ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &n bsp;                          Υπóθεση  aρ. 2075/2006

 

 

27 Φεβρουαρίου, 2008

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡΟ 146 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,

Αιτητής

 

-         και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

Καθού η  αίτηση

........

 

Σ. Οικονομίδης,  για τον αιτητή

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθού η αίτηση

 

............

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθού η αίτηση Υπουργού Άμυνας να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για κατ' εξαίρεση κρίση από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με έγγραφο του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 31/8/06 είναι άκυρη και/ή παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής ήταν μόνιμος Αξιωματικός του Όπλου του Πεζικού του Στρατού Ξηράς του Στρατού της Δημοκρατίας.  Διορίστηκε στο Στρατό ως Υπαξιωματικός με το βαθμό του Λοχία από τις 1/6/76 και αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.  Την 1/11/81 προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού.  Ανελίχθηκε σε διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας και από την 31/12/01 κατείχε το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.  Την 1/9/06 αφυπηρέτησε από τις τάξεις του Στρατού λόγω ορίου ηλικίας.

 

Πριν την αφυπηρέτηση του και συγκεκριμένα στις 23/1/06 με σχετική αναφορά του ζήτησε όπως η περίπτωσή του θεωρηθεί ως ειδική με εξαιρετικές περιστάσεις και με βάση της πρόνοιες του Καν. 27(4) της Κ.Δ.Π. 90/90 κριθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως Αξιωματικών.  Με έγγραφο του Υπουργείου Άμυνας (Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς) ημερ. 31/8/06 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι ο Υπουργός Άμυνας απέρριψε το αίτημά του, διότι

 

«Αφού έλαβε υπόψη τα δεδομένα του εν λόγω Αξιωματικού, τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις κι' ούτε το συμφέρον της Υπηρεσίας το απαιτεί να ζητηθεί έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ώστε να διατάξει, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 27(5) του (α) σχετικού, όπως αυτός κριθεί από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά την τακτική σύνοδό του για το τρέχον έτος, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις κρίσης.»

 

Το (α) σχετικό στο οποίο γίνεται αναφορά είναι οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμοί του 1990 μέχρι 2006.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με τη γραπτή του αγορευση (αρχική και απαντητική) ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προωθεί ουσιαστικά τους εξής δυο λόγους ακύρωσης:  (α) ότι ο καθού η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως και/ή κατά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας (β) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή γενική και/ή αόριστη.

 

Μετά την καταχώρηση της αγόρευσης του καθού η αίτηση, ο συνήγορος του αιτητή με την απαντητική του αγόρευση (πράγμα που επανάλαβε και στο στάδιο των διευκρινίσεων) δήλωσε ότι εγκαταλείπει τον (α) λόγο και περιορίζεται στον (β) λόγο ακυρώσεως, δηλαδή που αφορά την αιτιολογία.

 

Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων μεταξύ πολλών άλλων υποθέσεων σχετική είναι και η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου.  Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία.  «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

 

Είναι γεγονός ότι υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης.  Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου».  Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.

 

Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος νόμου 158(1)/99.  Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.

 

Εξετάζοντας την απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτητή, καταλήγω, χωρίς δυσκολία, ότι αυτή δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις πιο πάνω νομικές και νομολογιακές αρχές αιτιολογία.  Εξέτασα και το περιεχόμενο του φακέλου, όπως αυτό φαίνεται από τις έγγραφες προτάσεις (οι οποίες σύμφωνα με τους δικηγόρους των διαδίκων περιέχουν όλα τα σχετικά εγγραφα) και συνεχίζω να έχω την ίδια γνώμη.  Η ίδια ακριβώς αιτιολογία παρουσιάζεται και σε επιστολή ημερ. 3/7/06 από το Υπουργείο Άμυνας, Επιτελείο Υπουργού προς το ΓΕΕΦ/1ον Επιτελικό Γραφείο, σελ2 παράγραφο (δ).  Στην ίδια επιστολή παράγραφο (α) που αφορά άλλους αξιωματικούς του Στρατού της Δημοκρατίας, διατυπώνεται η θέση ότι ο Υπουργός Άμυνας έκρινε ότι «συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις και ότι το συμφέρον της Υπηρεσίας απαιτεί όπως κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά την τακτική του σύνοδο για το τρέχον έτος.»  Ούτε για την περίπτωση αυτή φαίνεται αιτιολογία, γιατί δηλαδή υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις και ποιό είναι το συμφέρον της Υπηρεσίας.  Βέβαια δεν είναι αντικείμενο της προσφυγής οι περιπτώσεις αυτές.  Απλώς έχω προβεί σε σύγκριση των δυο περιπτώσεων, δηλαδή της παραγράφου (α) που αφορά άλλους στρατιωτικούς και της (δ) που αφορά τον αιτητή, στην προσπάθεια να δω αν προκύπτει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά αυτό δεν έγινε κατορθωτό.

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €700 έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

   

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο