ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 646/2006)
20 Μαρτίου, 2008.
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΗΣ ΦΟΙΝΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Π. Κυπριανού, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηιωάννου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδ. Μέρος Αρ. 1.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερ. 24/01/06 με την οποία προάχθηκαν τα ενδ. μέρη Μ. Αχιλλέως (ενδ. μέρος 1) και Μ. Καρλεττίδης (ενδ. μέρος 2) στην θέση Διευθυντή Τεχνικού Προσωπικού. Υποψήφιοι, σύμφωνα με τον Καν.4(3)(Α) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Γενικών Κανονισμών (στο εξής «οι Κανονισμοί») ήταν όσοι κατείχαν το βαθμό Υποδιευθυντή με τουλάχιστο τριετή πραγματική υπηρεσία και διέθεταν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα. Οι 6 υποψηφιότητες αξιολογήθηκαν αρχικά από το Συμβούλιο Προσωπικού το οποίο, βάσει των κριτηρίων του Καν. 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και την ουσιαστική καταλληλότητα, συμπεριλαμβανομένης της αξίας, των προσόντων και της γενικής υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, έκρινε ότι καταλληλότεροι ήταν οι Τάσος Παρτζίλης και το ενδ. μέρος 2. Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής κ. Τιμοθέου, έκρινε επικρατέστερους τρεις υποψηφίους τους οποίους κατέταξε στην ακόλουθη κατιούσα σειρά επιλογής:
Τάσος Παρτζίλης
Μαριος Καρλετίδης (ενδ. μέρος 2)
Χρ. Φοινιώτης (αιτητής)
Το ενδ. μέρος 1 κρίθηκε από το Διευθυντή ως πολύ καλός υποψήφιος, πλην όμως, «υστερεί των πιο πάνω τριών επικρατέστερων υποψηφίων τόσο σε εμπειρία σε ανώτατη διευθυντική θέση (μόλις συμπλήρωσε τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό του Υποδιευθυντή ), όσο και στη γνώση του αντικειμένου και των δραστηριοτήτων του Οργανισμού.» Η Αρχή συνεδρίασε για το θέμα στις 24/01/06 και κάλεσε όλους τους υποψηφίους σε συνεντεύξεις.
Το Συμβούλιο ακολούθως εξέτασε το περιεχόμενο των Προσωπικών και Εμπιστευτικών φακέλων που περιέχουν τα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά προσόντα και την υπηρεσιακή εικόνα, τα φύλλα ποιότητας και προαγωγής καθώς και τις πιο πάνω εισηγήσεις που είχε ενώπιον του και μέσα από αυτά, έκανε σύγκριση των υποψηφίων. Αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή του ενδ. μέρους 2, κρίνοντας ότι υπερέχει σε ουσιαστική καταλληλότητα Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έκρινε ότι καταλληλότερος για την δεύτερη θέση προαγωγής ήταν το ενδ. μέρος 1 και σημείωσε στο σχετικό πρακτικό τα εξής:
«Αιτιολογώντας την απόφασή της η πλειοψηφία σημείωσε ότι ο Μ. Αχιλλέως, που σημειωτέον υπερέχει όλων των υποψηφίων σε προσόντα, μαζί με τον Μ. Καρλεττίδη, που ήδη προήχθη, άφησε κατά την προφορική συνέντευξη άριστες εντυπώσεις, ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους υποψήφιους, οι οποίοι αποδείχθηκαν υποδεέστεροι των Μ. Καρλεττίδη και Μ. Αχιλλέως και λιγότερο έτοιμοι για να καταλάβουν θέση Διευθυντή. Περαιτέρω η πλειοψηφία σημείωσε ότι από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους όλοι οι υποψήφιοι κρίνονται άριστοι με απόδοση σε πολύ ψηλά επίπεδα και μόνο με μικροδιαφορές μεταξύ τους. ακόμη το Συμβούλιο Προσωπικού θεωρεί ότι ο Μ. Αχιλλέως υστερεί έναντι του Τ. Παρτζίλη (τον οποίο το Συμβούλιο Προσωπικού προτείνει), σε βαθμολογία (την τελευταία τριετία) και αρχαιότητα. Οσον αφορά τη βαθμολογία η πλειοψηφία του Συμβουλίου έκρινε ότι η διαφορά των δύο, όπως αναφέρεται και πιο πάνω (δηλαδή 4,974 έναντι 5) τη στιγμή μάλιστα που την τελευταία διετία βαθμολογούνται και οι δύο με πέντε, δεν είναι τέτοια που να αιτιολογεί ανατροπή της εντύπωσης που οι υποψήφιοι άφησαν κατά την προφορική συνέντευξη. Ακόμη, όσον αφορά την αρχαιότητα, η πλειοψηφία επανέλαβε ότι αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν λιγότερο για όσο πιο ψηλά στην ιεραρχία είναι οι υπό πλήρωση θέσεις. Για τις θέσεις αυτές, όπως η θέση Διευθυντή, ουσιαστικότερο κριτήριο πρέπει να είναι η εν γένει προσωπικότητα του υποψηφίου και η ικανότητά του να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα που η θέση συνεπάγεται.
Στη συνέχεια η πλειοψηφία του Συμβουλίου σημείωσε ότι ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί τόσο τον Τ. Παρτζίλη όσο και τον Μ. Αχιλλέως απολύτως κατάλληλους και έτοιμους για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή. Από τη μελέτη της εισήγησής του εξάγεται ότι ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί τον Τ. Παρτζίλη καταλληλότερο λόγω εμπειρίας σε ανώτατη διευθυντική θέση και λόγω γνώσης του αντικειμένου και των δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Οσον αφορά τον πρώτο λόγο, η πλειοψηφία επανέλαβε τη θέση της για την αρχαιότητα και τη σημασία της, όσον αφορά δε τις γνώσεις του αντικειμένου και των δραστηριοτήτων του Οργανισμού, η πλειοψηφία σημείωσε ότι από τη λεπτομερή προφορική συνέντευξη δεν εξήχθη τέτοιο συμπέρασμα, αντίθετα μάλιστα ο Μ. Αχιλλέως αποδείχθηκε καλύτερος του Τ. Παρτζίλη.
Τα ίδια αποτελέσματα, συνέχισε η πλειοψηφία του Συμβουλίου, εξάγονται και σε σύγκριση του Μ. Αχιλλέως με τους υπόλοιπους υποψήφιους και δη με το Χρ. Φοινιώτη που ο Γενικός Διευθυντής κατατάσσει στους επικρατέστερους και ένα μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού κρίνει ισάξιο με τον Μ. Καρλεττίδη.
Η πλειοψηφία επισημαίνει ότι θεωρεί και τους υπόλοιπους υποψήφιους ως εξαίρετους υπαλλήλους αλλά, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, για όλους τους πιο πάνω λόγους προάγει, μαζί με τον Μ. Καρλεττίδη, ως ουσιαστικά καταλληλότερο τον Μ. Αχιλλέως.»
Ο αιτητής προβάλλει ως μοναδικό λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας και/ή ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση των εισηγήσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή. Την ίδια πλημμελή αιτιολογία αποδίδει και στην κρίση των αποτελεσμάτων των συνεντεύξεων, στις οποίες αποδόθηκε, καθώς λέγει, υπέρμετρη βαρύτητα. Με την απαντητική του αγόρευση προβάλλει και νέους λόγους ακύρωσης, που μπορούν να εξεταστούν μόνο στο βαθμό που καλύπτονται από τα νομικά σημεία στην αίτηση ακυρώσεως και εμπίπτουν στους λόγους που τέθηκαν με την αρχική του αγόρευση. Πρόκειται για πλημμέλειες στην αιτιολογία που ανάγονται στην αξιολόγηση της πραγματικής υπηρεσίας του αιτητή, για σκοπούς εκτίμησης της αρχαιότητας του, καθώς και σε ισχυριζόμενη πλάνη ως προς την αρχαιότητα και την πείρα του.
Οι λόγοι ακύρωσης στο σύνολο τους καθώς και όλη η επιχειρηματολογία του αιτητή στρέφεται μόνο εναντίον της επιλογής του Αχιλλέως, ενδ. μέρους 1. Τίποτε από όσα αναφέρει ο αιτητής δεν φαίνεται να αφορά ή να πλήττει την προαγωγή του ενδ. μέρους Καρλεττίδη, παρά το ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλεται στο σύνολο της .Συνεπώς η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως προς το ενδ. μέρος 2.
Ο Κ. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμών του 1982-1990 προβλέπει τα εξής:-
«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής.»
Για τα συγκεκριμένα κριτήρια, στη Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196, λέχθηκε ότι:- (σελ. 1205)
«Από τη λεκτική διατύπωση του Καν. 10(7) προκύπτει ότι στις προαγωγές της Αρχής επικρατεί η καθαρά αξιοκρατική προσέγγιση. Οι προαγωγές αποδεσμεύονται από παράγοντες όπως η αρχαιότητα ως αυτοτελές κριτήριο. Η ικανότητα του υπαλλήλου πρέπει να φαίνεται έμπρακτα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όπως στοιχειοθετείται από τα φύλλα ποιότητα και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων.»
Οι παράγοντες που λαμβάνονται πρωταρχικά υπόψη είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και η υπηρεσιακή καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου. Η διαπιστωθείσα από την καθ΄ ης η αίτηση απόλυτη βαθμολογική ισοδυναμία του αιτητή με τον Αχιλλέως τόσο ως προς την αξιολόγηση των τριών τελευταίων ετών όσο και ως προς τα αντίστοιχα εγκωμιαστικά σχόλια που συνοδεύουν τις αξιολογήσεις τους, συνάδει με το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων.
Η χρονολογία αρχικής πρόσληψης τόσο του αιτητή όσο και του Αχιλλέως είναι το 1984. Ο αιτητής προήχθη στην προηγούμενη θέση στις 23.11.99 αλλά η πραγματική του υπηρεσία στο βαθμό λογίστηκε από 12.12.01 αφού τότε προήχθη αναδρομικά. Εφόσον το ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας όριζε την πραγματική υπηρεσία ως προαπαιτούμενο, ορθά δεν συνυπολογίστηκε ο χρόνος της αναδρομικής προαγωγής του (Βλ. Α. Κάζανου ν. ΑΤΗΚ (2001) 3(Α) ΑΑΔ 293). Το ενδ. μέρος 1 υστερούσε κατά 10 περίπου μήνες σε αρχαιότητα αφού προήχθη στο βαθμό του Υποδιευθυντή από 1.10.02, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ως προς την αντίστοιχη οριακή υπεροχή του αιτητή σε πείρα, ιδιαίτερα στα διευθυντικά καθήκοντα, αφού επρόκειτο για εξίσου άριστους υπαλλήλους. Κατά τα άλλα όμως, δεν γίνεται καμία απολύτως ποιοτική διάκριση της συνολικής πείρας των διαδίκων ούτε από το Συμβούλιο Προσωπικού ούτε από το Γενικό Διευθυντή.
Δεν προκύπτει από το γράμμα και το πνεύμα του σχετικού Κανονισμού ότι η αρχαιότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της κρίσης του διορίζοντος οργάνου. Είναι επίσης καθιερωμένη αρχή ότι η αρχαιότητα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν έχει μεγάλη σημασία. Βλ. Λαμπής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708. Εφόσον η θέση ήταν από τις ψηλότερες στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου ήταν ευρεία. Προδήλως η αρχαιότητα του αιτητή έναντι του προαχθέντος δεν διέλαθε της προσοχής της καθ' ης αίτηση αλλά εκτιμήθηκε μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο.
Η καθ' ης η αίτηση αναφέρθηκε αναλυτικά και στα προσόντα των υποψηφίων, από τη σύγκριση των οποίων, φαίνεται ότι ο αιτητής (κάτοχος Bsc, Msc) υστερεί έναντι του Αχιλλέως (κάτοχος BSc, MSc, MBA).
Ερχομαι τώρα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Η καλύτερη απόδοση του ενδ. μέρους, έκλινε καθοριστικά την πλάστιγγα υπέρ του. Οι άριστες εντυπώσεις που άφησε στην πλειοψηφία των μελών της Αρχής συνέβαλαν στη διάκριση του έναντι άλλων υποψηφίων που συστήνονταν ως επικρατέστεροι για την επίδικη θέση από το Συμβούλιο Προσωπικού (Παρτζίλης) και τον Γενικό Διευθυντή (Παρτζίλης, αιτητής).
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν προκύπτει επίδικο θέμα αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας που δόθηκε από την Αρχή για την παραγνώριση της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού αφού με αυτή δεν συστηνόταν ο αιτητής. Συνεπώς ο αιτητής νομιμοποιείται να θέτει τέτοιο θέμα μόνο ως προς τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αφού με αυτήν προτεινόταν εκείνος για προαγωγή, ανάμεσα στους επικρατέστερους, μαζί με το ενδ. μέρος 2 και άλλο υποψήφιο τον Παρτζίλη. Στη Λ. Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 152/03, ημερ. 20/10/04 αποφασίσθηκε ότι «ούτε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ούτε η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή μπορούν, ως ξεχωριστά στοιχεία, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Ώστε, δια τούτων, εκείνοι που είναι κατά τους φακέλους καλύτεροι ή έστω ισότιμοι, να μετατραπούν σε λιγότερο κατάλληλους με απλή δήλωση, μάλιστα άγραφη ως εκείνη τη στιγμή, βεβαίως κατά ανατροπή των όσων διαχρονικά καταγράφονται με το θεσμοθετημένο τρόπο αξιολόγησης.» Ο αιτητής συστήθηκε - τρίτος με κατιούσα σειρά επιλογής - από το Γενικό Διευθυντή ανάμεσα στους επικρατέστερους υποψηφίους ενώ ο Αχιλλέως συστήθηκε ανάμεσα στους πολύ καλούς.
Με αυτά τα δεδομένα δεν θεωρώ ότι εδώ προκύπτει θέμα ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή κατά την έννοια της νομολογίας. Αλλά ακόμη και αν προέκυπτε τέτοιο θέμα, η υπέρτερη απόδοση του Αχιλλέως στις συνεντεύξεις σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα θεσμοθετημένα κριτήρια όπως αυτά αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα της τελικής συνεδρίας της Αρχής (σελ. 4 ανωτέρω), καθιστούν εύλογη την επιλογή του έναντι του αιτητή και συνιστούν συμμόρφωση με την αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων. Η Αρχή προέβη η ίδια σε πλήρη έρευνα των στοιχείων που ήσαν ενώπιόν της, τα οποία και αξιολόγησε. Προχώρησε σε σύγκριση όλων των υποψηφίων, περιλαμβανομένου του αιτητή και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα, ανεξαρτήτως των εισηγήσεων των συμβουλευτικών οργάνων, τα οποία και αιτιολόγησε.
Ο αιτητής θέτει θέμα πλημμελούς αιτιολογίας των συνεντεύξεων. Η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου κατέγραψε τις εντυπώσεις της ως εξής:.
« ... στη συνέντευξη οι υποψήφιοι Μ. Καρλεττίδης και Μ. Αχιλλέως άφησαν άριστες εντυπώσεις. Συγκεκριμένα οι δύο αυτοί υποψήφιοι ήσαν ευπροσήγοροι και με ετοιμότητα και σαφήνεια απαντούσαν στα ερωτήματα που τους θέτονταν. Ησαν γνώστες των στρατηγικών επιλογών και κατευθύνσεων της ΑΤΗΚ, ήσαν έτοιμοι να προτείνουν με αποφασιστικότητα συγκεκριμένες πρακτικές λύσεις και με τη θετική προσέγγιση που τους χαρακτήριζε και την αυτοπεποίθηση που εξέπεμπαν, ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Γενικά οι δύο αυτοί υποψήφιοι ήσαν εξαιρετικοί στη συνέντευξη και ξεχώρισαν ως προσωπικότητες, με όλες δε τις απαντήσεις, εισηγήσεις, προτάσεις και λύσεις που έδωσαν στα ερωτήματα που τους τέθηκαν, αποδείχθηκαν πλήρως επαρκείς και κατάλληλοι για να καταλάβουν ηγετική θέση στην ΑΤΗΚ όπως είναι αυτή του Διευθυντή.
Οι υπόλοιποι υποψήφιοι, σύμφωνα με την πλειοψηφία, υστέρησαν έναντι των Μ. Καρλεττίδη και Μ. Αχιλλέως.»
Το γεγονός ότι τα σχόλια διατυπώνονται ανά ομάδες υποψηφίων δεν αφαιρεί από την επάρκεια της αιτιολογίας που σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό αρκεί να αποτυπώνει την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν τα μέλη της Αρχής. Θεωρώ ότι το πιο πάνω απόσπασμα σε αντιδιαστολή και με την αιτιολόγηση της γνώμης της μειοψηφίας, αναδεικνύει τα στοιχεία που βάρυναν στην διαμόρφωση της ευνοϊκότερης άποψης για την απόδοση του ενδ. μέρους στη συνέντευξη και της εντύπωσης ότι αυτός ήταν «ουσιαστικά καταλληλότερος» για τη θέση.
Η νομολογία υποδεικνύει ότι το στοιχείο των προσωπικών συνεντεύξεων έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις προαγωγής και μάλιστα υψηλόβαθμης, όπως η επίδικη. Με τα δεδομένα της προκειμένης περίπτωση το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης κατέστη καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή του Αχιλλέως χωρίς όμως να υποβαθμίζει τη σημασία της αξίας όπως αυτή αποτιμάται από τη σταδιοδρομία τους μέσα από τις εκθέσεις ή να επισκιάζει άλλα ουσιώδη κριτήρια Συνεπώς ούτε ο ισχυρισμός για υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις ευσταθεί.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του διορίζοντος οργάνου στοιχεία. Το Δικαστήριο σε υποθέσεις προαγωγών επεμβαίνει μόνο αν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που προάχθηκε, γεγονός που δεν ισχύει εδώ.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και €600 έξοδα υπέρ του ενδ. μέρους 1, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.