ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Υπόθεση Αρ. 1362/2005)

 

26 Μαρτίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΘΗΝΑ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ΄ης  η Αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

Α. Χριστοφόρου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Τον Μάιο του 1990 τροποποιήθηκαν τρεις νόμοι.  Ο περί Συντάξεων Νόμος του 1990 (Ν. 61/90), ο οποίος ίσχυε τότε, προτού καταργηθεί, ήταν ένας από αυτούς.  Επειδή οι τροποποιητικοί Νόμοι επέφεραν σημαντικές βελτιώσεις στη νομοθεσία που διέπει τις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων, στις 22.6.1990 το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με την εγκύκλιο 931 ενημέρωνε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, μεταξύ άλλων, ότι μειώνονται τα έτη που απαιτούνται για πλήρη σύνταξη από 36 2/3 σε 33 1/3, δηλαδή από 440 σε 400 μήνες, πράγμα που συνεπαγόταν διαφοροποίηση του συντελεστή υπολογισμού της ετήσιας σύνταξης, με αναδρομική ισχύ από 31.12.87.  Με την παράγραφο 3(γ) της πιο πάνω εγκυκλίου, καλούνταν οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι συμπλήρωσαν ή θα συμπλήρωναν συντάξιμη υπηρεσία 400 μηνών μετά την 1.1.88, να ειδοποιούν γραπτώς τον Γενικό Λογιστή, ώστε να αρχίσει να αποκόπτεται η επιπρόσθετη εισφορά του 3 % των ασφαλιστέων αποδοχών τους, από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία που συμπλήρωσαν συντάξιμη υπηρεσία 400 μηνών.

 

Ακολούθως, με σχετική εγκύκλιο που απέστειλε το Γενικό Λογιστήριο το 1997, οι δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ άλλων, ενημερώνονταν ότι σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Συντάξεων Νόμου 61/90, η εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για όσους δεν έχουν συμπληρώσει 400 μήνες υπηρεσίας, υπολογίζεται προς 3,2 % και για όσους έχουν συμπληρώσει τους 400 μήνες, προς 6,3 %.

 

Επειδή τον Δεκέμβριο του 2004 τροποποιήθηκαν οι Κανονισμοί Κοινωνικών Ασφαλίσεων για εισφορές, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, το Γενικό Λογιστήριο στις 7.1.2005, ζήτησε από κάθε μόνιμο κρατικό υπάλληλο που συμπλήρωσε 400 μήνες υπηρεσίας, να ειδοποιήσει γραπτώς το Γενικό Λογιστήριο μέσω του οικείου προϊσταμένου του, ο οποίος και θα έπρεπε να επιβεβαιώσει την ορθότητα της δήλωσης βάσει των στοιχείων του προσωπικού φακέλου του υπαλλήλου, ώστε να αυξηθούν οι πιο πάνω εισφορές.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η Αιτήτρια στις 8.9.2005 συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο, με το οποίο πληροφορούσε τον Γενικό Λογιστή ότι συμπλήρωσε 400 μήνες υπηρεσίας την 1.6.1998 και τον παρακαλούσε όπως αρχίσει να της αποκόπτει την επιπρόσθετη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών.

 

Το Γενικό Λογιστήριο, αφού ήλεγξε τον προσωπικό φάκελο της Αιτήτριας, υπολόγισε το ποσό που όφειλε ως επιπρόσθετη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών για την περίοδο 1.7.1998-31.8.2005 και με επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2005 πληροφόρησε την Αιτήτρια ότι το ποσό ανερχόταν στις £6.010,99 και ότι θα αποκοπτόταν από τον μισθό της σε 86 ίσες μηνιαίες δόσεις ύψους £69,90 η κάθε μία, αρχίζοντας από 1.10.2005.

 

Η Αιτήτρια προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση, θεωρώντας ότι η απόφαση της διοίκησης να αποκόπτει αναδρομικές οφειλές είναι παράνομη.  Η ίδια θεωρεί ότι η αποκοπή των οφειλών θα έπρεπε να ξεκινήσει από την ημερομηνία που εντοπίστηκε το λάθος και να μην εκτείνεται σε αναδρομικές οφειλές.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, ως πρώτο λόγο ακύρωσης προβάλλει το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 11(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«11(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή συμβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του παρ' αυτώ απασχολουμένου μισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλομένων εις τον μισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών δι' ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως

 

Όπως ισχυρίζεται, το εν λόγω άρθρο απαγορεύει στον εργοδότη, εδώ το Γενικό Λογιστή, να αποκόψει σε κατοπινό στάδιο οποιοδήποτε ποσό το οποίο εκ παραδρομής παρέλειψε να αποκόψει κατά τον ουσιώδη χρόνο από τις αποδοχές του δημοσίου υπαλλήλου, και το οποίο κατέβαλε αναφορικά με αυτόν, ως εισφορά του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σύνταξη γήρατος.  Όπως περαιτέρω εισηγήθηκε, το συγκεκριμένο άρθρο αποσκοπεί στο να προστατεύσει το διοικούμενο από λάθη ή παραλείψεις της διοίκησης.  Το άρθρο 11(2) συνάδει, είπε, με τη γενικότερη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι πράξεις της διοίκησης, πρέπει να συνάδουν με την αρχή της χρηστής διοίκησης.  Ο εργοδότης εκ του νόμου, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τον διακανονισμό των εισφορών μισθωτού στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Βλ. Άρθρο 5 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80)).  Εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο Γενικός Λογιστής που κατά τεκμήριο γνώριζε πότε η Αιτήτρια συμπλήρωσε τους 400 μήνες υπηρεσίας, μπορούσε να προβεί σε ορθή αποκοπή της εισφοράς της από το μισθό της, μόνο κατά την καταβολή του μηνιαίου μισθού «και ποτέ μεταγενέστερα».  Κατά την άποψή της, με την αποκοπή από το μισθό της, 7 χρόνια μετά την παράλειψη του Γενικού Λογιστή, του ποσού που καταβλήθηκε σύμφωνα με το νόμο από τον εργοδότη, δημιουργείται έκδηλη παρανομία ως αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι τα άρθρα 5(4) και 11(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Αιτήτριας αφού αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο συμμετείχε σε επαγγελματικό σχέδιο ασφάλισης το οποίο εντάσσεται στο αναλογικό σχέδιο κοινωνικών ασφαλίσεων.  Όπως εξήγησε, για να εξασφαλίσει κάποιος επαγγελματική σύνταξη, πρέπει να εργαστεί για 400 μήνες.  Μετά, και νοουμένου ότι εξακολουθεί να εργάζεται, ισχύουν γι' αυτόν οι νομοθετικές διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, που ισχύουν για όλους τους εργαζομένους.  Άρα, είπε, η μετατροπή της ασφάλισης που στην πράξη ρυθμίζεται όχι από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, αλλά από τον περί Συντάξεων Νόμο, δημιουργεί υποχρέωση στον εργοδοτούμενο να ενημερώσει τον εργοδότη του, κάτι που ο εργοδότης ζήτησε από τον κάθε υπάλληλο ξεχωριστά.  Ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε επίσης ότι εάν επικρατήσει η θέση της Αιτήτριας, τότε τα αποτελέσματα θα είναι εναντίον των συμφερόντων της, αφού με την ενεργοποίηση του άρθρου 88 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, που αφορά στη μείωση παροχών επαγγελματικών σχεδίων συντάξεων, η Αιτήτρια δε θα παίρνει αναλογική σύνταξη με δικές της εισφορές και έτσι ο Γενικός Λογιστής θα μειώσει την κυβερνητική της σύνταξη για όλο το ποσό το οποίο ο εργοδότης εισέφερε για τη δημιουργία του αναλογικού μέρους της σύνταξης.

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Κατ' αρχάς, η Αιτήτρια δεν ενήργησε με καλή πίστη, αφού παρά τις εγκυκλίους που της στάλησαν, αυτή παρέλειψε να προβεί έγκαιρα στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να αρχίσει η αποκοπή των δόσεων της.  Ενώ μηνιαίως έβλεπε από τον μισθό της να μην αποκόπτεται η εισφορά της, αυτή δεν προέβη σε καμία ενέργεια.  Πέραν τούτου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, η Αιτήτρια, μετά την αποστολή και της τελευταίας εγκυκλίου, έστω και καθυστερημένα συμμορφώθηκε, και στις 8.9.05 υπέβαλε υπογεγραμμένη αίτηση με την οποία ζητούσε ή συναινούσε στην αποκοπή των εισπραχθέντων εισφορών, που όφειλε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σκοπούς σύνταξης.  Το σχετικό λεκτικό έχει ως εξής:-

 

«ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 400 ΜΗΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΜΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

..................................................................................................................................

 

Γενικό Λογιστή

(μέσω ..........................................................)

 

Θέμα: Συμπλήρωση 400 μηνών συντάξιμης Υπηρεσίας

 

Επιθυμώ ν' αναφερθώ στην εγκύκλιο του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με αρ. 931 και ημερομηνία 22 Ιουνίου 1990, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι την 1.6.1998 θα έχω συμπληρώσει 400 μηνών συντάξιμη υπηρεσία και παρακαλώ όπως αρχίσετε να μου αποκόπτετε τις επιπρόσθετες εισφορές που έχω υποχρέωση να καταβάλω στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως επιπρόσθετη εισφορά για Κοινωνικές Ασφαλίσεις και για σύνταξη Χηρών και Τέκνων.

Ημερομηνία πρόσληψης στη Δημόσια Υπηρεσία 15.2.1965.

 

       8.9.2005                                                                                   Α. Παιονίδου

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ                                          ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ»

 

Η πιο πάνω αίτηση έγινε δεκτή από τη διοίκηση, η οποία με επιστολή της ημερομηνίας 5.10.05 καθόριζε το ποσό που η Αιτήτρια όφειλε, καθώς επίσης και τον τρόπο αποπληρωμής του.  Επομένως, ενόψει της συναίνεσης της Αιτήτριας, κατά την άποψή μου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 11(2) του Ν. 41/80 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης.

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, αφορά στην κατ' ισχυρισμό παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.  Όπως ανέφερε η δικηγόρος για την Αιτήτρια δεν μπορεί η διοίκηση, επικαλούμενη τα δικά της λάθη και παραλείψεις να δημιουργεί δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για το διοικούμενο. 

 

Κατά την άποψή μου, ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Όπως προκύπτει, επρόκειτο για υποχρέωση που πηγάζει από την ανάγκη συμμόρφωσης της Αιτήτριας με συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σχέδιο.  Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα αναζήτησης εισφορών που καταβλήθηκαν για την Αιτήτρια, αλλά αντιθέτως για εισφορές οι οποίες οφείλονταν από την ίδια και οι οποίες θα έπρεπε να αποκοπούν από το μισθό της και δεν αποκόπηκαν.  Τα γεγονότα της υπόθεσης Ψαθά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 82, είναι διαφορετικά και δεν τυγχάνουν εφαρμογής.  Εκεί, όπως και στην υπόθεση Τσικουρή ν. Αρχής Λιμένων (1990) 3(ΣΤ) ΑΑΔ 4417, οι Αιτητές δεν ευθύνονταν καθόλου για το λάθος της διοίκησης να τους εντάξει σε πιο ψηλή κλίμακα, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση της διοίκησης να αρχίσει να αποκόπτει το ορθό ποσό κοινωνικών ασφαλίσεων, προέκυψε από την παράλειψη της Αιτήτριας να ενημερώσει τους εργοδότες της, για τα όσα της ζητούνταν με τις εγκυκλίους που της αποστάλησαν και τα οποία εν πολλοίς ενέπιπταν στις υποχρεώσεις της.  Ο άλλος λόγος που, κατά την άποψή μου, διαφοροποιούνται οι πιο πάνω αποφάσεις, είναι ότι εκεί θεωρήθηκε ότι ήταν αναπόφευκτη η χειροτέρευση του επιπέδου ζωής των Αιτητών, κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει στην υπό εκδίκαση προσφυγή.

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης συνδέεται και με τον τρίτο λόγο, ο οποίος αφορά στην κατ' ισχυρισμό παράβαση των άρθρων 51 και 53 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), τα οποία δεν επιτρέπουν στη διοίκηση να ενεργεί με ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο τρόπο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί τον διοικούμενο χωρίς λόγο ή να προβαίνει σε αναζήτηση αχρεωστήτων. 

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Σε καμία περίπτωση η εκ των υστέρων αποκοπή εισφορών από το μισθό της Αιτήτριας, για διόρθωση της παράλειψης της διοίκησης, συνιστά αυτόματα κακόπιστη και αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της, αφού εκτός του ότι αυτό είναι υποχρεωτικό να γίνει, η Αιτήτρια θα επωφεληθεί μακροπρόθεσμα.  Πέραν τούτου, στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα καταβολής χρημάτων εκ μέρους της διοίκησης και μάλιστα παράνομα, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 53 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο αφορά στην αναζήτηση αχρεωστήτων.  Δεν διαπιστώνω κακοπιστία εκ μέρους της διοίκησης. 

 

Επίσης, ο δικηγόρος για την Αιτήτρια έθεσε θέμα παράβασης του άρθρου 43 του Ν. 158(1)/99, για το ότι η Αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.  Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου ώστε η Αιτήτρια να δικαιούται σε προηγούμενη ακρόαση, αφού η απόφαση της διοίκησης στην ουσία συνιστούσε αποδοχή του αιτήματος της Αιτήτριας.  Πέραν τούτου, δεν πρόκειται για δυσμενές μέτρο, αλλά για συμμόρφωση προς συγκεκριμένη νομοθετική υποχρέωση.

 

Τέλος, ισχυρίζεται ότι η απόφαση περιέχει πεπλανημένη αιτιολογία και ότι θα πρέπει να ακυρωθεί και γι' αυτό το λόγο.  Όμως δεν διευκρινίστηκε τί ακριβώς ελλείπει ώστε να εκπληρωθεί η αιτιολογία.  Έχω μελετήσει το θέμα και κατά την άποψή μου η απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και εν πάση περιπτώσει με τα στοιχεία του φακέλου υπάρχει πλήρης εικόνα. 

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και επικυρώνεται.  Η προσφυγή απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ της καθ'ης η αίτηση.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο