ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.926/2005)
23 Μαΐου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΧΡΥΣΟΧΟΩΝ-ΑΡΓΥΡΟΧΟΩΝ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Β. Χριστοδουλίδου (κα) για Μ. Ιωαννίδη, για τους Αιτητές.
Μ. Κυριάκου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Κυπριακός Οργανισμός Σήμανσης Αντικειμένων από Πολύτιμα Μέταλλα (καθ'ων η αίτηση) «μέσα στα πλαίσια της καλής συνεργασίας και της σωστής ενημέρωσης των κατασκευαστών, πωλητών και εισαγωγέων αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα», απέστειλαν Εγκύκλιο ημερομηνίας 7.5.04 προς τους Αιτητές με θέμα την πρακτική και την πολιτική που θα ακολουθείτο από τους Καθ' ων η αίτηση, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, ότι για αντικείμενα προερχόμενα από ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δε θα υπάρχει τελωνειακός έλεγχος, θα πρέπει προτού διατεθούν στην Κύπρο «να υποβληθούν στο εργαστήριο του Κυπριακού Οργανισμού Σήμανσης για έλεγχο και σφράγιση, ασχέτως εάν φέρουν κάποια σήμανση από τη χώρα προέλευσης τους.»
Οι Αιτητές, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένο σωματείο σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 28.4.05, κάλεσαν τους καθ' ων η αίτηση όπως σταματήσουν να απαιτούν τη σήμανση αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα τα οποία εισάγονται από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι σημασμένα από φορέα της εν λόγω χώρας, με την αιτιολογία ότι μια τέτοια ενέργεια των καθ'ων η αίτηση θα αντίκειτο στο άρθρο 30 (νυν 28) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα καθιστούσε τις εισαγωγές δυσχερέστερες, δαπανηρότερες και με τους διπλούς ελέγχους θα δημιουργείτο καθυστέρηση στη διάθεση των προϊόντων.
Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους μέσω των δικηγόρων τους ημερομηνίας 24.5.05, απάντησαν ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο δεν συγκρούεται με την εθνική ρύθμιση που καθορίζεται από το άρθρο 25 του Ν. 179/91, αλλά απεναντίας λόγω έλλειψης κοινοτικής ρύθμισης επαφίεται στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν δικές τους ρυθμίσεις. Συνεπώς, πληροφόρησαν τους Αιτητές ότι το αίτημα τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Οι Αιτητές με επιστολές τους ημερομηνίας 30.6.05, 19.07.05 και 2.8.05 ζητούσαν επίμονα από τους δικηγόρους των καθ' ων η αίτηση να τους ενημερώσουν, κατά πόσον η απάντηση η οποία δόθηκε στην επιστολή ημερομηνίας 24.5.05 αποτελούσε απόφαση που λήφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Τελικά με επιστολή ημερομηνίας 5.8.05, μέσω των δικηγόρων τους, οι καθ'ων η αίτηση απάντησαν υιοθετώντας τόσο το περιεχόμενο της επιστολής τους ημερομηνίας 24.5.05, όσο και αυτό της εγκυκλίου ημερομηνίας 7.5.04. Οι Αιτητές θεώρησαν την επιστολή ως περιέχουσα διοικητική απόφαση και την προσέβαλαν με την παρούσα προσφυγή.
Οι λόγοι ακύρωσης είναι τρεις: (α) παράβαση του άρθρου 30 (νυν 28) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (β) έλλειψη αιτιολογίας/μη τήρηση πρακτικών και (γ) πλάνη περί το νόμο.
Οι καθ'ων η αίτηση ήγειραν τρεις προδικαστικές ενστάσεις: (α) ότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πληροφοριακή ή βεβαιωτική, (β) ότι οι Αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, και σε περίπτωση μη επιτυχίας των δύο πιο πάνω ενστάσεων, διαζευκτικά (γ) ότι η πράξη είναι εκπρόθεσμη. Θα ασχοληθώ πρώτα με τις προδικαστικές ενστάσεις.
Κατά πόσον υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη
Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, η προσφυγή είναι απαράδεκτη γιατί δεν στρέφεται κατά οποιασδήποτε εκτελεστής διοικητικής πράξης, εφόσον οι Αιτητές στην ουσία προσβάλλουν το περιεχόμενο επιστολής της δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση, η οποία επαναλαμβάνει προηγούμενη επιστολή της που ερμηνεύει άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Εγκύκλιο των Αιτητών.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές απαντώντας στο συνάδελφο του, ήταν της άποψης ότι με την Εγκύκλιο οι καθ'ων η αίτηση δεν πληροφορούσαν απλά τους Αιτητές για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες του Νόμου, αλλά τους επέβαλαν μια συγκεκριμένη πρακτική. Οι Αιτητές δεν ζήτησαν να πληροφορηθούν τις πρόνοιες οποιουδήποτε Νόμου, αλλά ζήτησαν από τους καθ'ων η αίτηση να σταματήσουν να απαιτούν τη σήμανση αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα όταν αυτά εισάγονται από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σήμανση από τον αρμόδιο ανεξάρτητο φορέα του κράτους-μέλους. Κατά συνέπεια, εισηγήθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πληροφοριακού χαρακτήρα.
Εκτελεστή είναι πράξη με την οποία δηλώνεται η βούληση ενός διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος και που συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση αυτής διά της δικαστικής οδού (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959, σελ. 236-237). Είναι επίσης ορθό ότι οι γνώμες τις οποίες εκφράζει η διοίκηση, δε συνεπάγονται την άμεση παραγωγή εννόμου συμφέροντος με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται εκτελεστές πράξεις, (Βλ. Fellas v. Republic (1972) 3 CLR 310). Οι εγκύκλιοι κατά κανόνα δεν θεωρούνται εκτελεστές πράξεις. Όμως ο κανόνας δεν είναι απόλυτος και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό οι εγκύκλιοι να ενσωματώνουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (Βλ. Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 581, 586-7).
Στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο της Εγκυκλίου συνιστά εκτελεστή πράξη, εφόσον δηλώνεται απερίφραστα η βούληση του οργάνου με την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα. Δεν συμφωνώ με τη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ότι άμεσο έννομο αποτέλεσμα θα δημιουργείτο μόνο στην περίπτωση που ένα από τα μέλη των Αιτητών παρουσίαζε αντικείμενο προς σφράγιση, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του. Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση για την σφράγιση αντικειμένων από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ανακοινώθηκε με την μέθοδο της Εγκυκλίου, παρήγαγε άμεσα έννομα αποτελέσματα και δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν συμβουλευτικής φύσης. Δεν αναμενόταν οτιδήποτε άλλο. Τα μέλη καλούνταν άμεσα σε συμμόρφωση. Μάλιστα στην Εγκύκλιο γινόταν αναφορά και στο ότι οι καθ'ων η αίτηση θα διεξήγαγαν συστηματικά περιοδικούς ελέγχους, ώστε να βεβαιώνονται ότι εκφράζονται η σχετική νομοθεσία, όπως βέβαια οι καθ'ων η αίτηση την ερμηνεύουν με την Εγκύκλιο τους.
Η Εγκύκλιος δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις υποθέσεις αποστολής εγκυκλίου ή επιστολής ενημερωτικού χαρακτήρα. Σε τέτοια περίπτωση το περιεχόμενο της επιστολής για να καταστεί εκτελεστή απόφαση θα πρέπει να ακολουθήσει άλλη πράξη της διοίκησης π.χ. η κλήση προσώπου στο στρατό, (βλ. Pieri v. Republic (1978) 3 CLR 356), ή η επιβολή εισαγωγικών δασμών, (βλ. Υπουργός Οικονομικών κ.α. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478). Όμως στην προκειμένη περίπτωση με την εγκύκλιο δεν γινόταν απλή ενημέρωση, αλλά στην ουσία ανακοινωνόταν η εκτελεστή πράξη της διοίκησης να επιβάλει σφράγιση αντικειμένων που εισάγονταν από ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 240).
Παρά τα πιο πάνω, οι Αιτητές δεν προσβάλλουν την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 24.5.05, αλλά την βεβαιωτική επιστολή των καθ'ων η αίτηση η οποία στάληκε στις 5.8.2005, με την οποία οι καθ'ων η αίτηση εμμένουν στην απόφαση τους. Η πιο πάνω επιστολή δεν ήταν το αποτέλεσμα νέας έρευνας και ούτε περιέχει οτιδήποτε καινούργιο. Απλώς επιβεβαιώνει την προηγούμενη απόφαση των καθ'ων η αίτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική και ως τέτοια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ακόμη και αν ήταν διαφορετική η κατάληξή μου στο θέμα της εκτελεστότητας της πράξης, το έργο των Αιτητών στην πορεία δεν θα αναμενόταν να είναι εύκολο, εφόσον θα είχαν να αντιμετωπίσουν τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στην έλλειψη έννομου συμφέροντος και να ξεπεράσουν επίσης τους σκοπέλους που φαίνεται να ορθώνονται μπροστά τους, ενόψει της διστακτικότητας της νομολογίας να αναγνωρίσει έννομο συμφέρον σε σωματείο, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε έμμεση αναγνώριση του actio popularis (λεγόμενη «λαϊκή αγωγή») που δεν αναγνωρίζεται από το δικό μας δικαιϊκό σύστημα (Βλ. Thanos Club Hotel Ltd. κ.α. ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου κ.α. (2000) 3 ΑΑΔ 323, 337).
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή, η προσφυγή κρίνεται μη παραδεχτή και απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των καθ'ων η αίτηση €1200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ