ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1222 /2005)
23 Μαΐου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΑΓΑΠΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 23.8.2005, με την οποία προάχθηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος Φλωρεντίν Αλμπέρτο, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Φυσική.
Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού διαβίβασε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) έγκριση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση δέκα θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Φυσική. Επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής, η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 26.4.2005, αποφάσισε να προκηρύξει τις εν λόγω θέσεις με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τελικά, υποβλήθηκαν 23 αιτήσεις.
Με βάση το άρθρο 35Β(1) τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969 (Ν. 10/1969), όπως τροποποιήθηκε, κατάλογος όλων των αιτητών μαζί με τις αιτήσεις τους, διαβιβάστηκαν στον Πρόεδρο τη οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος τελικά διαβίβασε στην ΕΕΥ την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με κατάλογο των υποψηφίων, τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή πρότεινε για προαγωγή στην αναφερόμενη θέση. Για τον καταρτισμό του καταλόγου προτεινομένων, υποβλήθηκαν επτά ενστάσεις, ανάμεσα στις οποίες και μια προερχόμενη από τον Αιτητή, ο οποίος ζητούσε αναθεώρηση του καταλόγου. Η Επιτροπή, στις 2.8.2005 εξέτασε τις ενστάσεις στη βάση του εδαφίου 8 του άρθρου 35Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969. Ακολούθως, κατάρτισε σύμφωνα με το εδάφιο (8) του πιο πάνω άρθρου, τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιέλαβε τους υποψηφίους που είχε προτείνει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν ο Αιτητής και το ΕΜ.
Στη συνέχεια η ΕΕΥ αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35Β(9) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 1969, να καλέσει τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο, σε προσωπική συνέντευξη. Μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων, η Επιτροπή αποφάσισε στις 23.8.05 να προσφέρει προαγωγή για τις πιο πάνω θέσεις σε οκτώ από τους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και το ΕΜ. Η προαγωγή τους ορίστηκε να αρχίζει από την 1.9.2005.
Ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της ΕΕΥ να προάξει το ΕΜ αντί του ιδίου. Ο συνήγορος του προώθησε τρεις λόγους ακύρωσης. Πρώτον, ότι υπό το καθεστώς πλάνης η ΕΕΥ εφάρμοσε λανθασμένα το άρθρο 35Β(8) του Νόμου 10/1969, δεύτερον ότι υπήρξε κακή σύνθεση της ΕΕΥ στις διαδοχικές συνεδριάσεις της και τρίτον ότι καταχραστικά αποφάσισε να καθορίσει νέα συνεδρία για να δοθεί η ευκαιρία σε έξι υποψηφίους που δεν προσήλθαν κατά την ημερομηνία που ορίστηκε για τη διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων, να προσέλθουν.
Θα ξεκινήσω με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως, αυτόν της κακής σύνθεσης της ΕΕΥ ως προς την απουσία μέλους σε διαδοχικές συνεδρίες. Σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ο συνήγορος του Αιτητή, στην αγόρευσή του προβάλλει επίσης ότι η σύνθεση πάσχει και λόγω, όπως ισχυρίζεται, αδικαιολόγητης απουσίας δύο μελών της. Ως λόγος ακυρώσεως που αφορά στη σύνθεση, θα πρέπει να εξεταστεί κατά σειρά προτεραιότητας. Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του Αιτητή, που αφορά την σύνθεση, πάντοτε με βάση τα πρακτικά, προκύπτει ότι το μέλος που απουσίαζε ενημερώθηκε για τα όσα προηγήθηκαν και ως εκ τούτου κατά την άποψή μου καλύπτονται οι πρόνοιες του άρθρου 22 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που ορίζει ότι η απόφαση συλλογικού οργάνου είναι έγκυρη, εφόσον κατά την τελευταία συνεδρία μετείχε μέλος το οποίο απουσίαζε κατά την προηγούμενη και αυτό «. ενημερώθηκε σχετικά με όλα τα στοιχεία τα αναγκαία για τη λήψη της απόφασης». Σχετικά η Πλήρης Ολομέλεια, στην απόφασή της στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 53, 59-60 επεσήμανε ότι:-
«Θέλουμε εν πρώτοις να επισημάνουμε ότι η κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου δυνατόν να εμφανίζει δύο όψεις. Η σύνθεση πάσχει αν μέλος που απουσίαζε σε προηγούμενη συνεδρία μετέχει στην επόμενη ή επόμενες χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για όσα έλαβαν χώρα στην απουσία του. Η σύνθεση όμως πάσχει, και αυτή είναι η δεύτερη όψη του θέματος, αν δεν έχει αποδειχθεί ότι όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου έλαβαν κανονικά ειδοποίηση για τη συνεδρία του, πολύ περισσότερο στην περίπτωση που υπήρξε προηγούμενη απουσία μέλους. Πρέπει να πούμε ότι ο κ. Χατζηϊωάννου επικαλείται σαν λόγο ακύρωσης την κακή σύνθεση της Επιτροπής με την πρώτη έννοια. Το Δικαστήριο όμως μπορεί αυτεπάγγελτα να εξετάσει και τις δύο όψεις του θέματος γιατί είναι ζήτημα δημόσιας τάξης εφόσον άπτεται της εγκυρότητας και της αρμοδιότητας του οργάνου να λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση. [(Βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου (ανωτέρω)]. Έχουμε επισημάνει από τους υπηρεσιακούς φακέλους, που είναι ενώπιον μας, ότι δεν υπήρξαν ειδοποιήσεις για σύγκληση συνεδρίας, για κάποιες τουλάχιστον από τις συναντήσεις της Επιτροπής. Ύστερα από κάποιο προβληματισμό αφήνουμε το ζήτημα μέχρις εδώ αφού δε συζητήθηκε ενώπιον μας και τα γεγονότα ενδεχομένως να μην είναι πλήρως αποσαφηνισμένα.
Όσον αφορά την πτυχή που αφορά την απουσία μελών σχετικό είναι το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Έχει ως εξής:
«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.».»
Κατά την άποψή μου ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η συνήγορος του Αιτητή κατ' αρχάς προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 35Β(8) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων σύμφωνα με το οποίο η ΕΕΥ θα πρέπει να εξετάζει και αποφασίζει επί των ενστάσεων το ταχύτερο δυνατό, ενώ όπως ισχυρίζεται όταν ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση στον κατάλογο που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ζητώντας από την ΕΕΥ να επιληφθεί του θέματος της βαθμολογίας του, αυτή έκρινε ότι δεν έχει αρμοδιότητα.
Σύμφωνα με τη διαδικασία για πλήρωση θέσεων προαγωγής, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 35Β του Νόμου 10/69, όπως τροποποιήθηκε, οι αιτήσεις και στοιχεία όλων των υποψηφίων αποστέλλονται στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων που κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στη συνέχεια, αφού αξιολογήσει τους υποψηφίους με βάση την αξία, προσόντα και αρχαιότητα, ετοιμάζει Έκθεση η οποία περιέχει και κατάλογο των υποψηφίων. Στην περίπτωση πλήρωσης θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό, όπως είναι η παρούσα, ο κατάλογος των υποψηφίων που συστήνονται, καταρτίζεται με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται στη βάση της αξιολόγησης των υποψηφίων, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4) του Νόμου.
Στη συνέχεια, η Έκθεση μαζί με τον κατάλογο αποστέλλεται στην ΕΕΥ. Σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 35Β, κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός μπορεί να υποβάλει στην ΕΕΥ γραπτή ένσταση και να ζητήσει αναθεώρηση του Καταλόγου.
Το άρθρο 35Β(8) προβλέπει ότι:-
«(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής, ο οποίος κατετάγη τελευταίος από τους 21 υποψηφίους του καταλόγου, υπέβαλε ένσταση. Η ΕΕΥ αφού εξέτασε την ένσταση, την απέρριψε στις 30.8.05 με το αιτιολογικό ότι το θέμα των βαθμολογιών του για τα σχολικά έτη 2000-2001 και 2002-2003 δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αλλά του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στο οποίο και συμβουλευόταν ο Αιτητής να απευθυνθεί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η ΕΕΥ είχε υποχρέωση να εξετάσει την ένσταση του Αιτητή. Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον αιτητή στηριζόμενη στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Σαμαρά (2004) 3 ΑΑΔ 253, υποστήριξε ότι η ΕΕΥ είχε τέτοια υποχρέωση.
Από την άλλη η ευπαίδευτη δικηγόρος για τη Δημοκρατία υποστήριξε ότι:-
(α) ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί αφού η ΕΕΥ, όπως προκύπτει από την επιστολή του Προέδρου της, εξέτασε την ένσταση και την απέρριψε. Η αιτιολογία της απόρριψης της ένστασης και η νομιμότητα της, είπε, είναι άλλο ζήτημα, το οποίο κρίνεται δυνάμει του άρθρου 35Β.
(β) Αναφορικά με τη νομιμότητα της απόφασης, η κα Παπαέτη εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 22 των Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 223/76), που διέπουν την αξιολόγηση εκπαιδευτικού λειτουργού καθορίζεται ειδική διαδικασία για την υποβολή ενστάσεων κατά βαθμολογίας, χωρίς να δίδεται δικαίωμα στην ΕΕΥ να αναθεωρεί ήδη συνταχθείσες βαθμολογίες. Κατά την άποψη της ορθά η ΕΕΥ επέλεξε να μην υπεισέλθει στην ουσία των ενστάσεων. Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε, ο Αιτητής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον Κανονισμό 22 της ΚΔΠ 223/76, υπέβαλε ένσταση για τη βαθμολογία για τα σχολικά έτη 2002-2003 με αποτέλεσμα τη διόρθωση της, αυξάνοντας τη βαθμολογία του από «9» σε «10». Επίσης ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση στη βαθμολογία του για τα σχολικά έτη 2000-2001 η οποία δεν διαφοροποιήθηκε, με αποτέλεσμα να υποβάλει παράπονο στην Επίτροπο Διοίκησης η οποία στα συμπεράσματά της κατέληξε ότι από τη μελέτη όλων των σχετικών στοιχείων διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε για τη βαθμολογία του Αιτητή στον τομέα επαγγελματικής κατάρτισης δεν συνάδει με τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του Αιτητή, στον οποίον υπήρχαν γενικά σχέδια για την επαγγελματική του κατάρτιση από το Διευθυντή του σχολείου και τον Επιθεωρητή.
(γ) Αναφορικά με την εφαρμογή της απόφασης Δημοκρατία ν. Σαμαρά, ανωτέρω, η κα Παπαέτη αναφέρει ότι αυτή είναι σεβαστή, πλην όμως διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής για τους εξής λόγους:- (i) Στην Σαμαρά εξετάστηκε η δυνατότητα και η υποχρέωση της ΕΕΥ δυνάμει του άρθρου 35Β(8) να εξετάσει αυτεπάγγελτα ζητήματα νομιμότητας της βαθμολογίας, χωρίς όμως να υπάρξει εξαντλητική επιχειρηματολογία για τις πρόνοιες του Κανονισμού 22 της ΚΔΠ 223/76. (ii) Η ΕΕΥ δεν κέκτηται βάσει του Νόμου εξουσία να αναθεωρεί τη βαθμολογία άλλων οργάνων (Υπουργείου Παιδείας). Τέτοια αναθεώρηση, εξήγησε η κα Παπαέτη, δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια εξέτασης ένστασης εκπαιδευτικών που υποβάλλεται σε σχέση με τη νομιμότητα του Καταλόγου που συνέταξε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η πρόθεση του νομοθέτη με την παροχή στην ΕΕΥ εξουσίας να εξετάζει τη «νομιμότητα» του καταλόγου «δεν ήταν να προσδώσει στην ΕΕΥ "υπερεξουσία" να παρεμβαίνει στο έργο του αξιολογούντος οργάνου, να υποκαθιστά το έργο του και να μετατρέπει την ήδη δοθείσα βαθμολογία εκπαιδευτικών λειτουργών, αλλά να ελέγχει κατά πόσο η αρμόδια αρχή ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.» . (iii) Ο Αιτητής με ένσταση του ζήτησε από την ΕΕΥ να εξετάσει την ορθότητα της βαθμολογίας (όχι τη νομιμότητα) και επομένως ορθά η ΕΕΥ τον παρέπεμψε στο Υπουργείο Παιδείας. Η υπόθεση Σαμαρά, είπε, διακρίνεται εφόσον εκεί κρίνεται η νομιμότητα της βαθμολογίας. (iv) Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ήταν η θέση της δικηγόρου για την καθ' ης η αίτηση ότι ακόμα και αν αυξανόταν η βαθμολογία του Αιτητή κατά 1-3 μονάδες, η τελική βαθμολογία του (191.67) θα εξακολουθούσε να είναι κατά πολύ μικρότερη από τη βαθμολογία που συγκέντρωνε το ΕΜ (196.67). Επομένως, ακόμα και αν κριθεί λανθασμένη η απόρριψη της ένστασης του Αιτητή από την ΕΕΥ, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς τη θέση του Αιτητή έναντι του ΕΜ.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Ο δικαστικός λόγος στη Δημοκρατία ν. Σαμαρά, ανωτέρω, είναι δεσμευτικός. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει την ορθότητα της βαθμολογίας προηγούμενων ετών και επομένως ούτε η ΕΕΥ, εξετάζοντας αν η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε νόμιμα, είχε υποχρέωση «αυτεπάγγελτα» να εξετάσει ένα τέτοιο ζήτημα. Τέτοιος αυτεπάγγελτος έλεγχος της εγκυρότητας της βαθμολογίας, κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι θα έθετε επί των ώμων της ΕΕΥ υπέρμετρο βάρος να έχει κάθε φορά να εξετάσει ζητήματα που δυνατό να προέκυψαν πολύ πριν υπάρξει προοπτική για προαγωγή και ιδιαίτερα όταν κάτι τέτοιο δεν της ζητείται ειδικά από το ΕΜ. Όπως επισημαίνει στη συνέχεια, η Ολομέλεια στη Σαμαρά, η ΕΕΥ «θα μπορούσε να το κάμει, αλλά μόνον αν της εζητείτο ύστερα από ρητή ένσταση επί τούτου του ενδιαφερόμενου». Στη Σαμαρά δεν εγειρόταν θέμα ορθότητας της βαθμολογίας, αλλά απλώς ο Αιτητής στην επιστολή του ζήτησε τους λόγους που δεν συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο. Ως αποτέλεσμα η ΕΕΥ περιορίστηκε στην εξέταση μόνον της νομιμότητας του καταλόγου που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς να επεκταθεί στην ορθότητα των βαθμολογιών προηγούμενων ετών. Όμως στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής με την ένσταση του εγείρει ευθέως θέμα ορθότητας των βαθμολογιών. Συγκεκριμένα στην ένσταση του ημερ. 6.7.2005 αναφέρει:-
«Προς
Πρόεδρο και μέλη
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Αξιότιμοι κύριοι,
Θέμα: ΕΝΣΤΑΣΗ στον Κατάλογο Προτεινομένων για τη θέση του Βοηθού Διευθυντή στην Ειδικότητα της Φυσικής
Υποβάλλω δια της παρούσας ένσταση στην σειρά κατάταξης μου στον κατάλογο προτεινομένων στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Παιδείας στην Ειδικότητα της Φυσικής. Έχω καταταγεί 20ος στη σειρά κατάταξης γεγονός με το οποίο διαφωνώ και γι' αυτό ενίσταμαι. Οι λόγοι της ένστασής μου αφορούν τις βαθμολογίες που δόθηκαν για τις σχολικές χρονιές 2000-2001 και 2002-2003 για τις οποίες είχα υποβάλει ενστάσεις. Η ένσταση για το έτος 2000-2001 απορρίφθηκε και υπέβαλα παράπονο στην Επίτροπο Διοίκησης στην Έκθεση της οποίας δικαιώθηκα, τουλάχιστον ως προς το στοιχείο της «Επαγγελματικής Κατάρτισης», χωρίς όμως συμμόρφωση από την Ομάδα Αξιολόγησης.
Την επόμενη χρονιά 2002-2003 και πάλιν υπέβαλα ένσταση και εις απάντηση της ενστάσεώς μου αυξήθηκε μόνο ο βαθμός της «Επαγγελματικής Κατάρτισης» από «9» σε «10».
Διατηρώ τις ενστάσεις μου για τη χαμηλή βαθμολογία και των δύο ετών για τους λόγους που αναπτύσσω λεπτομερώς στο επισυνημμένο στην παρούσα «ΓΕΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ» το περιεχόμενο του οποίου υιοθετώ και επαναλαμβάνω για τους σκοπούς της παρούσας ένστασης. Επίσης για τον ίδιο σκοπό υιοθετώ και επαναλαμβάνω τις Ενστάσεις που είχα υποβάλει, αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονται επίσης, παρόλο που οι πρωτότυπες βρίσκονται στον προσωπικό μου φάκελο.
Επίσης επισυνάπτω την Έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης, της οποίας η εισήγηση δεν εισακούστηκε και καλώ τις εντιμότητές σας να διορθώσετε αυτή την παράλειψη.
Αιτούμαι βάσει όλων των ανωτέρω και του περιεχομένου των επισυνημμένων όπως στα πλαίσια εξέτασης της ένστασης μου εξετάσετε την ορθότητα των βαθμολογιών και αποκαταστήσετε την αδικία σε βάρος μου, όπως προβλέπεται νομοθετικά πως μπορείτε να πράξετε, βάσει του άρθρου 35Β(8) όπως έχει νομολογηθεί στην Α.Ε. 3207, ημερομηνίας 12/3/04 Δημοκρατία ν. Παρασκευά Σαμαρά, εφόσον σας προσκαλώ στα πλαίσια της ένστασης μου να προβείτε σε τέτοια εξέταση.
Ευελπιστώντας σε θετική ανταπόκρισή σας,
Διατελώ
Μετά Τιμής
Σωτήρης Χατζηαγαπίου
Φυσικός
Επισυνημμένα:
· ΓΕΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (σελ.4)
· Αντίγραφο περιεχομένου Ένστασης στις Βαθμολογίες του 2000-2001
· Απάντηση στην Ένσταση ημερ. 27/2/2002
· Έκθεση Επιτρόπου Διοίκησης ημερ. 28/6/2002
· Απάντηση Διευθυντή μέσης Εκπαίδευσης (μετά την Έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης) ημερ. 18/12/2002
· Αντίγραφο περιεχομένου Ένστασης για τα έτη 2002-2003.»
Κατά την άποψή μου η ΕΕΥ σύμφωνα με το τι αποφασίστηκε στη Σαμαρά είχε υποχρέωση, εφόσον υποβλήθηκε συγκεκριμένη ένσταση για τη βαθμολογία του Αιτητή σε προηγούμενα χρόνια, να εξετάσει το ζήτημα. Πολλά από τα επιχειρήματα και ανησυχίες της δικηγόρου για τη Δημοκρατία ενδεχομένως να είναι λογικά, αλλά αυτά ίσως να έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον της νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της Βουλής κατά την τροποποίηση του άρθρου 35Β(8). Εν πάση περιπτώσει, στη Σαμαρά έχουν εξεταστεί πολλά από τα επιχειρήματα της κ. Παπαέτη, αλλά δεν έγιναν αποδεχτά. Μάλιστα η Ολομέλεια με σκοπό να διακριβώσει την ακριβή πρόθεση του Νομοθέτη, αναφέρθηκε και στο σχετικό Νομοσχέδιο για να καταλήξει ότι:-
«Ο νομοθέτης θέλησε να δώσει περισσότερη ελευθερία στην Επιτροπή κατά τη διαμόρφωση του τελικού καταλόγου και της έδωσε τέτοια εξουσία ώστε χωρίς ενστάσεις να εξετάζει θέματα που άπτονται της νομιμότητας του καταλόγου. Όμως η εξουσία της Επιτροπής εκτείνεται και στην εξέταση θεμάτων πέραν της νομιμότητας. Αν η εξουσία της Επιτροπής ήταν να εξετάζει θέματα που έχουν σχέση μόνο με τη νομιμότητα τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη ρητής πρόνοιας για τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων. Όπως τώρα έχει διαμορφωθεί το άρθρο 35Β(8) δίδεται εξουσία στην Επιτροπή να κάμει τον τελικό κατάλογο αφού λάβει υπόψη δύο πράγματα. Πρώτο αφού εξετάσει έστω και χωρίς ενστάσεις τη νομιμότητα του καταλόγου και δεύτερο αφού εξετάσει και τις τυχόν υπάρχουσες ενστάσεις. Αυτές οι ενστάσεις δυνατό ν' αφορούν θέματα νομιμότητας αλλά και άλλα που είναι πέραν αυτής και που η Επιτροπή μόνον κατόπιν ένστασης μπορεί να εξετάσει. Και ερχόμαστε και πάλιν στο κρίσιμο ερώτημα. Τι υποχρεούται από μόνη της στο πλαίσιο έρευνας της νομιμότητας του καταλόγου να εξετάσει; Είναι κατά την άποψη μας όσα η ίδια μπορεί ν' αντιληφθεί με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. Στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει της επικείμενης προαγωγής. Και αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να είναι άλλα απ' αυτά που η Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 35Β παραγρ. 1 έως 6 έπρεπε η ίδια να εξετάσει και τηρήσει. Όσα άλλα θέματα είναι πέραν αυτών για να εξετασθούν και ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση του καταλόγου χρειάζεται να τεθούν υπόψη της Επιτροπής με ένσταση.»
Για να υιοθετηθούν τα επιχειρήματα της κας Παπαέτη θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η Σαμαρά. Όμως, δεν συμφωνώ ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί. Ο λόγος της Σαμαράς στην περίπτωση υποβολής ενστάσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων της ΕΕΥ, κατά την άποψή μου είναι καθαρός και καλύπτει την παρούσα περίπτωση. Η υπόθεση Σαμαρά είναι δεσμευτική και δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε παρέκκλιση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η ΕΕΥ με τη μη εξέταση της ουσίας της ένστασης του Αιτητή, ενήργησε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 35Β(8), όπως αυτό ερμηνεύθηκε στην Σαμαρά και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί εφόσον εκδόθηκε κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και υπό καθεστώς πλάνης.
Ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με τον πρώτο λόγο, δεν χρειάζεται να εξετάσω τον τρίτο λόγο ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(1) του Συντάγματος.
Επιδικάζονται €1200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ