ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 87/2008)
26 Φεβρουαρίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 8, 9, 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ 14 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 164 (1)/2001 ΚΑΙ 8 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΡΘΡΑ 4, 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 ΚΑΙ 6, 8, 18, 28 ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ ΤΟΥ 1951 ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ ΤΟΥ 1990 ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
PULASTHI LANKAJEEWA BANDARA EKANAYAKE MYDIYANSELAGE,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Νατάσα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 18/1/2008, ο αιτητής καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 87/08, με την οποία ζητά:-
«Α. Δήλωση και/ή Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών να εκδώσει ένταλμα και/ή απόφαση κράτησης του αιτητή και σύμφωνα με το οποίο κρατείται στο Μπλοκ 10 των Κεντρικών Φυλακών, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιονδήποτε έννομο αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών να εκδώσει ένταλμα και/ή απόφαση απέλασης του αιτητή είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιονδήποτε έννομο αποτέλεσμα.»
Στα πλαίσια της πιο πάνω προσφυγής, καταχώρισε ταυτόχρονα και μονομερή αίτηση, με την οποία ζητά:-
«Α. Διάταγμα και/ή απόφαση που να αναστέλλει την ισχύ του διατάγματος κράτησης του PULASTHI LANKAJEEWA BANDARA EKANAYAKE MYDIYANSELAGE μέχρι τελική εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, ο οποίος βρίσκεται υπό κράτηση στα κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών (Μπλοκ 10), κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Νόμου 6(1)/2000 (άρθρο 74(α), (β), (γ) όπου απαγορεύει την κράτηση αιτητών λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου.
Β. Διάταγμα και/ή απόφαση που να αναστέλλει την ισχύ του διατάγματος απέλασης του PULASTHI LANKAJEEWA BANDARA EKANAYAKE MYDIYANSELAGE μέχρι τελική εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από την αίτηση και την ένσταση των καθ' ων η αίτηση, στους οποίους, με οδηγίες του Δικαστηρίου, η μονομερής αίτηση επιδόθηκε, έχουν ως ακολούθως:-
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 19/2/2003, ως φοιτητής. Στις 21/3/2003, υπέβαλε αίτηση, μέσω κολεγίου στη Λευκωσία, για να του παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής ως φοιτητής. Του παραχωρήθηκε στις 20/8/2003, με ισχύ μέχρι 30/6/2004. Επειδή εγκατέλειψε τις σπουδές του και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο Αναζητουμένων Προσώπων. ΄Εξι περίπου μήνες αργότερα, στις 27/5/2004, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα και, ταυτόχρονα, ζήτησε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης άδεια προσωρινής παραμονής. Ως διεύθυνσή του δήλωσε την Οδό Σπύρου Σαμάρα, Αρ. 9, Διαμ. 1, Λευκωσία. Του παραχωρήθηκε άδεια μέχρι 13/8/2005. Στις 13/3/2005, το αίτημά του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως απορρίφθηκε και στη συνέχεια, στις 9/1/2007, η διοικητική προσφυγή, την οποία καταχώρισε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»). Ο αιτητής ειδοποιήθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή, με επιστολή στη διεύθυνση που είχε δηλώσει ως τη διεύθυνσή του.
Στις 5/4/2007, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του απέστειλε επιστολή, με την οποία τον καλούσε να αναχωρήσει από την Κύπρο, αφού, σύμφωνα με την επιστολή της Αναθεωρητικής Αρχής ημερομηνίας 9/1/2007, η οποία τους είχε κοινοποιηθεί, το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα απορρίφθηκε. Ο φάκελος του αιτητή εστάλη στην Αστυνομία, για να κληθεί αυτός να αναχωρήσει και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον Κατάλογο Αναζητουμένων Προσώπων. Μήνες αργότερα, στις 15/1/2008, ο αιτητής εντοπίστηκε στα Γραφεία της Αναθεωρητικής Αρχής, οπότε του επιδόθηκε προσωπικά η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία δεν κατέστη δυνατό να του επιδοθεί στη δοθείσα διεύθυνση, αφού δεν ανευρίσκετο σ' αυτή. Ο αιτητής, βέβαια, στην ένορκη δήλωσή του αναφέρει ότι, από 10/4/2006, είχε ειδοποιήσει για την αλλαγή της διεύθυνσής του και, συνεπώς, δεν έπρεπε να τοποθετηθεί στον Κατάλογο των Αναζητουμένων Προσώπων.
Η κ. Χαραλαμπίδου, για τον αιτητή, με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, εισηγήθηκε ότι προκύπτει, κατά τρόπο οφθαλμοφανή, στην έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης παρανομία, η οποία δικαιολογεί την αιτούμενη αναστολή. Ο αιτητής, ανέφερε, από 10/4/2006, είχε ειδοποιήσει για την αλλαγή της διεύθυνσής του το Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας, το οποίο, όμως, αμέλησε να ενημερώσει την Αναθεωρητική Αρχή. Χωρίς ο αιτητής να ευθύνεται, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο των Αναζητουμένων Προσώπων και, στη συνέχεια, εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Συμφώνησε, βέβαια, η συνήγορος ότι, με τον εντοπισμό του αιτητή στις 15/1/2008, στα Γραφεία της Αναθεωρητικής Αρχής, επιδόθηκε σ' αυτόν η απορριπτική απόφασή της, εναντίον της οποίας εκκρεμεί προσφυγή. Το αιτούμενο διάταγμα, κατέληξε, θα πρέπει να εκδοθεί και για το λόγο ότι, εάν ο αιτητής απελαθεί, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Στη χώρα του αντιμετωπίζει κίνδυνο να διωχθεί για πολιτικούς λόγους.
Προσωρινό διάταγμα σε προσφυγή μπορεί να εκδοθεί σε περιπτώσεις έκδηλης παρανομίας και σε περιπτώσεις όπου ενδέχεται να προκύψει στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημιά - (βλ. Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).
Στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας αντιμετωπίστηκε ως εξής:- (σελ.1862)
«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.»
Στη Rahal ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, εξετάστηκε η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης, ενώ εκκρεμούσε αίτημα για πολιτικό άσυλο και στην απόφαση της πλειοψηφίας την οποία έδωσε ο Νικολάου, Δ., αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 748-749)
«΄Εχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.»
Σύμφωνα με την κατάληξη της πλειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση, νόμιμα είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης και, συνακόλουθα, κράτησης, με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, ΚΕΦ. 105, εφόσον το διάταγμα κράτησης σκοπό είχε να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης. Δεν μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε συσχετισμός στην υπόθεση εκείνη της κράτησης του αιτητή και της κράτησης στη βάση του ΄Αρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (ο «Νόμος»). Η κράτηση του αιτητή εκεί δεν οφείλετο στην ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου, ώστε να ισχύει η απαγόρευση του ΄Αρθρου 7(4)(α) του Νόμου.
΄Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα που έθεσε η συνήγορος του αιτητή, δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη, αυτό δε βρίσκω να ευσταθεί. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν μετά που επιδόθηκε στον αιτητή η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, με την οποία το αίτημά του απορρίφθηκε, και δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την τοποθέτησή του στον Κατάλογο των Αναζητουμένων Προσώπων. Κι' αν ακόμα ήθελε γίνει δεκτό - που δεν είναι βέβαια κατάληξή μου - ότι ο αιτητής είχε ειδοποιήσει για την αλλαγή της διεύθυνσής του, μόλις αυτός εμφανίστηκε στα γραφεία της Αναθεωρητικής Αρχής, του επιδόθηκε η απόφαση στη διοικητική προσφυγή του. Από αυτό και μόνο προκύπτει ότι ο αιτητής αντιμετωπίστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή καλόπιστα. Η απόρριψη του αιτήματός του τον καθιστούσε αμέσως απαγορευμένο μετανάστη - (΄Αρθρο 6(1)(κ) του ΚΕΦ. 105). Η διαμονή του στη Δημοκρατία δεν είχε πλέον έρεισμα.
Οι ισχυρισμοί ότι ο αιτητής, εάν απελαθεί, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, λόγω του κινδύνου που αντιμετωπίζει στη χώρα του, δεν μπορούν να αποτελέσουν θέματα της παρούσας διαδικασίας. Εξετάστηκαν από την αρμόδια αρχή, προτού αυτή απορρίψει το αίτημά του για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Δεν μπορεί να επαναφέρονται εδώ, με σκοπό να καταστήσουν ανενεργό την εξουσία της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να προχωρήσει στην έκδοση και εκτέλεση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης των αλλοδαπών, οι αιτήσεις των οποίων για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκαν και των οποίων οι προσφυγές που καταχώρισαν εναντίον των απορριπτικών αποφάσεων εκκρεμούν.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ