ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 556/2006)
22 Μαΐου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η διαδικασία προαγωγής Ανώτερου Αξιωματικού στην Αστυνομία (Αστυνόμου Β, Αστυνόμου Α, Ανώτερου Αστυνόμου και Βοηθού Αρχηγού) καθορίζεται στο Μέρος ΙΙΙ των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί (οι Κανονισμοί).
Με επιστολή του ημερομηνίας 9.2.2006, προς το Βοηθό Αρχηγό (Εκπαίδευσης), Θ. Στυλιανού, ο Αρχηγός Αστυνομίας τον πληροφόρησε για τη σύνθεση Επιτροπής Αξιολόγησης της οποίας θα προήδρευε και στην οποία θα συμμετείχαν οι Βοηθοί Αρχηγοί Γ. Παπαγεωργίου (Διοίκησης) και Ν. Στέλικος (Επιχειρήσεων). Ταυτόχρονα, ο Αρχηγός Αστυνομίας παρέδωσε στο Θ. Στυλιανού τα ονόματα των υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού, τους οποίους η Επιτροπή θα αξιολογούσε. Μεταξύ των υποψηφίων περιλαμβάνονταν οι Χαράλαμπος Μαύρος και Σωτήρης Κόκκινος, και δύο ανώτεροι Αστυνόμοι (προσοντούχοι κατόπιν σύντμησης του χρόνου προαγωγής τους).
Με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ημερομηνίας 21.2.2006, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης τον πληροφόρησε ότι η Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψηφίους και υπέβαλλε, συναφώς, την έκθεσή της. Ακολούθως, ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 7.3.2006, υπέβαλε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως τη σύστασή του για κάθε προσοντούχο υποψήφιο κατά αλφαβητική σειρά. Στη συνέχεια, ο Υπουργός, υιοθετώντας τη σύσταση, αποφάσισε την προαγωγή του Χαράλαμπου Μαύρου στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού από 7.3.2006.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής Σωτήρης Κόκκινος επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής του Χαράλαμπου Μαύρου (ενδιαφερόμενου μέρους) στη θέση του Βοηθού Αρχηγού από 7.3.2006, αντ΄ αυτού.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι παράνομα ο Αρχηγός Αστυνομίας και, στη συνέχεια, ο Υπουργός, έλαβαν υπόψη, στα πλαίσια της διαδικασίας για την επιλογή του καταλληλότερου για προαγωγή υποψηφίου, ετήσια έκθεση αξιολόγησης για το ενδιαφερόμενο μέρος, για το έτος 2005, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή είχε συνταχθεί από πρόσωπο που δεν ήταν αμερόληπτο ή, που, κατά τεκμήριο, δεν παρείχε τα εχέγγυα της αμεροληψίας.
Το πραγματικό υπόβαθρο του λόγου αυτού είναι το ακόλουθο: Η ετήσια έκθεση για το ενδιαφερόμενο μέρος, για το έτος 2005, είχε ετοιμαστεί από τον τότε Βοηθό Αρχηγό της Αστυνομίας Ι. Παπακώστα. Στην εν λόγω έκθεση το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε ως "εξαίρετος" σε εννέα στοιχεία και ως "πολύ καλός" σε ένα στοιχείο. Στην ίδια έκθεση περιλαμβάνονταν και τα εξής σχόλια αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος: "Είναι άριστος αξιωματικός με τεράστια επιχειρησιακή πείρα. Είναι τίμιος, ικανός και εχέμυθος. Έχει την ικανότητα να εργάζεται και να αποδίδει κάτω από δύσκολες και ιδιόμορφες συνθήκες. Τον διακρίνει η υπευθυνότητα και η προθυμία για προσφορά". Με επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.2.2006, ο Ι. Παπακώστας - τότε Υπαρχηγός Αστυνομίας, είχε χαρακτηριστεί ως κωλυόμενος για συμμετοχή στην Επιτροπή Αξιολόγησης "λόγω του ότι είναι πρώτος εξάδελφος της συζύγου ενός των υποψηφίων, την οποία μάλιστα μεγάλωσαν οι γονείς του, λόγω του θανάτου της μητέρας της και υπάρχει ιδιάζουσα σχέση". Ο υποψήφιος με τον οποίο ο Ι. Παπακώστας συνδεόταν με την "ιδιάζουσα σχέση" ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμάτευσε, εις απάντηση, ότι "ενόψει του αναφερόμενου στην επιστολή σας κωλύματος του Υπαρχηγού για συμμετοχή στην Επιτροπή, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής η πρώτη επιφύλαξη του πιο πάνω Κανονισμού 22(1) και να συμμετάσχουν στην Επιτροπή οι εναπομείναντες τρεις Βοηθοί Αρχηγοί υπό την Προεδρία του αρχαιότερου". Συνακόλουθα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο Ι. Παπακώστας δεν συμμετέσχε στην Επιτροπή Αξιολόγησης. Πλην, όμως, ήταν ο συντάκτης της ετήσιας έκθεσης αξιολόγησης για το ενδιαφερόμενο μέρος, για το έτος 2005, όπως έχω ήδη αναφέρει.
Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 42(1) και (2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος 158(Ι)/1999) (ο Νόμος), "(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης αμεροληψίας πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης. (2) Δεν μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τετάρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της". Ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη από τον Αρχηγό Αστυνομίας, κατά την υποβολή της σύστασής του προς τον Υπουργό, είναι οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων, με έμφαση στα δύο τελευταία έτη. [Βλέπε σχετικά τον Κανονισμό 23(β)]. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αρχηγός Αστυνομίας, κατά την διαμόρφωση της σύστασής του προς τον Υπουργό, (βλέπε επιστολή του προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 7.3.2006 - Παράρτημα Δ στην Ένσταση) έλαβε υπόψη την ετήσια έκθεση αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους, για το έτος 2005, την οποία είχε συντάξει ο Ι. Παπακώστας. Ο δε Υπουργός, στη συνέχεια, κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, έλαβε υπόψη τη σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας. Σύσταση η οποία παραβίαζε, κατά τα προαναφερθέντα, τις αρχές της αμεροληψίας, όπως αυτές διατυπώνονται στο Νόμο, αλλά και τη νομολογία.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης πάσχει, λόγω αντιφατικής αιτιολογίας και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, ενώ το πρώτο μέρος της σύστασης για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζει και τους δύο ως "εξαίρετους" και "άριστους", εν τούτοις, εντελώς αναιτιολόγητα και αντιφατικά, ο αιτητής αξιολογείται, στη συνέχεια, ως "πολύ καλός" στο στοιχείο της "αξίας" και ως "εξαίρετος" στο στοιχείο των "προσόντων" ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογείται ως "εξαίρετος" και στα δύο στοιχεία. Περαιτέρω, δεν παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση γιατί το ενδιαφερόμενο μέρος χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" στο στοιχείο των προσόντων όπως, δηλαδή, και ο αιτητής, παρά το γεγονός ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, εφόσον είναι κάτοχος προσόντος απόλυτα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης (πτυχίο Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επιτυχία στις εξετάσεις του Νομικού Συμβουλίου και άδεια δικηγόρου από το 1983).
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Πράγματι, από τη σύγκριση των αντίστοιχων μερών της έκθεσης Επιτροπής Αξιολόγησης, προκύπτει ότι ενώ στο περιγραφικό μέρος της έκθεσης χρησιμοποιείται ουσιαστικά η ίδια διατύπωση αναφορικά και με τους δύο υποψηφίους, στη συνέχεια, όλως ανεξήγητα, στην τελική αξιολόγηση ο αιτητής αξιολογείται ως "πολύ καλός" στην αξία, το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως "εξαίρετος". Με άλλα λόγια, η αιτιολογία της αξιολόγησης του αιτητή δεν συνάδει, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση, με την τελική του αξιολόγηση. Περαιτέρω, όσον αφορά το θέμα των προσόντων, ενώ ο αιτητής κατέχει τα νομικά προσόντα, στα οποία έχω αναφερθεί, και ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είναι απόφοιτος του Παγκύπριου Οικονομικού Λυκείου και παρακολούθησε 21 σεμινάρια στην Κύπρο και 9 στο εξωτερικό - περισσότερα από τον αιτητή, εν τούτοις, τα περισσότερα σεμινάρια στα οποία έλαβε μέρος το ενδιαφερόμενο μέρος δεν αξιολογούνται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ώστε να μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι αυτά αντισταθμίζουν τα νομικά προσόντα του αιτητή. Η αντιφατικότητα στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως την περιέγραψα, όπως και η απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης της συμμετοχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε περισσότερα σεμινάρια από τον αιτητή, κατ΄ αντιπαραβολή με τα νομικά προσόντα του αιτητή, καθιστούν τη σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης ανεπαρκώς αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα η σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως και η τελική απόφαση του Υπουργού, που την υιοθέτησε, να είναι ακυρωτέα και γι΄ αυτό το λόγο.
Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται, εξ αφορμής της τροποποίησης των ετήσιων αξιολογήσεων του αιτητή για τα έτη 2002, 2003 και 2004, είναι ότι παράνομα λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή Αξιολόγησης και τον Αρχηγό Αστυνομίας σχόλια και/ή τροποποιήσεις στις εν λόγω αξιολογήσεις του αιτητή, εφόσον αυτά και/ή αυτές έγιναν από τον Αρχηγό Αστυνομίας χωρίς και/ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 21(1) "Για μέλη της Αστυνομίας με τους βαθμούς Ανώτερου Υπαστυνόμου, Αστυνόμου Β΄, Αστυνόμου Α΄ και Ανώτερου Αστυνόμου, που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία, συμπληρώνεται από τον Αστυνομικό Διευθυντή ή το Διοικητή Μονάδας ή τον αρμόδιο προϊστάμενο Βοηθό Αρχηγό και υποβάλλεται στον Αρχηγό, κατά το μήνα Ιανουάριο κάθε χρόνου, ετήσια έκθεση αξιολόγησης για τον προηγούμενο χρόνο, σε ειδικό έντυπο, το οποίο συντάσσεται από τον Αρχηγό σύμφωνα με τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών και εγκρίνεται από τον Υπουργό.". Η ετοιμασία των ετήσιων αξιολογήσεων διέπεται από τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος και προβλέπει ρητά ποιοι μπορεί να έχουν εμπλοκή στην ετοιμασία των αξιολογήσεων Αξιωματικών οι οποίοι βρίσκονται στο βαθμό όπου βρισκόταν και ο αιτητής. Ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν περιλαμβάνεται σ΄ αυτούς. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να δώσει οποιοδήποτε ρόλο στον Αρχηγό Αστυνομίας αναφορικά με την ετοιμασία των ετήσιων αξιολογήσεων, θα το έπραττε με ρητή πρόνοια στους Κανονισμούς. Στην απουσία τέτοιας πρόνοιας, η ανάμειξη του Αρχηγού Αστυνομίας στην ετοιμασία των ετήσιων αξιολογήσεων για τον αιτητή, με σχόλια και/ή τροποποιήσεις, έγινε κατά παράβαση των Κανονισμών και, συνακόλουθα, παράνομα. Με αποτέλεσμα η σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας, που τις έλαβε υπόψη, όπως και η τελική απόφαση του Υπουργού, που την υιοθέτησε, να είναι ακυρωτέα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ