ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IOANNIS N. PISSAS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1974) 3 CLR 476
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
&n bsp; Υπóθεση Αρ. 1599/2005
4 Φεβρουαρίου, 2008
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡ0 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΣΟΥΡΟΥΛΗ
Αιτήτρια
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ
Καθού η αίτηση
.............................
Μ. Ο. Ιωαννίδης, για την αιτήτρια
Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για το καθού η αίτηση Ίδρυμα
Καμιά εμφάνιση, για τα ενδιαφερόμενα μέρη
.........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το δικαστήριο δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθού η αίτηση η οποία περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας με την υπ' αρ. 49/2005 εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή του καθού η αίτηση ημερ. 24/11/05 με την οποία αποφασίστηκε η προαγωγή στις 2 μόνιμες θέσεις Ανώτερου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων, Τμήμα Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων των ενδιαφερομένων μερών (1) Δαμιανού Γεώργιου και (2) Ευαγγελίδου Κούλας, αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήμποτε νομικού αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η ατήτρια είναι στην υπηρεσία του καθού η αίτηση από το 1965 και από το 2001 κατέχει τη θέση του Λειτουργού Ραδιοφωνικών Μουσικών Προγραμμάτων, Τμήμα Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων.
Ο καθού η αίτηση στις 2/08/05 προκήρυξε 2 κενές θέσεις Ανώτερου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων οι οποίες είναι θέσεις προαγωγής. Για προαγωγή στην επίδικη θέση υπέβαλαν υποψηφιότητα, ανάμεσα σε άλλους, τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη (στο εξής ε.μ.).
Ακολούθως συνεδρίασε στις 2.11.05 η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής η οποία, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της σχετικά με τους υποψηφίους στοιχεία, ετοίμασε ένα τελικό κατάλογο των υποψηφίων που πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή (με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας) τον οποίο διαβίβασε στο Διοικητικό Συμβούλιο του καθού η αίτηση. Ανάμεσα τους ήταν η αιτήτρια και τα ε.μ.
Στις 23.11.05 σε συνεδρία του το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ' ου η αίτηση, με βάση τον πιο πάνω κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, δέχθηκε ενώπιον του σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψηφίους. Στη συνέχεια το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη την αξιολόγηση των υποψηφίων στην ενώπιον του προφορική συνέντευξη, όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, και με βάση τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, απεφάσισε να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη στις υπό εξέταση θέσεις, με αποτέλεσμα την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει (α) λόγω πραγματικής πλάνης γιατί όπως ισχυρίζεται ο καθού η αίτηση πεπλανημένα θεώρησε ότι τα ε.μ. υπερέχουν σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας, (β) λόγω νομικής πλάνης αφού όπως ισχυρίζεται δεν εφαρμόσθηκαν ορθά οι Κανονισμοί 317/87 που ορίζουν ότι αξία, προσόντα και αρχαιότητα είναι τα κριτήρια που συνεκτιμούνται και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους. Ειδικότερα ως προς την αξία ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα έλαβαν υπόψη τις βαθμολογίες των υποψηφίων για τα τρία τελευταία χρόνια και όχι το σύνολο των ετών υπηρεσίας τους, (γ) διότι είναι αναιτιολόγητη, (δ) διότι υπήρξε παρατυπία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 2001, 2002 και 2003 αφού ισχυρίζεται ότι δεν βαθμολόγησαν την αιτήτρια στο κριτήριο «Διοικητική Ικανότητα» και (ε) διότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αρχίζοντας από τον (α) πιο πάνω λόγω κρίνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός θα πρέπει να απαντηθεί σε συνάρτηση με τα στοιχεία των φακέλων όπου προκύπτει η εικόνα των υποψηφίων με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους. Σε αξία με βάση τις βαθμολογίες των αξιολογικών εκθέσεων, κατά την άποψη μου, όχι των τελευταίων τριών χρόνων αλλά των πέντε, από την ημερομηνία προκήρυξης της επίδικης θέσης ήτοι 2000-2003, η αιτήτρια έχει «Γενική Αξιολόγηση Α» με 9 Β σε αντίθεση με τα ε.μ. που έχουν «Γενική Αξιολόγηση Α» με όλα Α και ως εκ τούτου έχουμε υπεροχή των ε.μ. Ήταν το εύρημα του καθού η αίτηση ότι η αιτήτρια υστερεί σε αρχαιότητα από τα ε.μ. και δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να ανατρέπει το εύρημα αυτό.
Ενόψει των πιο πάνω είναι η άποψη μου ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Κατ' επέκταση και ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω νομικής πλάνης διότι δεν εφαρμόσθηκαν ορθά οι κανονισμοί 317/87 που ορίζουν ότι αξία, προσόντα και αρχαιότητα είναι τα κριτήρια που συνεκτιμούνται και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, επίσης δεν ευσταθεί. Από τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αξιολογικά κριτήρια και η αιτήτρια, τουλάχιστον σε αξία και αρχαιότητα υστερούσε και εν πάση περιπτώσει δεν υπερτερούσε έκδηλα. Το ίδιο αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι ειδικότερα ως προς την αξία εσφαλμένα έλαβαν υπόψη τις βαθμολογίες των υποψηφίων για τα τρία τελευταία χρόνια και όχι σύνολο των ετών υπηρεσίας τους, αφού και τα πέντε τελευταία χρόνια να λαμβάνονταν υπόψη, ως είναι η πρακτική, δε θα άλλαζε τίποτε ως προς την αξία της αιτήτριας σε σχέση με τα ε.μ.
Άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Εξέτασα και αυτό τον ισχυρισμό και κρίνω ότι ούτε αυτός ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο καθού η αίτηση αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του, αναφέροντας τους πραγματικούς λόγους. Σύμφωνα με την νομολογία, το τι συνιστά αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης έχει καθορισθεί με πληρότητα στην απόφαση της Ολομέλειας Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Επίσης ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι υπήρξε παρατυπία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 2001, 2002 και 2003. Ισχυρίζεται ότι δεν βαθμολόγησαν την αιτήτρια στο κριτήριο «Διοικητική Ικανότητα». Η άποψη μου είναι ότι ο εν λόγω λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί αφού εκτός του ότι η αιτήτρια δεν μπορεί εκ των υστέρων να προβάλλει αυτόν τον ισχυρισμό όταν δεν έχει υποβάλει τότε οποιαδήποτε ένσταση, ακόμη και εάν θέλει υποτεθεί ότι υπήρξε παρατυπία, κατά την άποψη μου αυτή είναι επουσιώδης. Δεν προκύπτει να την επηρέασε κατά την διαδικασία της πλήρωσης των επίδικων θέσεων αφού αναφέρεται ότι όλοι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε βαθμολογία.
Τέλος ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί αφού, όπως ισχυρίζεται, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης. Η άποψη μου είναι ότι και αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί αφού από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο καθού η αίτηση δεν έλαβε υπόψη του μόνο το αποτέλεσμα της ενώπιον του προφορικής συνέντευξης, αλλά και την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η τελική μου απόφαση είναι ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής της έναντι των ενδιαφερόμενων μερών και έτσι προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί. Υπενθυμίζω ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν τέτοιο βάρος, δηλαδή να αποδείξουν ότι έχουν αυτοί έκδηλη υπεροχή έναντι της αιτήτριας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθού η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς