείχαν στην Κεντρική Τράπεζα, η τελευταία αντλώντας πληροφορίες από δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο για τις αυξομειώσεις του κεφαλαίου, απέστειλε την υπό ημερ. 30.11.07 επιστολή (Τεκμ. 4 στην αίτηση),  καταγράφοντας τη θέση της ότι δεν λήφθηκε η προηγούμενη έγκριση της με βάση το άρθρο 17(1) για την αύξηση της συμμετοχής των αιτητριών στην τράπεζα, ζήτησε δε τις αναγκαίες εξηγήσεις. Ακολούθησε εκτεταμένη αλληλογραφία και συναντήσεις των εμπλεκομένων, οι οποίες δεν απέληξαν σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη συνεννόηση, με αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στις 17.4.08 η οποία και κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες (Τεκμ. 14 στην αίτηση).

 

        Με βάση τα πιο πάνω, η θέση του κ. Μαρκίδη ήταν διπλή.  Πρώτο, ότι η έγκριση για την απόκτηση του μετοχικού κεφαλαίου στην τράπεζα κατ΄ ελάχιστο ποσοστό 20% και κατ΄ ανώτατο ποσοστό 50% συν 1 μετοχή, όπως  είχε κοινοποιηθεί στις αιτήτριες με την επιστολή ημερ. 26.1.07, ήταν σαφής και δεν χρειαζόταν ως εκ τούτου νέα έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα έστω και αν για  οποιοδήποτε  λόγο και σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, η συμμετοχή των αιτητριών μειωνόταν κάτω από το εγκριθέν ποσοστό. Τίθεται επομένως θέμα καθαρής παρερμηνείας του  άρθρου 17(1), με αποτέλεσμα αυτό να οδηγεί σε έκδηλη παρανομία ως εκ της οποίας οι αιτήτριες δικαιούνται στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος.  Μάλιστα, εισηγήθηκε ο κ. Μαρκίδης, εντέχνως η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να διαστρεβλώσει τα γεγονότα εφόσον ο ενόρκως δηλών Κ. Πουλλής αναφέρει στην παρ. 3 της ένορκης δήλωσης του, ότι η έγκριση που δόθηκε στις 26.1.07 ήταν μόνο μια «κατ΄ αρχήν έγκριση» που ούτε ως έννοια ούτε ως φρασεολογία απαντάται στην εγκριτική επιστολή.  Κατά δεύτερο λόγο, κατά τον συνήγορο, οι αιτήτριες θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά διότι ενώ επένδυσαν ένα πολύ σεβαστο ποσό χρημάτων, στερούνται του ανάλογου δικαιώματος ψήφου, μη δικαιούμενες να χρησιμοποιήσουν το 19.9% του ποσοστού των μετοχών τους (ήτοι τη διαφορά μεταξύ 29.9% και 10% μέχρι το οποίο δεν χρειάζεται έγκριση), με κίνδυνο να παραμείνει η διοίκηση της τράπεζας στα σημερινά χέρια στερούμενη της γνώσης, των εμπειριών και του οράματος των εμπειρογνωμόνων των αιτητριών (δέστε παρ. 54 της ένορκης δήλωσης Κωνσταντίνου).  Στην επερχόμενη γενική συνέλευση της τράπεζας στις 24.6.08, οι αιτήτριες δεν θα μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου τους κατά το ανάλογο ποσοστό, αδυνατώντας έτσι να εκλέξουν και να ελέγξουν το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, με αποτέλεσμα η τράπεζα η οποία λειτουργεί ανεπιτυχώς από το 1996, να μην μπορέσει να αυξήσει και μεγιστοποιήσει τα κέρδη της μέσα από μια ανοδική κερδοφορία και περαιτέρω διείσδυση στην αγορά.

 

        Αντίθετα ο κ. Ευαγγέλου υποστήριξε ότι η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη εδραζόμενη σε ορθή ερμηνεία του σχετικού άρθρου του νόμου, λήφθηκε δε μόνο μετά από συνεξέταση όλων των αναγκαίων στοιχείων και μετά που δόθηκε κατ΄ επανάληψη η ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν τις απόψεις τους τόσο επί της ουσίας, όσο και επί της επιβολής της διοικητικής κύρωσης.  Τονίστηκε από το συνήγορο ότι η επίδικη πράξη αφορά αναστολή και όχι ακύρωση του δικαιώματος χρήσης του ποσοστού, ενώ με αναφορά στο σκοπό του νομοθέτη τόνισε τη θέση ότι σε περίπτωση έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, θα καταστρατηγηθεί η δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου από την Κεντρική Τράπεζα των προσώπων που κατά καιρούς επανδρώνουν τα διοικητικά συμβούλια τραπεζών ή και τον έλεγχο που έχει ως προς τους μετόχους, εφόσον κατοχή κεφαλαίου πέραν του 10% πρέπει να εγκρίνεται από την Κεντρική Τράπεζα.  Αναφέρθηκε επίσης στο ιστορικό της διαφοράς για να εισηγηθεί ότι η έγκριση είχε δοθεί λόγω της δημόσιας πρότασης που θα υποβαλλόταν τότε, με τη λήξη της οποίας καθορίστηκε και το τελικό ποσοστό συμμετοχής των αιτητριών στην τράπεζα.  Ουδέποτε είχε δοθεί από την Κεντρική Τράπεζα επ΄ αόριστον έγκριση συμμετοχής σε ποσοστό μεταξύ 20% έως 50% συν μια μετοχή.  Επομένως, από τη στιγμή που η συμμετοχή των αιτητριών μειώθηκε σε κάποιο στάδιο στο 4.19%, αυξήθηκε δε μεταγενέστερα στο 29.94% έπρεπε να ληφθεί εκ νέου έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα.  Δεν  χρειαζόταν οποιαδήποτε ανάκληση της εγκρίσεως ημερ.  26.1.07, διότι η έγκριση αυτή είχε λήξει λόγω εξάντλησης του περιεχομένου της.  Κατά την εισήγηση του κ. Ευαγγέλου, ούτε έκδηλη παρανομία υπάρχει ούτε ανεπανόρθωτη ζημιά προκύπτει στις αιτήτριες, ενώ αντίθετα είναι η Κεντρική Τράπεζα που έχει να ζημιωθεί από την άποψη ότι ως δημόσιος φορέας με εποπτικές εξουσίες, οι χειρισμοί της πρέπει να υπερισχύουν στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος έναντι του ατομικού συμφέροντος των ιδιωτών.  Τέλος, κατά την κρίση του, δεν είναι δυνατόν να παραχωρηθεί ούτε διάταγμα που να αφορά μέρος μόνο της προσβαλλόμενης πράξης, κάτι που θα μπορούσε να γίνει μόνο στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής. 

 

        Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών σε σχέση με τις αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Με βάση τον Κανονισμό αυτό δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα που δεν θα διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης.  Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση.  (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234).  Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου.  Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959).  Περαιτέρω το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου.  (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52). 

 

        Πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Α.Ε. 11/07, ημερ. 7.2.07, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας λέχθηκε ότι:

 

«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

 

        Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα. 

 

        Το Δικαστήριο έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει το εγειρόμενο θέμα κρίνει ότι δεν συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος είτε εν όλω είτε εν μέρει για τους λόγους που ακολουθούν:

 

        (i)  Είναι  αδιαμφισβήτητο ότι η Κεντρική Τράπεζα με βάση τον περί της  Κεντρικής  Τράπεζας  της  Κύπρου   Νόμο   αρ. 138(Ι)/00, έχουσα ως πρωταρχικό στόχο, σύμφωνα με το άρθρο 5(1), τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, ασκεί με βάση το άρθρο 6(2)(δ) και εποπτεία επί των εμπορικών τραπεζών.  Παρόμοια διάταξη ενυπάρχει και στο άρθρο 26 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97, το οποίο προνοεί ότι αυτή έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει τις τράπεζες για διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του όλου τραπεζικού συστήματος, έχει δε προς το σκοπό αυτό και διάφορες εξουσίες όπως τη δυνατότητα εξέτασης των εγγράφων των εμπορικών τραπεζών, περιλαμβανομένων και όσων σχετίζονται με τη χορήγηση δανείων και πιστωτικών διευκολύνσεων.  Στα πλαίσια αυτά είναι που δικαιούται να παρέχει τη γραπτή της έγκριση προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή συνεργάτη αυτού, ούτως ώστε να εποπτεύει τον έλεγχο που ασκείται από τα πρόσωπα που έχουν την ιδιοκτησία του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας σε ποσοστό τουλάχιστο 10%, ή, την ικανότητα αυτών των προσώπων να ορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την εκλογή της πλειοψηφίας των διοικητικών συμβούλων της τράπεζας.  Αυτές οι δύο περιπτώσεις ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ως συνιστούσες «έλεγχο», σε σχέση με εταιρεία ή τράπεζα. 

 

        (ii)  Το άρθρο 17(1) του πιο πάνω Νόμου έχει ως εξής:

 

«Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε είτε με οποιοδήποτε συνεργάτη ή συνεργάτες να έχει τον έλεγχο οποιασδήποτε τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.»

 

Η απόφαση που έχει δοθεί από την Κεντρική Τράπεζα κρίνεται εντός των πλαισίων της εύλογης ερμηνείας που μπορεί να δοθεί στο πιο πάνω άρθρο.  Με γνώμονα το σκοπό των σχετικών νομοθεσιών που διέπουν την Κεντρική Τράπεζα και τις τραπεζικές εργασίες όπως εξηγήθηκε πριν, είναι αναμενόμενα εύλογο για την Κεντρική Τράπεζα να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ποιο πρόσωπο από μόνο του ή με συνεργάτη, ασκεί «έλεγχο» στην έννοια του ερμηνευτικού άρθρου 2, σε τράπεζα από την άποψη της δυνατότητας να κατέχει πέραν του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της, με ανάλογες βέβαια ψήφους σε γενική συνέλευση της τράπεζας ή την ικανότητα του προσώπου με ή χωρίς συνεργάτη, να ορίζει την εκλογή της πλειοψηφίας των διοικητικών συμβούλων.  Στα πλαίσια αυτά είναι που η Κεντρική Τράπεζα έχει καθορίσει κριτήρια ως προς την ικανότητα του προσώπου που επιθυμεί να ελέγχει την τράπεζα, όπως αυτά περιέχονται στην παρ. 31 της ένορκης δήλωσης Πουλλή. 

 

        (iii)  Αποκτά επομένως σημασία τόσο η χρονική περίοδος στην οποία ζητείται η απόκτηση ελέγχου, αλλά και ο λόγος της επιθυμίας εξαγοράς ή απόκτησης ελέγχου σε τράπεζα.  Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα όταν δόθηκε η έγκριση για την απόκτηση ποσοστού μεταξύ 20% μέχρι 50% συν μια μετοχή στις αιτήτριες στις 26.1.07, αυτό έγινε επί τη βάσει των δεδομένων ότι οι αιτήτριες θα προχωρούσαν από κοινού στην απόκτηση κατ΄ ελάχιστον του 20% μέσα στα πλαίσια της διατύπωσης εκούσιας δημόσιας πρότασης.  Από το κείμενο της επιστολής του τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας με την οποία παραχωρήθηκε η έγκριση, φανερώνεται ότι η έγκριση είχε δοθεί και στις δύο αιτήτριες από κοινού με σκοπό την απόκτηση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας στα προαναφερθέντα ποσοστά.  Με άλλα λόγια, το τελικό ποσοστό της κατοχής του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας με συνακόλουθο τον έλεγχο και από τις δύο αιτήτριες, θα καθοριζόταν ανάλογα με το βαθμό επιτυχίας της δημόσιας πρότασης.  Δικαιολογημένα επομένως η Κεντρική Τράπεζα την 1.6.07 με τη σχετική επιστολή του νυν Διοικητή της και στα πλαίσια της άσκησης του εποπτικού της έργου, σημείωσε προς τις αιτήτριες ότι με βάση την ανακοίνωση των ιδίων στην ιστοσελίδα του ΧΑΚ, η δημόσια πρόταση που είχαν υποβάλει είχε λήξει με επιτυχία στις 15.5.07 με την εξασφάλιση ποσοστού 22.18% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.  Στην τελευταία παράγραφο της επιστολής ο Διοικητής κατέστησε σαφές προς τις αιτήτριες ότι για οποιαδήποτε περαιτέρω πρόθεση αύξησης της συμμετοχής των αιτητριών στο κεφάλαιο της τράπεζας πέραν του 22.18%, θα απαιτείτο η προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. 

 

        Είναι σ΄ αυτά τα πλαίσια του εποπτικού ελέγχου που η Κεντρική Τράπεζα απέστειλε και την προηγηθείσα επιστολή ημερ. 10.5.07 προς τις αιτήτριες γνωστοποιώντας σ΄ αυτές το δικαίωμα της επανεξέτασης της έγκρισης που είχε δοθεί στις 26.1.07, ενόψει της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των αιτητριών από το Υπουργείο Ανάπτυξης της Ελληνικής Δημοκρατίας, ασχέτως των λόγων που το εκεί Υπουργείο προχώρησε σε αυτή την ενέργεια. 

 

        Ήταν, επομένως, σαφέστατο προς τις αιτήτριες, ότι η Κεντρική Τράπεζα με τις επιστολές της ημερ. 10.5.07 και 1.6.07 διατηρούσε ανά πάσα στιγμή τον εποπτικό της έλεγχο, ότι είχε θεωρήσει ότι το 22.18% ήταν το τελικό ποσοστό συμμετοχής των αιτητριών και ότι αυτό υπόκειτο σε αναθεώρηση και περαιτέρω εξέταση ανάλογα με τις εξελίξεις στην Ελλάδα ή την πρόθεση τους για αύξηση της συμμετοχής τους.

        (iv) Εύλογα επομένως, προκύπτει μέσα στην ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 17(1), ότι η έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα δίνεται επί τη βάσει συγκεκριμένων γεγονότων και δεδομένων και για συγκεκριμένο χρόνο.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που απαιτείται να κοινοποιηθεί η μείωση της κατοχής του εγκριθέντος ποσοστού, κάτι το οποίο παραδεκτά δεν έπραξαν οι αιτήτριες.  Η κοινοποίηση της μείωσης του ποσοστού κάτω από τη δοθείσα έγκριση αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο που πρέπει να γνωστοποιηθεί έτσι ώστε η Κεντρική Τράπεζα να γνωρίζει ότι το ποσοστό συμμετοχής που λήφθηκε από τον αγοραστή, διαφοροποιήθηκε σε βαθμό που θέτει τον μέτοχο έξω από τη δοθείσα έγκριση.  Με την κοινοποίηση, η Κεντρική Τράπεζα γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πώς διαμορφώνεται το μετοχικό σκηνικό σε μια εταιρεία ή τράπεζα ή ποιος έχει τη δυνατότητα να ορίζει τους διοικητικούς συμβούλους.  Το στοιχείο της κοινοποίησης της διαφοροποίησης του ελέγχου ενυπάρχει ως απαραίτητο συνθετικό της ίδιας της έγκρισης από την Κεντρική Τράπεζα. 

 

        Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι οι κατέχοντες το οποιοδήποτε εγκριθέν ποσοστό από την Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσαν να αυξομείωναν τη συμμετοχή τους κατά βούληση, εισερχόμενοι και εξερχόμενοι του ποσοστού, με ενδεχόμενο βέβαια στο μεταξύ να αλλάζει και η ίδια η ιδιοκτησία της εταιρείας που είχε λάβει την έγκριση.  Με τον τρόπο αυτό, δεν θα ήταν σε θέση η Κεντρική Τράπεζα να γνωρίζει τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός της νομοθεσίας.

 

        (v)  Με  την   πιο   πάνω  ερμηνευτική θεώρηση του άρθρου 17(1), δεν παρουσιάζεται οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία διότι ήταν εύλογη η θέση της Κεντρικής Τράπεζας  να θεωρήσει ότι μετά την εξασφάλιση ποσοστού 22.18% με τη λήξη της δημόσιας πρότασης, οι αιτήτριες συγκεκριμενοποίησαν το ποσοστό του μετοχικού ελέγχου τους στην τράπεζα, ποσοστό που ήταν εντός του περιθωρίου για το οποίο είχε δοθεί η άδεια-έγκριση, που κυμαινόταν μεταξύ 20% και 50% συν μια μετοχή.  Με άλλα λόγια, στις αιτήτριες είχε δοθεί η δυνατότητα να κινηθούν μέσα σε αυτό το περιθώριο επί τη βάσει της δημόσιας πρότασης, η οποία όμως στη λήξη της απέφερε στις αιτήτριες από κοινού, ένα ποσοσό συμμετοχής της τάξης του 22.18%. 

 

        Το παράδειγμα του κ. Μαρκίδη ότι με την ερμηνεία της Κεντρικής Τράπεζας θα σημαίνει ότι θα απαιτείται η εκ νέου έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας κάθε φορά που ο κάτοχος του μετοχικού κεφαλαίου μετά από πώληση μετοχών ελαττώνει το ποσοστό του έστω κατά μια μετοχή κάτω του επιτρεπομένου ορίου, δεν είναι παρά θεωρητικό, αλλά και ακραίο, με δεδομένο ότι ο έλεγχος μιας τράπεζας δεν είναι ούτε ένα τυχαίο ούτε ένα ασήμαντο γεγονός, αλλά αντίθετα είναι ένα πολύ υπεύθυνο και σοβαρό ζήτημα, εξ ου και εποπτεύεται η όλη διαδικασία από την Κεντρική Τράπεζα, ο έχων δε τον έλεγχο της τράπεζας, αναμφίβολα κινείται κατά τέτοιο εμπορικό τρόπο στις δοσοληψίες του και στις αγοραπωλησίες των μετοχών που ελέγχει, ώστε να μην χάνει το ποσοστό που του παρέχει αυτό το δικαίωμα στον έλεγχο, δηλαδή στο 10% κατά το άρθρο 2 του Νόμου ή στο ποσοστό που του έχει εγκρίνει η Κεντρική Τράπεζα.

 

        (vi)  Όσον αφορά το ζήτημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς κρίνεται ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα εφόσον, όπως ορθά υπέδειξε και ο κ. Ευαγγέλου, η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας ήταν να αναστείλει και όχι να ακυρώσει την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου των αιτητριών με συνακόλουθο οι αιτήτριες οποτεδήποτε μέχρι τις 31.12.08 ή και σε οποιοδήποτε χρόνο οι ίδιες επιθυμούν, να δύνανται να υποβάλουν αίτηση για απόκτηση ή αύξηση του ποσοστού τους στο 29.55% για να λάβουν την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.  Εναπόκειται λοιπόν στις ίδιες τις αιτήτριες να υποβάλουν αυτή την αίτηση για να μην στερούνται των δικαιωμάτων τους, ούτε να συνεχίζεται η κατ΄ ισχυρισμόν τους ανεπανόρθωτη ζημιά.  Αυτή η δυνατότητα παρέχεται σαφώς από την ίδια την τελική κατάληξη της προσβαλλόμενης απόφασης και επομένως οι αιτήτριες δεν μπορούν βάσιμα να παραπονούνται για ζημιά που επέρχεται σ΄ αυτές και μάλιστα κατά ανεπανόρθωτο τρόπο, απλώς και μόνο διότι η Κεντρική Τράπεζα άσκησε το δικαίωμα της να επιβάλει κυρώσεις επί τη βάσει της εκ μέρους της καλόπιστης ερμηνείας του άρθρου 17(1), στα πλαίσια του εποπτικού της ελέγχου. 

       

        Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος ψήφου στην επερχόμενη γενική συνέλευση, με τη δυνατότητα διορισμού ή εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, δεν συνιστούν από μόνα τους έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς.  Όχι μόνο διότι στη δική τους επιλογή είναι να υποβάλουν την αναγκαία αίτηση για έγκριση, αλλά και διότι η ικανότητα των προσώπων της διοίκησης της τράπεζας ενέχει και υποκειμενικό στοιχείο.  Όπως υπέδειξε και ο κ. Ευαγγέλου, το νυν διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας απολαμβάνει της εμπιστοσύνης ή της έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας.

 

        (vii)  Ενόψει των πιο πάνω δεν τίθεται προς απόφαση η δυνατότητα έκδοσης του προσωρινού διατάγματος έστω εν μέρει, κάτι το οποίο το Δικαστήριο  κρίνει ότι θα μπορούσε να έπραττε, σε αντίθεση με τη θέση του κ. Ευαγγέλου, εφόσον το δικαίωμα επικύρωσης ή ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης ενυπάρχει από το ίδιο το Άρθρο 146  καθ΄ ολοκληρίαν ή μερικώς.  Εφόσον το Δικαστήριο δικαιούται να αποφασίσει για μέρος μόνο μιας διοικητικής πράξης επί της ουσίας της, πόσον μάλλον μπορεί να πράξει το ίδιο στα πλαίσια μιας αίτησης για προσωρινό διάταγμα.  Το μείζον περιέχει το έλασσον. 

        Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος κρίνεται αδικαιολόγητη και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητριών, όπως θα υπολογιστούν.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο