ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 68

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                    Υπόθεση Αρ. 343/06    

 

7 Φεβρουαρίου, 2008

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28, 29 ΚΑΙ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MARINOS TTAKKAS MOTOR LTD,

Αιτήτρια,

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

  1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Η
  2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

 

Α.Σ. Αγγελίδης,  για  αιτήτρια

 Ε. Συμεωνίδου (κα), για καθ΄ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια εταιρεία είχε ως εμπορική δραστηριότητα την εμπορία αυτοκινήτων.

 

Η εγγραφή της στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) ακυρώθηκε, μετά από αίτησή της, από 30.6.2005.

 

Λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ άρχισαν στις 6.6.2005 διερεύνηση των φορολογικών υποθέσεων της επιχείρησης της αιτήτριας.  Από την εξέταση των εγγράφων και των στοιχείων που παραλήφθηκαν και τις καταθέσεις που λήφθηκαν από διάφορους πελάτες της, διαπιστώθηκε ότι η τιμή πώλησης σε ορισμένα από τα τιμολόγια που εξέδωσε ήταν μειωμένη έναντι της πραγματικής, την οποία κατέγραφε στο έντυπο «παραγγελιών» που συμπλήρωνε κατά τη στιγμή της συμφωνίας με τον πελάτη, με αποτέλεσμα οι καταχωρήσεις στα βιβλία και αρχεία της, με βάση τα εν λόγω τιμολόγια, να είναι ανακριβείς και λανθασμένες, γεγονός που τα καθιστά αναξιόπιστα και οι φορολογικές δηλώσεις από 1.1.1997 μέχρι 31.3.2003 να είναι αναληθείς, όπως κρίθηκε από την εν λόγω Υπηρεσία.

 

Διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε για έλεγχο πλήρη βιβλία και αρχεία όπως προνοείται στη Νομοθεσία και τους Κανονισμούς.

 

Μετά από σύγκριση του λογαριασμού ΦΠΑ εισροών που τηρείται στα βιβλία και αρχεία της αιτήτριας με το  λογαριασμό ΦΠΑ εισροών που δήλωσε, διαπιστώθηκε πως διεκδίκησε στις φορολογικές δηλώσεις για πίστωση £1.695,14 περισσότερο απ΄ό,τι στα βιβλία και αρχεία της.

 

Mετά από σύγκριση των πωλήσεων στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για τα έτη από 1997 μέχρι και 2002, με τις εκροές που δήλωνε η αιτήτρια στις φορολογικές της δηλώσεις, διαπιστώθηκε υποδήλωση (δηλαδή οι πωλήσεις στις οικονομικές καταστάσεις ήταν περισσότερες) συνολικού ύψους £296.630,00.

 

Η Έφορος ΦΠΑ προέβηκε σε βεβαίωση του ποσού των ΛΚ75.094,51 ως φόρον οφειλόμενον από την αιτήτρια, με βάση το άρθρο 34(1) και (2) του Ν.246/90 και του ποσού των ΛΚ31.954,73, ως φόρον οφειλόμενο με βάση το άρθρο 49 του Ν.95(1)/00.

 

Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση αυτή.

 

Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης, ότι η επίδικη πράξη είναι άκυρη αφού είναι προσωπική απόφαση του Λειτουργού Ν. Σταύρου, χωρίς να αναφέρεται αν ενήργησε κατ΄εντολή της Εφόρου ΦΠΑ ή κατ΄εξουσιοδότησή της, ή με βάση συγκεκριμένες οδηγίες της και επομένως λήφθηκε αναρμόδια.

 

Το άρθρο 4 εδάφιο (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(1) του 2000 καθορίζει:

 

«(2) Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Έφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.»

 

Στην Café Citypath Entertainment Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 874/2004, ημερομηνίας 1.2.2006, στην οποία προβλήθηκε ο ίδιος ισχυρισμός, λέχθηκε σχετικά:

 

«Ο Νόμος επιτρέπει σε λειτουργό να ενεργεί εκ μέρους του Εφόρου χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε εξουσιοδότηση.  Η εξουσιοδότηση παρέχεται ρητά από το Νόμο.  Οι λέξεις «δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου» αφορούν τις λέξεις «άλλο πρόσωπο» και όχι τον «λειτουργό».  Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη πρόταση του εδαφίου (2) που αναφέρεται σε «πρόσωπο» που «ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης», και δεν αναφέρεται σε λειτουργό.

 

Σ΄ό,τι αφορά το προηγούμενο καθεστώς, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου 23 του 1962, παρέχεται παρόμοια εξουσία στον Έφορο να εξουσιοδοτεί πρόσωπο να ασκεί εκ μέρους του τις εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται στον Έφορο από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο 246 του 1990.  Προς τούτο, η Έφορος εκχώρησε τις εξουσίες της στο Μάριο Αταλιώτη σύμφωνα με την εξουσιοδότηση ημερομηνίας 16.5.2000.»

 

Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση επισυνάφθηκε αντίγραφο της εξουσιοδότησης της Εφόρου ημερομηνίας 14.4.2005, με την οποία εκχώρησε τις εξουσίες της στο Νίκο Σταύρου.

 

Συνεπώς, αφού ο Λειτουργός κ. Ν. Σταύρου προέβηκε στην επίδικη βεβαίωση του φόρου ενεργώντας κατ΄εξουσιοδότηση της Εφόρου, οποιαδήποτε ερμηνεία του εν λόγω άρθρου του Νόμου, αν χρειαζόταν εξουσιοδότηση ή παρέχεται ρητά από το Νόμο, περιττεύει.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Προβάλλεται στη συνέχεια από το δικηγόρο της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα.  Είναι η θέση ότι  «είναι το αποτέλεσμα μιας υποκειμενικής και πεπλανημένης κρίσης, αντίθετης στα πραγματικά δεδομένα

 

Και αυτός ο λόγος δεν ευσταθεί.  Αφού διαπιστώθηκε υποδήλωση συνολικού ποσού £296.630,00, υπολογίστηκε το ποσοστό υποδήλωσης σε 12,99% και η Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου.

 

Επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία η αρχή ότι ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και παρουσιάζει στον Έφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων και ότι, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ο Έφορος έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του, όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε.  (Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 603).

 

Με την προσφυγή προσβάλλεται επίσης η παράλειψη του Υπουργού Οικονομικών (καθ΄ου η αίτηση 2) να εξετάσει και να απαντήσει στην ένσταση της αιτήτριας που υποβλήθηκε με βάση το άρθρο 52 του Ν. 95(1)/2000.

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει ότι ο Υπουργός Οικονομικών απάντησε στις 4.1.2007, αρκετά καθυστερημένα βέβαια αφού η ένσταση υποβλήθηκε στις 3.1.2006.  Ανέφερε ότι η ένσταση δεν μπορούσε να εξεταστεί αφού η αιτήτρια δεν κατέβαλε το ποσό που βεβαιώθηκε από την Έφορο ΦΠΑ, καθώς και τις χρηματικές επιβαρύνσεις και τους τόκους και συνεπώς δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξέταση της ένστασης, σύμφωνα με τη Νομοθεσία.  Ο Υπουργός ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 53 του Νόμου και δε διαπιστώνω οποιαδήποτε πλημμέλεια.

 

Κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης της επίδικης βεβαίωσης φόρου δεν ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

 

                                                                               Π. Αρτέμης, Δ.

/Χ.Π.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο