ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθέσεις Αρ.1260/2005 και 1377/2005)
6 Ιουνίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ.1260/2005)
1. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΜΑΛΛΙΩΤΗΣ,
2. ΜΑΡΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ.1260/2005)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Χρ. Χρίστου (κα) για Α. Νεοκλέους & Σία, για τους Αιτητές και στις δύο προσφυγές.
Κ. Κενεβέζος για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για την Καθ΄ης η Αίτηση και στις δύο προσφυγές.
Δ. Σύζινος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 14.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-5, 7-9, 12 και 15-17.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων Κύπρου αποφάσισε στις 24.7.01 να προαγάγει στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού τους 18 Λειτουργούς 1ης Τάξης.
Η απόφαση της Αρχής προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, από τρεις υποψήφιους που δεν προήχθηκαν, με τις προσφυγές 783/01 και 795/01, οι οποίες συνεκδικάστηκαν[1].
Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 23.4.03 αποδέχθηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις προαγωγές των 18 Λειτουργών, κρίνοντας ότι το αιτιολογικό της απόφασης δεν ανταποκρινόταν στα στοιχεία των φακέλων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι από αυτά δεν προέκυπτε υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών (ΕΜ) έναντι των Αιτητών.
Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στις 23.6.2003, κατόπιν επανεξέτασης, αποφάσισε να επαναπροαγάγει αναδρομικά από τις 24.7.2001 στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, τα ίδια 18 άτομα. Η απόφαση της Αρχής προσεβλήθη για δεύτερη φορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, με την προσφυγή 635/03[2]. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 27.1.2005 και πάλιν αποδέχθηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις προαγωγές, πλην αυτής του Γεώργιου Στυλιανού, εναντίον του οποίου είχε αποσυρθεί.
Κατόπιν και αυτής της εξέλιξης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, προχώρησε σε δεύτερη επανεξέταση. Στη συνεδρία της στις 28.6.05 η Αρχή αποφάσισε να οριστικοποιήσει την προαγωγή του Γεώργιου Στυλιανού, αφού η προσφυγή εναντίον του είχε αποσυρθεί.
Κατά την επανεξέταση της πλήρωσης των υπολοίπων 17 θέσεων, στις 28.6.2005, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επιλήφθηκε του Σημειώματος του Γενικού Διευθυντή ημερ. 5.5.2005 και εξέτασε όλα τα συνυποβληθέντα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών φακέλων των 17 υποψηφίων και των φακέλων με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού διαπίστωσε ότι οι 17 υποψήφιοι καλύπτουν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης και αφού έλαβε υπόψη όλα τα προσμετρήσιμα στοιχεία, αποφάσισε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και τις συστάσεις του προϊσταμένου, όπως προαγάγει για τρίτη φορά τα 17 ΕΜ[3], αναδρομικά από 24.7.2001.
Οι δύο Αιτητές, Ευριπίδης Μαλλιώτης και Μάριος Σπαθάρης (Προσφυγή 1260/05) και ο Αιτητής Παναγιώτης Αυγουστή (Προσφυγή 1377/05), οι οποίοι δεν προήχθηκαν, προσέβαλαν την απόφαση της Αρχής. Ενώ η διαδικασία των δύο προσφυγών βρισκόταν στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων, τα διάδικα μέρη αποφάσισαν τη συνεκδίκαση των προσφυγών, εφόσον και οι δύο στρέφονται εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης.
Η κοινή δικηγόρος των Αιτητών, στην αγόρευσή της, προβάλλει τους πιο κάτω ισχυρισμούς, ότι:-
(α) η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, επειδή η Αρχή παραγνώρισε την έκδηλη υπεροχή των Αιτητών,
(β) είναι αναιτιολόγητη και το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας,
(γ) πάσχει η σύσταση του Διευθυντή,
(δ) η Αρχή ενήργησε κατά παράβαση της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης,
(ε) η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης, και
(στ) παραβιάζει το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 635/2003 ημερ. 27.1.2005.
Λογικά θα πρέπει να εξεταστεί πρώτα ο 5ος λόγος ακύρωσης που πρόβαλε η δικηγόρος των Αιτητών, και ο οποίος αφορά στην κακή σύνθεση. Συγκεκριμένα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η κα Ζέτα Αιμιλιανίδου απουσίαζε από την επίδικη συνεδρία της Αρχής στις 28.6.05, επειδή δεν προσκλήθηκε νομότυπα.
Δεν ευσταθεί ο λόγος ακύρωσης. Από εξέταση του φακέλου προκύπτει ότι υπάρχει πρόσκληση των μελών για την επίδικη συνεδρία. Επίσης, στα ίδια τα πρακτικά αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο η κα Ζ. Αιμιλιανίδου απουσίαζε και επομένως τεκμαίρεται ότι έλαβε γνώση για την ημερομηνία της συνεδρίας. Περαιτέρω, ουδόλως κατά την άποψή μου επηρεάζεται η νομιμότητα της απόφασης από την απουσία ενός μέλους, από τη στιγμή που η απόφαση λήφθηκε σε μια συνεδρία και υπήρχε απαρτία.
Θα εξετάσω στη συνέχεια τον λόγο ακύρωσης (γ), ο οποίος αφορά στην κατ' ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, σε συνδυασμό με το λόγο ακύρωσης (β) ο οποίος αφορά στο αναιτιολόγητο της απόφασης και της έλλειψης δέουσας έρευνας.
Οι δύο λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.
Έχω εξετάσει τα στοιχεία των φακέλων. Βάσει των υπηρεσιακών εκθέσεων της περιόδου 1998-2000, οι δύο Αιτητές, Σπαθάρης και Αυγουστή, σε αξία, είχαν εξασφαλίσει σε όλα τα έτη 24 Εξαίρετα, όπως και οι Θ. Θεοδοσίου (ΕΜ 3), Ν. Θεοδοσίου (ΕΜ 4), Θεοδώρου (ΕΜ 5), Κωνσταντίνου (ΕΜ 8), Χριστοφή (ΕΜ 16) και Χριστοφόρου (ΕΜ 17), με αποτέλεσμα να ισοβαθμούν. Όμως οι δύο Αιτητές, υπερείχαν των Γιάλλουρου (ΕΜ 1), Ηροδότου (ΕΜ 2), Καμπουρίδη (ΕΜ6), Κασίνης (ΕΜ 7), Παναγή (ΕΜ 9), Παπαπαναγίδη (ΕΜ 12), Σιητή (ΕΜ 13), Σύζινου (ΕΜ 14)[4] και Ταβέλη (ΕΜ 15), οι οποίοι εξασφάλισαν για την ίδια περίοδο, 23 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικά. Περαιτέρω, οι δύο Αιτητές υπερείχαν σε αξία έναντι του Παναγίδη (ΕΜ 10) και Παναγιώτου (ΕΜ 11) με 24 Εξαίρετα έναντι 22. Ο Προϊστάμενος στη σύσταση του αναφέρεται στην αρχαιότητα κατά 15 μήνες όλων των ΕΜ, έναντι των Αιτητών σε σχέση με τον διορισμό τους στην αμέσως προηγούμενη με την επίδικη θέση, αφού οι 3 Αιτητές διορίστηκαν την 1.1.1988, ενώ όλα τα πιο πάνω ΕΜ την 1.10.86. Όμως, κατά την άποψή μου η σύσταση του προϊσταμένου δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Μπορεί σ' αυτή να αναφέρεται ότι ορισμένα ΕΜ υπερέχουν σε αξία και αρχαιότητα και ότι άλλα υστερούν οριακά σε αξία, ενώ υπερέχουν σε αρχαιότητα έναντι των Αιτητών, πλην όμως δεν επεξηγείται γιατί αυτή η σχετικά μικρή περίοδος (15 μηνών) υπεροχής σε αρχαιότητα των ΕΜ θα πρέπει να έχει προβάδισμα έναντι δύο από τους Αιτητές (Σπαθάρη και Αυγουστή), οι οποίοι υπερέχουν σε αξία, έναντι 10 ΕΜ[5], ενώ είναι ίσοι σε αξία (24 Εξαίρετα) με τα υπόλοιπα 7 ΕΜ. Επίσης, δεν επεξηγείται γιατί η μικρή περίοδος αρχαιότητας των ΕΜ 1, 2, 6, 7, 9, 11, 14 και 15 θα πρέπει να έχει προβάδισμα έναντι της ίσης αξίας με τον Αιτητή Μαλλιώτη, ακόμα δε περισσότερο έναντι των ΕΜ 10 (Παναγίδη) και ΕΜ 11 (Παναγιώτου) που ο Μαλιώτης έχει μικρή υπεροχή σε αξία με 23 Εξαίρετα έναντι 22 Εξαίρετα.
Όπως είναι νομολογιακά γνωστό, η αρχαιότητα από μόνη της δεν προσδίδει υπεροχή, παρά μόνο στην περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Βλ. απόφαση Ολομέλειας στην Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374, 397).
Σε προσόντα όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Όμως οι Αιτητές κατέχουν πανεπιστημιακά πτυχία. Συγκεκριμένα ο Αιτητής Μαλλιώτης είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Μάριος Σπαθάρης είναι κάτοχος πτυχίου Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας και ο Παναγιώτης Αυγουστή είναι κάτοχος πτυχίου αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού και επίσης φέρει τον τίτλο του «Member of the Chartered Institute of Transport». Ο Προϊστάμενος ενώ τα αναφέρει, δεν τους δίδει την απαιτούμενη σημασία. Περιορίζεται να αναφέρει ότι:-
«6.7 .. Συσχέτισα τα προσόντα των πιο πάνω υποψηφίων με τα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, κατέληξα όμως στο συμπέρασμα ότι μικρή μόνο σημασία μπορεί να δοθεί στην κατοχή τους από τους ανωτέρω και ότι η ύπαρξη των προσόντων αυτών δεν θα μπορούσε να με επηρεάσει να διαφοροποιήσω τη σύσταση μου, λαμβανομένου υπόψη του δεδομένου ότι οι υποψήφιοι κοι Π. Αυγουστή, Μ. Σπαθάρης, Ευρ. Μαλλιώτης, Μ. Παρπαρίνος, Ι. Καντούνας, Ηλ. Σάββα, Θ. Παπαδόπουλος και Π. Λουκά υστερούν σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων που συστήνω κατά 15 μήνες. Κρίνω ότι οι συστηθέντες έχουν περισσότερη υπηρεσία και συνεπώς μεγαλύτερη πείρα και ως εκ τούτου, είναι καταλληλότεροι για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.»
Πέραν τούτου, σύμφωνα με τους περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1997 (ΚΔΠ 114/97), Καν. 27(2), αναφέρονται τα ακόλουθα:-
«Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω διατάξεις, υπάλληλοι που απέκτησαν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο μετά από σπουδές στο εξωτερικό, προτού διοριστούν στην Αρχή και που υπηρετούσαν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των παρόντων Κανονισμών, διατηρούν το δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου που διανύθηκε για απόκτηση τέτοιων προσόντων ως υπηρεσίας ή πείρας στη θέση που πρωτοδιορίστηκαν, μέχρι δύο χρόνια κατ' ανώτατο όριο, με βάση τον κανονικά απαιτούμενο χρόνο για απόκτηση τους, εφόσον αυτό σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης τους.»
Κατά την άποψή μου, οι Αιτητές εμπίπτουν στις πρόνοιες του Κανονισμού 27(2) της ΚΔΠ 114/97 και συνεπώς διατηρούν το δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου που διανύθηκε για προσμέτρηση στην πείρα τους και κατ' επέκταση στα χρόνια υπηρεσίας τους. Ο προϊστάμενος, κατά την άποψη μου, με την σύσταση του αλλοίωσε την πραγματική εικόνα των υποψηφίων σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.
Το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, υιοθετώντας τη σύσταση του προϊσταμένου, κατά πλειοψηφία, αφού υποστηρίχθηκαν αντίθετες απόψεις υπέρ των Αιτητών και κυρίως σε σχέση με τα προσόντα τους, κατά την άποψή μου ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας η οποία θα πρέπει να διέπει την όλη δράση της διοίκησης. Το ίδιο, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης παρέλειψε να προβεί σε δική του έρευνα και απλώς δέχθηκε την εισήγηση του Διευθυντή, χωρίς να δώσει επαρκή αιτιολογία σε σχέση με τα πιο πάνω. Σχετικά, η Ολομέλεια στην απόφαση της στην Κίκης Ονουφρίου ν. ΕΔΥ (1998) 3 ΑΑΔ 833, επεσήμανε ότι:-
«Στην υπόθεση Republic v. Haris (1985) 3(A) C.L.R. 106 αναφέρονται τα ακόλουθα, στη σελ. 11, αναφορικά με συστάσεις προϊσταμένων σε σχέση με παρόμοια πρόνοια σε άρθρο του Νόμου 33/67: (σε μετάφραση)
«Στον όρο 'συστάσεις' στο πλαίσιο του άρθρου αυτού πρέπει να αποδίδεται η γενική κοινή του ερμηνεία παρά να θεωρείται ότι χρησιμοποιείται με οποιαδήποτε στενή νομική ή εξειδικευμένη έννοια. Συνεπάγεται την υποχρέωση του Προϊσταμένου Τμήματος να περιγράψει την αξία των υποψηφίων και συγκρίνοντας τα υπέρ και τα κατά τους αντίστοιχα, να εισηγηθεί ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Πρέπει να προβαίνει σε μία εκτίμηση της καταλληλότητας κάθε υποψηφίου εξετάζοντας όλους τους παράγοντες τους σχετικούς με την αξία, προσόντα και αρχαιότητα ..»
Σύμφωνα με τη νομολογία, συστάσεις Προϊσταμένου, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2427).
Η σύσταση του Διευθυντή βασίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση ότι οι συστηνόμενοι είναι άριστοι υπάλληλοι. Τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων αποκαλύπτουν ότι και ο εφεσείων ανήκει στην ίδια κατηγορία αρίστων υπαλλήλων. Γιατί γίνεται διάκριση μεταξύ τους δεν εξηγείται. Στην απουσία τέτοιας εξήγησης αφήνεται η εντύπωση είτε ότι ο Διευθυντής λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του εφεσείοντα είτε ότι τα παραγνώρισε. Όποια και να είναι η περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή πάσχει και παραμένει ατεκμηρίωτη ως προς τη διάκριση που γίνεται μεταξύ των συστηθέντων και του εφεσείοντα.
Από το πρακτικό της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, προκύπτει καθαρά ότι ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η Ε.Δ.Υ. για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν και η σύσταση του Διευθυντή. Είναι ευρέως νομολογημένο ότι η σύσταση αποτελεί ανεξάρτητο, σημαντικό στοιχείο κρίσης, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Όπου δε η σύσταση στην οποία βασίζεται η Ε.Δ.Υ. είναι τρωτή, τρωτή είναι και η τελική της απόφαση. (Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατία (1990) 3 ΑΑΔ 2868).
Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. πρέπει να ακυρωθεί.»
Στην προκειμένη περίπτωση η Αρχή όφειλε, είτε να είχε αγνοήσει τη σύσταση του Προϊσταμένου, εφόσον αυτή δεν συνήγαγε με τα στοιχεία των φακέλων και δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, είτε να προβεί η ίδια σε περαιτέρω έρευνα και να δώσει την δική της αιτιολογία γιατί να την αποδεχθεί, υπό τις περιστάσεις.
Προτού δώσω την τελική μου κατάληξη, να πω και δύο λόγια για το λόγο ακύρωσης που αφορά στο δεδικασμένο. Ο συγκεκριμένος λόγος δεν ευσταθεί. Η προηγούμενη απόφαση της Αρχής ακυρώθηκε από το Δικαστήριο στην Προσφυγή αρ. 635/03 με κύριο αιτιολογικό, αυτό της πάσχουσας σύστασης. Όμως κατά την επανεξέταση δόθηκε νέα σύσταση και επομένως δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Ενδεχομένως να υπήρχε έρεισμα για συζήτηση του λόγου ακύρωσης που αφορά στην έλλειψη καλής πίστης, αλλά θεωρώ εν όψει της κατάληξης μου στους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, ότι θα ήταν εντελώς αχρείαστο να επεκτείνω τη συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Με βάση τα πιο πάνω, οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1500 έξοδα υπέρ των Αιτητών, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και στις δύο προσφυγές.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ
[1] Βλ. Χριστόδουλος Χριστοδούλου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπ. Αρ. 781/01 και 1. Ευριπίδης Μαλλιώτης, 2. Παναγιώτης Αυγουστή, 3. Μάριος Σπαθάρης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπ. Αρ. 795/01, ημερ. 23.4.2003
[2] Βλ. 1. Ευριπίδης Μαλλιώτης, 2. Παναγιώτης Αυγουστής, 3. Μάριος Σπαθάρης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπ. Αρ. 635/03, ημερ. 27.1.05.
[3] 1. Μαρία Γιάλλουρου, 2. Πέτρος Ηροδότου, 3. Θεοδόσιος Α. Θεοδοσίου, 4. Μαίρη Θεοδοσίου, 5. Γιαννάκης Θεοδώρου, 6. Γεώργιος Καμπουρίδης, 7. Άννα Κασίνη, 8. Ανδρέας Μ. Κωνσταντίνου, 9. Χρυστάλλα Παναγή, 10. Πανίκος Λ. Παναγίδης, 11. Πανίκος Α. Παναγιώτου, 12. Στέλιος Παπαπαναγίδης, 13. Γιαννούλα Σιηττή, 14. Ανδρέας Σύζινος, 15. Σάββας Ταβέλης, 16. Νεόφυτος Χριστοφή, και 17. Νικόλας Α. Χριστοφόρου.
[4] Απουσίαζε το 1980 και δεν βαθμολογήθηκε.
[5] 8 ΕΜ έχουν 23 Εξαίρετα και 2 ΕΜ 22