ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 401

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1612/2006)

 

6 Ιουνίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. MFS HOLDINGS PUBLIC COMPANY LTD ΠΡΩΗΝ

MARKETRENDS FINANCIAL SERVICES LTD,

2.    ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

3.    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητές,

- ΚΑΙ -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

Γ. Χριστοδούλου με Ι. Δημητρίου (κα), για τους Αιτητές.

Ν. Παρτασίδου (κα) με Μ. Ιεροκηπιώτου (κα)

για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η καθ΄ ης η αίτηση (εφεξής «η Επιτροπή») επέβαλε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, στους μεν αιτητές 1 και 2 διοικητικό πρόστιμο ύψους £5.000 πλέον £200 ημερησίως για κάθε μέρα που συνέχιζαν να παραλείπουν να συμμορφώνονται με αίτημα των ερευνώντων λειτουργών της, στο δε αιτητή 3 διοικητικό πρόστιμο £500, με επιστολές της ημερ. 14.6.06  που κοινοποιήθηκαν σ΄ αυτούς στις 21.6.06. 

 

        Οι αιτητές προσβάλλουν ως άκυρες και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα τις πιο πάνω αποφάσεις για σειρά λόγων όπως αυτοί εμφαίνονται στην αίτηση και τις γραπτές αγορεύσεις τους, διατεινόμενοι ταυτόχρονα ότι η έρευνα σε βάρος των αιτητών 1 (εφεξής «η εταιρεία»), άρχισε και εκκρεμεί από τον Αύγουστο του 2002.  Η εναντίον της εταιρείας διερεύνηση έγινε με αφορμή τις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις της σχετικής περί Κεφαλαιαγοράς νομοθεσίας, έχοντας η Επιτροπή προς τούτο διορίσει σε αρκετά προχωρημένο στάδιο της διερεύνησης και δύο πρόσθετους ερευνώντες λειτουργούς, ήτοι, την Αντουανέττα Ευθυμίου και τον Γιάννη Καλλή, με απόφαση της ημερ. 25.1.05. 

 

        Οι αιτητές παραπονούνται ότι ενώ η όλη έρευνα καθυστερούσε υπέρμετρα με μεγάλα ενδιάμεσα ανεκμετάλλευτα διαστήματα, η Επιτροπή έθετε προς τους αιτητές απαράδεκτα περιοριστικά χρονικά πλαίσια σχετικά με την υποβολή στοιχείων, απορρίπτοντας αδικαιολόγητα αιτήματα τους για την παροχή ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα αιτήματα απορρίπτονταν παρά το γεγονός ότι οι αιτητές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι λειτουργούσαν με μειωμένο προσωπικό, ενώ ο πρόεδρος της εταιρείας Κ. Ζιβανάρης, που είχε γνώση των υποθέσεων και των εγγράφων της, είχε αποβιώσει στις 28.4.04.  Περαιτέρω, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή έπασχε στη σύνθεση της εκ του γεγονότος ότι δύο μέλη αυτής δεν μετείχαν στη συνεδρία της 25.1.05 κατά τη χρονική στιγμή του διορισμού των δύο πρόσθετων ερευνώντων λειτουργών, ήσαν όμως παρόντες στις επόμενες συνεδρίες και ιδιαίτερα σ΄ εκείνη, στη διάρκεια της οποίας, λήφθηκε η επίδικη απόφαση με την επιβολή του προστίμου.  Περαιτέρω, η έρευνα διήρκεσε για απαράδεκτο μεγάλο χρονικό διάστημα και ο διορισμός των δύο πρόσθετων ερευνώντων λειτουργών ήταν ακριβώς σε συνέχεια των υφιστάμενων τότε ερευνώντων λειτουργών, οι οποίοι και είχαν αρχίσει την έρευνα από το 2002.  Ακόμη, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία είχε συμμορφωθεί με όλα τα αιτήματα της Επιτροπής παρέχοντας πλείστες όσες πληροφορίες σε αυτήν, η τελευταία ζητούσε και νέα στοιχεία, η αναζήτηση των οποίων οφείλετο στη διωκτική πολιτική της έναντι των αιτητών, χωρίς να αφήνει σε αυτούς επαρκή χρόνο για να ανευρεθούν όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν χιλιάδες συναλλαγές κατά τη διάρκεια των πέντε προηγούμενων ετών. 

        Η αντίθετη θέση της Επιτροπής καταγράφει ότι αυτή έλαβε ορθά και νόμιμα την προσβαλλόμενη πράξη για παραλείψεις της εταιρείας και των αρμοδίων συμβούλων της, (αιτητές 2 και 3), παραλείψεις που ανάγονταν στο χρονικό διάστημα μεταξύ 25.1.05-14.6.06, όταν κοινοποιήθηκε στους αιτητές η επίδικη απόφαση.  Είναι η εισήγηση της Επιτροπής ότι όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν τις 25.1.05 είναι άσχετα με τη διαδικασία που ακολούθησε το διορισμό των Ευθυμίου και Καλλή και δεν θα πρέπει να ληφθούν ποσώς υπόψη.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από αυτήν ήταν νόμιμη και σύμφωνα με το νόμο, ενώ η εταιρεία παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Επιτροπής στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο που τους τέθηκε, η απάντηση δε που έδωσε τελικώς ήταν και εκπρόθεσμη (χωρίς να ζητηθεί και ληφθεί παράταση χρόνου), αλλά και ασαφής, εφόσον με γενικότητα και αοριστία ήταν που η εταιρεία επέλεξε να απαντήσει στα σχετικά ερωτήματα.  Αυτά, παρά το γεγονός ότι η  Επιτροπή είχε δώσει πλείστες όσες ευκαιρίες στους αιτητές να συλλέξουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και να τις κοινοποιήσουν ορθά και με την αναγκαία σαφήνεια και λεπτομέρεια σ΄ αυτήν, ως έπρεπε.  Κατά τα άλλα, δεν υπήρξε κακή σύνθεση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι η απουσία δύο εκ των μελών αυτής από την αρχική συνεδρία, δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής στις μεταγενέστερες της συνεδρίες, στις οποίες και είχαν ληφθεί οι ουσιαστικές αποφάσεις. 

        Το τελευταίο αυτό ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.  Το παράπονο των αιτητών ως προς την κακή σύνθεση δεν παρουσιάζεται βάσιμο και ούτε και οι ίδιοι ανατρέχουν σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη νομοθετική ή άλλη πρόνοια στο σχετικό περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο αρ. 64(Ι)/01, (εφεξής «ο Νόμος»), που να πιστοποιεί τη θέση τους.  Όντως, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα στη σύνθεση με αφορμή και μόνο τη μη συμμετοχή των μελών της Επιτροπής, Γιώργου Κουφάρη και Δημήτρη Βάκη, οι οποίοι σύμφωνα με το πρακτικό που τηρήθηκε στις 25.1.05 (Παράρτημα Α στην ένσταση), απεχώρησαν από την αίθουσα συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης σε σχέση με το θέμα αρ. 2 της συνεδρίας, που αφορούσε το διορισμό ερευνώντων λειτουργών στα πλαίσια της έρευνας που διεξαγόταν για την εταιρεία.  Δεν εντοπίζεται από το Δικαστήριο εύλογη αιτία για τη μη συμμετοχή αυτών των δύο μελών, οι οποίοι ήσαν εν πάση περιπτώσει παρόντες κατά την έναρξη της συνεδρίας, ούτε και προτάθηκε από οποιοδήποτε από τους συνηγόρους και ιδιαίτερα της Επιτροπής, τέτοιος λόγος.

 

        Ως θέμα γενικών αρχών είναι αναγκαίο μια διοικητική απόφαση να λαμβάνεται από εκείνα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που είχαν παραστεί εξ αρχής στη συγκεκριμένη συνεδρία στην οποία συζητήθηκε το θέμα και λήφθηκε η απόφαση. Όταν το ζήτημα συζητείται σε πέραν της μιας συνεδρίες, η σύνθεση του οργάνου δεν πρέπει να αλλοιώνεται. (δέστε Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ενημέρωσις (1978) σελ. 129-130).  Στην Κύπρο ισχύει πέραν των πιο πάνω και ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος αρ. 158(Ι)/99, το άρθρο 22 του οποίου προνοεί ότι ναι μεν η διαδικασία συζήτησης και η λήψη απόφασης πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη, αλλά αυτό δεν απαιτείται όταν η συνεδρία από την οποία απουσίαζαν κάποια μέλη ασχολήθηκε με προκαταρκτικά μόνο θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενήμερα σε σχέση με όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να ληφθεί η τελική απόφαση. 

 

        Όπως παρουσιάζεται από το πρακτικό ημερ. 25.1.05, εκείνο το οποίο έγινε στη συνεδρία αυτή, ήταν  ο διορισμός των δύο συγκεκριμένων ατόμων ως ερευνώντων λειτουργών εξουσιοδοτώντας τους να προχωρήσουν με τη συλλογή πληροφοριών.  Σε όλες τις επόμενες σχετικές συνεδρίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς οι Κουφάρης και Βάκης ήταν παρόντες και είναι φανερό ότι είχαν πλήρως ενημερωθεί για το έργο των ερευνώντων λειτουργών, εφόσον στη συνεδρία ημερ. 23.1.06, που ήταν η πρώτη συνεδρία μετά το διορισμό, ο εκ των ερευνώντων λειτουργών Γιάννης Καλλής παρουσιάστηκε στη συνεδρία και ενημέρωσε πλήρως την Επιτροπή απαντώντας και σε διευκρινιστικές ερωτήσεις.  Συνάγεται ότι από τις 23.1.06, όταν για πρώτη φορά οι ερευνώντες λειτουργοί είχαν να παρουσιάσουν ουσιαστικό έργο οι Κουφάρης και Βάκης ήταν παρόντες και ενημερώθηκαν δεόντως.  Παρατηρείται, πρόσθετα, ότι στις επόμενες συνεδρίες ημερ. 20.2.06, 20.3.06 και 17.4.06, καταγράφεται ρητά στα πρακτικά  των  συνεδριών  αυτών,  όπως  απαιτείται από το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ότι γινόταν πλήρης ενημέρωση εκείνων των μελών που τυχόν απουσίαζαν από προηγούμενες συνεδρίες, όπως του Α. Χατζηπιερή, αντιπροέδρου της Επιτροπής και του Γ. Δημητρίου, εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.  Είναι φανερό ότι η απουσία των Κουφάρη και Βάκη από τη συνεδρία στην οποία διορίστηκαν οι δύο ερευνώντες λειτουργοί δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικό θέμα και επομένως η σύνθεση της Επιτροπής, όταν λήφθηκε η απόφαση για την επιβολή προστίμου, δεν πάσχει με οποιονδήποτε τρόπο.  (δέστε για το θέμα και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53).

 

        Ως προς τα υπόλοιπα θέματα υπήρξε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και μέσα από τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων, διάσταση απόψεων όσον αφορά το χρόνο που διήρκεσε η έρευνα.  Επί του προκειμένου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όπως ορθά εισηγήθηκε η                    κα Παρτασίδου, ότι οι αιτητές επιδιώκουν δήλωση του Δικαστηρίου που να ακυρώνει τη συγκεκριμένη απόφαση της Επιτροπής ημερ. 17.4.06 (Παράρτημα Ρ στην ένσταση), με την οποία και επιβλήθηκε το επίδικο πρόστιμο.  Επομένως, δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε προγενέστερη διαδικασία ή πράξη ή απόφαση της Επιτροπής και από αυτή την άποψη οποιαδήποτε έρευνα στα προηγηθέντα της επίδικης απόφασης ημερ. 17.4.06, δεν μπορεί να είναι σχετική με τα επίδικα θέματα.  Οι αιτητές χαρακτηρίζουν στην αίτηση τους την πράξη ως «σύνθετη», αλλά δεν είναι.  Σύνθετη διοικητική ενέργεια, σύμφωνα με το Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, σελ. 152-154, είναι εκείνη που αποτελείται «.. από σειρά διαδοχικών πράξεων που οδηγούν στην έκδοση μιας τελικής πράξεως, κατά τρόπο ώστε το κύρος της καθεμιάς από αυτές να αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της επόμενης, μέχρι της τελικής πράξεως, στην οποία και ενσωματώνονται δικονομικά όλες οι προηγούμενες ..  Η σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί ενιαία διοικητική διαδικασία ... το κύρος καθεμιάς από τις διαδοχικές πράξεις εξαρτάται και από το κύρος όλων των προηγούμενων (προπαρασκευαστικών) πράξεων».  Καθίσταται πρόδηλο και από τα όσα ακολουθούν, ότι η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 17.4.06 έχει τη δική της αυτοτέλεια, με απόλυτο μάλιστα νομοθετικό και γενεσιουργό διαχωρισμό από πλευράς γεγονότων που οδήγησαν σ΄ αυτή.  Είναι οι αιτητές που επιδιώκουν την εμπλοκή όλων των προηγηθέντων που μπορεί να συνδέονται από θεματική άποψη με τα επίδικα δεδομένα, αλλά η συνεκτικότητα τους δεν αγγίζει την προσβαλλόμενη πράξη.  Άλλωστε οι αιτητές ουδέποτε προσέβαλλαν οποιαδήποτε άλλη πράξη ή απόφαση της Επιτροπής, η έρευνα της οποίας, όπως παραπονούνται, άρχισε από το 2002.

 

        Αλλά και επί της ουσίας, είναι φανερό μέσα από τα Παραρτήματα που έχουν επισυναφθεί στην ένσταση, αλλά και μέσα από τους διοικητικούς φακέλους που παρουσιάστηκαν, ότι η επιβολή του αντιστοίχου προστίμου τόσο στην εταιρεία όσο και στους αιτητές 2 και 3, αφορά τη συγκεκριμένη παράλειψη ενός εκάστου εξ αυτών να συμμορφωθεί με την αποσταλείσα σε αυτούς επιστολή των ερευνώντων λειτουργών Γ. Καλλή και         Α. Ευθυμίου με ημερ. 21.12.05 (Παράρτημα Β στην ένσταση), με την οποία ζητήθηκε από τους αιτητές και άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, καθώς και τον ελεγκτή αυτής, η παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών και στοιχείων όπως αναφέρονται στην επιστολή.  Δόθηκε προς τούτο προθεσμία το αργότερο μέχρι την Παρασκευή 13.1.06 και         ώρα 1.00 μ.μ. για την παροχή των ζητηθέντων πληροφοριών και στοιχείων.  Σε συμφωνία με το άρθρο 33(2) του Νόμου, επιστήθηκε η προσοχή στους αιτητές ότι δυνατό να επιβάλλονταν από την Επιτροπή κυρώσεις κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 38 του Νόμου, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.  Συνάγεται ότι η Επιτροπή απέστειλε την επιστολή ημερ. 21.12.05 συμμορφούμενη πλήρως, τύποις και ουσία, με τα εκ του Νόμου προνοούμενα.  Το γεγονός ότι δεν επικαλέσθηκε ρητά τις πρόνοιες του άρθρου 33(6) του Νόμου ως προς τη δυνατότητα επιβολής και ημερήσιου προστίμου, ως θα ήταν ορθότερο να πράξει, δεν αλλοιώνει το δεδομένα ότι σαφώς έγινε επίστηση της προσοχής με βάση το άρθρο 33(2) στις προβλεπόμενες κυρώσεις του άρθρου 38, το οποίο προνοεί για το μείζον θέμα της επιβολής του καθαυτού διοικητικού προστίμου, περιέχον επομένως και το ελλάσσον ζήτημα, της επιβολής δηλαδή επιπρόσθετου και ημερήσιου προστίμου, κατά το άρθρο 33(6).  Η διατύπωση του τελευταίου είναι σαφής ως προς το ότι η Επιτροπή έχει επιπρόσθετα την εξουσία της επιβολής ημερησίου προστίμου, αφού δηλαδή προηγηθεί η επιβολή του κατ΄ εξοχήν διοικητικού προστίμου όπως προνοείται από το άρθρο 38, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 32(2), σε συνδυασμό με το άρθρο 35(5), το οποίο φυσιολογικά και εννοιολογικά προηγείται του άρθρου 35(6).  Επομένως και προθεσμία δόθηκε και επίστηση της προσοχής στις κυρώσεις έγινε.  Ο σχετικός νομικός λόγος 1 της αγόρευσης δεν ευσταθεί.

 

Περαιτέρω, όντως οι πρόνοιες των άρθρων 60(2) και 63 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου αρ. 32(Ι)/93, είχαν αντικατασταθεί με άλλες πρόνοιες με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 115(Ι)/05, ημερ. 9.9.05 όταν απεστάλη η επιστολή ημερ. 21.12.05, αλλά παρατηρείται: (i) ότι η αίτηση δεν περιέχει τέτοιο λόγο προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και (ii) ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες που ζητούνταν με την επιστολή είχαν έρεισμα τα άρθρα 33 και 37 του Νόμου που ίσχυαν βεβαίως.  Τα καταργηθέντα άρθρα (που έχουν στην πραγματικότητα επαναδιατυπωθεί σ΄ άλλα άρθρα, όπως τα άρθρα 115 και 137), έχουν αναφορά στις ευρύτερες υποχρεώσεις των εκδοτών δυνάμει της περί ΧΑΚ νομοθεσίας.

 

Η επιστολή ημερ. 21.12.05 απαντήθηκε από την εταιρεία  μόνο στις 16.1.05, στάληκε δε, όπως αναφέρεται, διά χειρός.  Πρόδηλα, επομένως, η απάντηση της εταιρείας δόθηκε εκπρόθεσμα της ορισθείσας από τους ερευνώντες λειτουργούς προθεσμίας, χωρίς να ζητηθεί προηγουμένως ή να ληφθεί οποιαδήποτε παράταση χρόνου.  Περαιτέρω, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και από τους διοικητικούς φακέλους, προκύπτει ότι οι αιτητές 2 και 3 δεν απάντησαν, γεγονός που δεν αμφισβητείται ούτε από τους ίδιους.  Η απαντητική επιστολή ημερ. 16.1.05 έχει αποσταλεί και υπογραφεί μόνο από την εταιρεία.

 

        Τα όσα ακολουθούν και καταγράφονται στις επιστολές τόσο της Επιτροπής όσο και της εταιρείας ή των αιτητών, ως Παραρτήματα Δ.1-Σ2, αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής πληροφόρηση προς τους αιτητές ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση τόσο χρονικά όσο και ουσιαστικά με τα ζητηθέντα, το δε θέμα θα προωθείτο προς το Συμβούλιο της Επιτροπής προς εξέταση καθώς και τις μεταγενέστερες παραστάσεις που έγιναν από τους αιτητές είτε για να επεξηγήσουν τη θέση τους, είτε για να ζητήσουν χρόνο πριν τους επιβληθεί η οποιαδήποτε κύρωση.  Η εξέταση των Παραρτημάτων αυτών αποδεικνύει ότι η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο εφόσον κάλεσε όλους τους αιτητές να υποβάλουν παραστάσεις εντός επτά ημερών ως προς την εξέταση του ενδεχομένου να έχουν παραβιαστεί από αυτούς τα προνοούμενα από το άρθρο 33(5) του Νόμου (δέστε Παράρτημα Ε στην ένσταση).  Η προθεσμία αυτή δόθηκε, κλήθηκαν δε οι αιτητές το αργότερο μέχρι τις 2.2.06 και ώρα 1.00 μ.μ. να προβούν σε γραπτές παραστάσεις προς την Επιτροπή ή να προβούν σε προφορικές παραστάσεις, αν οι αιτητές υπέβαλλαν τέτοιο αίτημα και γινόταν δεκτό από την Επιτροπή.  Υποβλήθηκε από τον αιτητή 2, εκ μέρους και της εταιρείας, αίτημα για παράταση του χρόνου υποβολής των παραστάσεων, το οποίο όμως δεν έγινε δεκτό από την Επιτροπή η οποία στη συνέχεια κάλεσε την εταιρεία και τους διοικητικούς συμβούλους αυτής να αναφέρουν ο,τιδήποτε ήθελαν προς μετριασμό του ύψους των ενδεχόμενων διοικητικών κυρώσεων.  Έγινε και περαιτέρω αίτημα για αναβολή, ζητώντας όπως δοθεί η ευκαιρία για προφορικές παραστάσεις ενώπιον της Επιτροπής, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, δόθηκε δε η δυνατότητα οι αιτητές να παρουσιαστούν στη συνεδρία ημερ. 20.3.06 για τα περαιτέρω.  Δόθηκε επίσης η δυνατότητα επιθεώρησης του σχετικού διοικητικού φακέλου, σε συνεννόηση με τους αρμόδιους ερευνώντες λειτουργούς (Παραρτήματα Λ και Μ στην ένσταση). Όντως, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας αυτής (Παράρτημα Ω στην ένσταση), παρουσιάστηκαν οι αιτητές 2 και 3 καθώς και άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, αλλά και ο γενικός διευθυντής και οικονομικός διευθυντής αυτής, ο δε αιτητής 2, ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και ο Κώστας Τσαγγάρης, γενικός διευθυντής αυτής, προέβηκαν σε προφορικές παραστάσεις, η ουσία των οποίων καταγράφηκε στο πρακτικό ημερ. 20.3.06 της Επιτροπής.  Στο πρακτικό αυτό αναφέρεται στην προτελευταία παράγραφο ότι οι προφορικές αυτές παραστάσεις ηχογραφήθηκαν κατά λέξη και αρχειοθετήθηκαν στο αρχείο της Επιτροπής, ως αποτελούσες αναπόσπαστο μέρος της όλης διαδικασίας. 

 

        Η Επιτροπή στην επόμενη της συνεδρία ημερ. 17.4.06 (Παράρτημα Ρ στην ένσταση), και αφού έλαβε υπόψη της και το σημείωμα ημερ. 15.3.06 από τους ερευνώντες λειτουργούς, (Παράρτημα Π), επέβαλε το επίδικο πρόστιμο για τους λόγους που εξηγούνται στο πρακτικό της και αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται, όλα τα σχετικά στοιχεία. 

 

        Όσον αυστηρή και να παρουσιάζεται η θέση  της Επιτροπής, δικαιολογημένα είναι που προχώρησε με την επιβολή της συγκεκριμένης κύρωσης, εφόσον είχε το δικαίωμα αυτό με δεδομένο ότι η εταιρεία απάντησε εκπρόθεσμα και με την παράθεση δεδομένων που θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ασαφή και όχι λεπτομερειακά, οι δε αιτητές 2 και 3 δεν απάντησαν καθόλου.  Η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε ακριβώς λόγω της μη συμμόρφωσης των αιτητών με την αναζήτηση από τους ερευνώντες λειτουργούς Καλλή και Ευθυμίου των επιδιωκωμένων στοιχείων και εντός της προθεσμίας που τάχθηκε από αυτούς, ως είχαν δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 33(2) του Νόμου.  Η προθεσμία που δόθηκε από τις 21.12.05 μέχρι τις 13.1.06, ήταν εύλογη όπως απαιτεί ο Νόμος. 

 

        Από τα πιο πάνω απορρέει επίσης ότι τα στοιχεία που ζητήθηκαν από την Επιτροπή δεν ήταν ασαφή, όπως διατείνονται οι αιτητές στους νομικούς λόγους 2 και 4.  Αναδρομή στην επιστολή ημερ. 21.12.05, σελ. 2, αποκαλύπτει ότι σαφώς ζητούνται επεξηγήσεις και στοιχεία με ανάλυση ως προς τις απαντήσεις που είχαν δοθεί από την εταιρεία, αλλά χωρίς στοιχειοθέτηση.  Τα στοιχεία αφορούσαν συγκεκριμένα τις καταστάσεις καθολικού για δύο δάνεια.  Μια απάντηση σ΄ αυτού του είδους τις περίπλοκες δοσοληψίες που διέπονται από λεπτομερειακές νομοθετικές πρόνοιες, δεν μπορεί να θεωρείται σαφής και πλήρης, μέχρις ότου παρασχεθούν τα επιμέρους χρειαζόμενα στοιχεία.  Ήταν στην απόλυτη εξουσία και ευχέρεια της Επιτροπής να ζητήσει τα στοιχεία και λεπτομέρειες που αναγράφονται στην επιστολή.  Είναι περαιτέρω πρόδηλο ότι με την επιστολή της ημερ. 14.6.06 (Παράρτημα Στ της ένστασης), η Επιτροπή ουδόλως παραπέμπει τους αιτητές σε γνωστές στην ίδια θέση, ή σε ήδη γνωστά της στοιχεία και γεγονότα. Βοηθητικά και μόνο, όπως άλλωστε επεξηγείται στην 5η παράγραφο της δεύτερης σελίδας, είναι που επισυνάφθηκε άλλη, ίδιας όμως ημερομηνίας επιστολή, παραθέτοντας τον αναμενόμενο τρόπο υποβολής των στοιχείων.  Και αυτό ενόψει της αναφερόμενης στην τρίτη παράγραφο της ίδιας σελίδας προσδοκίας, ότι σε «. μια τελευταία ευκαιρία συμμόρφωσης», οι αιτητές θα ανταποκρίνονταν δεόντως εντός δέκα ημερών, οπότε και το ημερήσιο πρόστιμο θα έπαυε να ισχύει. Ούτε αυτοί οι λόγοι επομένως ευσταθούν.

 

        Όσον αφορά τον καθαυτό διορισμό των δύο νέων ερευνώντων λειτουργών, αυτό έγινε για να επιταχυνθεί η όλη έρευνα που ήδη διεξαγόταν για την εταιρεία.  Διαπιστώθηκε ακριβώς ότι παρουσιάζονταν συχνές καθυστερήσεις στην έρευνα (δεύτερη παράγραφος του θέματος υπ΄ αρ. 2 της απόφασης     ημερ. 25.1.05), με αποτέλεσμα να προστεθούν και άλλοι λειτουργοί με ρητή, όπως αναφέρεται, εξουσιοδότηση να προχωρήσουν με τη συλλογή πληροφοριών.  Οι αιτητές, αντί να συμμορφωθούν με τη σπουδή που αναμενόταν, εφόσον προηγουμένως παραπονούντο για καθυστέρηση στην έρευνα (δέστε Τεκμ. 1 και 2 στη γραπτή αγόρευση των αιτητών), διαμαρτυρήθηκαν εν τέλει για  το  διορισμό  και  νέων ερευνώντων λειτουργών (δέστε Τεκμ. 3 στη γραπτή αγόρευση), θεωρώντας το διορισμό αναιτιολόγητο.  Ο διορισμός αυτός επί τη βάσει του οποίου, οι δύο αυτοί λειτουργοί ενήργησαν, δείχνει ακριβώς την αυτοτέλεια της έρευνας που έγινε.  Δεν υπάρχει, κρίνεται, έρεισμα στη θέση των αιτητών ότι η έρευνα διήρκεσε από το 2002 και ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε, ως όφειλε, με βάση το άρθρο 37(2), το ταχύτερο.  Η έρευνα, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και επιβλήθηκε το πρόστιμο, άρχισε για τους αιτητές με την αποστολή της επιστολής ημερ. 21.12.05 προς αυτούς.   Τα θέματα ήταν ήδη γνωστά στους αιτητές, είχαν ήδη δοθεί κάποιες απαντήσεις και επιδιωκόταν τώρα η στοιχειοθέτηση τους εντός τακτής πλέον προθεσμίας.  Η έρευνα αυτή τελείωσε με την επιβολή του προστίμου στις 14.6.06.  Η δυνατότητα υποβολής, έστω και εκ των υστέρων των στοιχείων, όπως εξηγήθηκε πριν, κάθε άλλο παρά εκδικητικότητα ή καταδίωξη έδειχνε από πλευράς της Επιτροπής, εφόσον η απλή συμμόρφωση θα απάλλασε τους αιτητές από το ημερήσιο, τουλάχιστον, πρόστιμο.

 

        Σημειώνεται, πρόσθετα προς τα άνω, ότι απορρέει από το διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Β» που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων, ότι πριν το διορισμό των Ευθυμίου και Καλλή, υπήρχε άλλη τετραμελής ομάδα από ερευνώντες λειτουργούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να συλλέξουν στοιχεία, αλλά και πάλι οι αιτητές δεν είχαν απαντήσει δεόντως στη σχετική επιστολή των λειτουργών ημερ. 19.11.04.  Το σχετικό πρακτικό ημερ. 25.1.05, στην πλήρη του μορφή, περιέχει το σχετικό ιστορικό στο θέμα αρ. 1, η κατάληξη δε της Επιτροπής ήταν να προχωρήσει με την επιβολή προστίμου για τις παραλείψεις που σημειώθηκαν από τους αιτητές, τους οποίους και κάλεσαν να εκθέσουν γραπτώς τις θέσεις τους προς μετριασμό του προς επιβολή διοικητικού προστίμου.  Αυτά δείχνουν ότι η προηγούμενη προσπάθεια διερεύνησης απέληξε και πάλι σε επιβολή προστίμου για τις τότε παραλείψεις, όπως υπέδειξαν και στη γραπτή τους αγόρευση οι δικηγόροι της Επιτροπής, σελ. 2, χωρίς να αντικρουσθεί το γεγονός αυτό από τους αιτητές.  Και από αυτά τα δεδομένα παρουσιάζεται, πρόσθετα, εμφανής διαχωρισμός της έρευνας που άρχισε στις 21.12.05, με τα όσα είχαν προηγηθεί.  Και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης είναι εμφανώς αβάσιμοι.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το           Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο