ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1967/2006)
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. PAMIL AKBULATOV,
2. GULAV AKBULATOVA,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
Γ. Γιάγκου, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για την παροχή ασύλου.
(α) Τα γεγονότα.
Οι αιτητές, που είναι Ρώσοι υπήκοοι, εισήλθαν νόμιμα στη Δημοκρατία, ο μεν α΄ αιτητής την 1/4/2001, η δε σύζυγος του (β΄αιτήτρια) μαζί με τις δύο θυγατέρες τους την 1/12/2001. Τρία χρόνια αργότερα, στις 13/2/2004 υπέβαλαν αίτηση για την παροχή ασύλου. Στη συνέντευξη τους που έλαβε χώρα στις 14/7/2004 τόσο ο αιτητής όσο και η σύζυγος του ισχυρίστηκαν ότι οι λόγοι που τους οδήγησαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους οφείλονταν σε πιέσεις και δυσμενείς διακρίσεις που είχαν υποστεί από τις τοπικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι είχαν αναγκαστεί το 1995 από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στο οποίο διέμεναν να το αγοράσουν. Όμως μετά την αγορά του δέχτηκαν πιέσεις και απειλές από την αδελφή του πωλητή να επιστρέψουν το διαμέρισμα. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Δικαστήριο το οποίο μετά από δωροδοκία του ιδιοκτήτη διέταξε την ακύρωση του συμβολαίου αγοράς και την επιστροφή του στον πωλητή. Όταν ο αιτητής μετά από την έκδοση της απόφασης προσπάθησε να βρει το δίκαιο του, άρχισε να δέχεται απειλές και έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα γιατί έκρινε ότι οι λόγοι για τους οποίους οι αιτητές είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους, δεν σχετίζονταν με βάσιμους και δικαιολογημένους φόβους δίωξης σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2004 και επιπρόσθετα γιατί η ισχυριζόμενη δίωξη του αιτητή λόγω των οικονομικών διαφορών που προέκυψαν από την αγοραπωλησία του διαμερίσματος, δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι αιτητές υπέβαλαν διοικητική προσφυγή χωρίς να προσκομίσουν νέα στοιχεία και παρουσίασαν τρεις επιστολές προσωπικού χαρακτήρα που υποστήριζαν το αίτημα.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, υιοθετώντας την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού αποφάσισε την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής και την επικύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε και το ενδεχόμενο παραχώρησης του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους που δεν είχε απασχολήσει την Υπηρεσία Ασύλου.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι η πιο πάνω απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 28Θ (1) και 28Θ (6) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 (όπως τροποποιήθηκε) που καθορίζουν το δικαίωμα της γραπτής ενημέρωσης του αιτητή σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τις διαδικασίες της Αναθεωρητικής Αρχής και το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στο φάκελο, ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας και ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της ισότητας των δύο φύλων, αφού ο διερμηνέας ήταν άντρας, γεγονός που εμπόδιζε τη σύζυγο και τις θυγατέρες του αιτητή να εκφραστούν ελεύθερα κατά τη συνέντευξη, αφού αισθάνονταν άβολα.
Οι καθ'ων η αίτηση έχουν προβάλει προδικαστική ένσταση ότι η β΄ αιτήτρια, σύζυγος του α΄ αιτητή, δεν έχει έννομο συμφέρον να περιληφθεί ως διάδικος στην παρούσα προσφυγή αφού αιτητής ασύλου ήταν ο σύζυγός της. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί, η αιτήτρια υποβλήθηκε σε ξεχωριστή συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου, ενώ αναφέρεται ως προσφεύγουσα και στον τίτλο της επίδικης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής. Επιπρόσθετα η αιτήτρια ήταν και αυτή αποδέκτης της απορριπτικής επιστολής που τους κοινοποιήθηκε από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής, όπως φαίνεται από τα πρόσωπα στα οποία αυτή απευθύνεται.
Η εισήγηση επίσης των καθ'ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακύρωσης που αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν καλύπτονται από τους λόγους ακύρωσης της προσφυγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Κρίνω ότι οι λόγοι ακύρωσης καλύπτονται από τα νομικά σημεία 4 (ισχυρισμός για υπέρβαση εξουσίας) και 7 (παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης).
Η εισήγηση ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη είναι ανεδαφική. Η Αναθεωρητική Αρχή έχει παραθέσει εκτεταμένη αιτιολογία της απόφασής της, ελέγχοντας τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και προχωρώντας σε πρόσθετες διαπιστώσεις οι οποίες κλόνιζαν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή σε σχέση με τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του και αιτήθηκε άσυλο. Αυτές αφορούσαν βασικά την καθυστερημένη υποβολή της αίτησης για άσυλο (σχεδόν τρία χρόνια μετά την άφιξη στην Κύπρο), τη χρήση προσωπικών σημειώσεων από τον αιτητή κατά τη συνέντευξη, καθώς και την άρνηση του αιτητή να παρουσιάσει αυθεντικά έγγραφα που θα υποστήριζαν το αίτημά του.
Εξίσου ανεδαφικοί είναι και οι ισχυρισμοί των αιτητών ότι η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή παρερμήνευσαν τις απαντήσεις που δόθηκαν από τους αιτητές κατά τη συνέντευξη και αμφισβήτησαν τη γνησιότητα των εγγράφων που παρουσιάστηκαν από τους αιτητές χωρίς να ζητήσουν από αυτούς περαιτέρω διευκρινίσεις, ή να τους καλέσουν ενώπιον του δευτεροβάθμιου οργάνου κατά την εξέταση της διοικητικής τους προσφυγής. Τόσον η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τους ισχυρισμούς των αιτητών, εντοπίζοντας λεπτομερώς τις αντιφάσεις που κλόνιζαν την αξιοπιστία τους. Ειδικότερα σε σχέση με τα έγγραφα, η Αναθεωρητική Αρχή κατέγραψε πέντε λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να τα αποδεχτεί. Αυτοί αφορούσαν τη φύση και την αυθεντικότητά τους αλλά και το περιεχόμενο τους το οποίο, όπως στην περίπτωση της δικαστικής απόφασης που προσκομίστηκε, αποδυνάμωνε αντί να ενισχύει την αξιοπιστία των αιτητών. Αναφορικά με τις εκτιμήσεις των καθ'ων η αίτηση για τα στοιχεία που είχαν παρουσιάσει οι αιτητές, η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε στην υπόθεση Anayat Samson ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (Προσφυγή αρ. 628/2005 της 26/6/2006), ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων και υποκατάσταση της κρίσης της αρμόδιας αρχής με τη δική του.
Εξίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός των αιτητών ότι κακώς δεν κλήθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στην Harpeet Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή αρ. 481/2005 της 26/6/2006) καθώς και σε πληθώρα μεταγενέστερων αποφάσεων, τονίστηκε ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αναθεωρητικής Αρχής να καλέσει τον αιτητή είτε σε προσωπική συνέντευξη είτε σε ακροαματική διαδικασία. Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές είχαν την ευχέρεια και παρουσίασαν στην Υπηρεσία Ασύλου τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους και δεν αποδείχτηκε ότι η μη κλήση τους ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, έχει επηρεάσει δυσμενώς τις θέσεις τους.
Η εισήγηση ότι η παρουσία άνδρα μεταφραστή κατά τη συνέντευξη παραβίασε την αρχή της ισότητας των δύο φύλων γιατί στέρησε τη δυνατότητα στη β΄ αιτήτρια και στις θυγατέρες της να μιλήσουν ελεύθερα για τα θέματα των παρενοχλήσεων που αντιμετώπιζαν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου καταγράφεται ως μεταφράστρια η Τατιάνα Χριστοφόρου. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία, οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την καταλληλότητα του διερμηνέα πρέπει να εγείρεται πρώτα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των αρχών. (Βλ. Mohammad Reza Zahmatkesh v. 1. Κυπριακής Δημοκρατίας, 2. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθ. αρ. 198/2005 της 26/6/2006).
Οι αιτητές έχουν επίσης επικαλεστεί τις πρόνοιες του άρθρου 28Θ(1) και (6) υποστηρίζοντας ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν τους ενημέρωσαν γραπτώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τις διαδικασίες της Αναθεωρητικής Αρχής και για το δικαίωμά τους να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης. Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Στην απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου υπάρχει η κατάλληλη ενημέρωση των αιτητών σε σχέση με τη δυνατότητα προσφυγής τους στην Αναθεωρητική Αρχή, την προθεσμία και τον τύπο της προσφυγής. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι αιτητές μαζί με τη διοικητική προσφυγή επισύναψαν σειρά εγγράφων αποδεικνύει ότι δεν στερήθηκαν οποιοδήποτε δικαίωμά τους. Αναφορικά δε με το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν προκύπτει ότι είχαν, σε οποιοδήποτε σημείο της διαδικασίας, ζητήσει πρόσβαση που δεν έγινε δεκτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με 1.500 ευρώ ως έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ