ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 946/2005 και 1425/2005)
31 Ιανουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 946/2005)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ. ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1425/2005)
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή στην 946/2005.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 1425/2005.
Ρ. Παπαέτη (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Αρτεμίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι προσφυγές αυτές στρέφονται εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), με την οποία διορίστηκε στη θέση Επιθεωρητή A (Τεχνική Eκπαίδευση) για την Ηλεκτρολογία, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Νικολαίδης.
Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη και μ' αυτές προβάλλονται κοινοί λόγοι ακυρώσεως.
Με επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας ημερομηνίας17.2.2005, ζητήθηκε η πλήρωση μιας κενής θέσης Επιθεωρητή A (Τεχνική κπαίδευση ) για την Ηλεκτρολογία, (η θέση).
Η θέση που είναι θέση προαγωγής, δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σ' ανταπόκριση υποβλήθηκαν 6 αιτήσεις, οι οποίες παραπέμφθηκαν στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως φαίνεται στην έκθεσή της ημερομηνίας 27/4/005, έκρινε ότι 4 από τους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένων του αιτητή κ. Χριστοφή Xριστάκη και του ενδιαφερόμενου μέρους, στην Προσφυγή 1425/05, ικανοποιούσαν τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης.
Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία, συνέταξε κατάλογο 3 συστηνομένων υποψηφίων στον οποίο περιλαμβάνονταν ο αιτητής Χριστοφή και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η ΕΕΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 19/5/2005 ενημερώθηκε για την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εξέτασε τις 2 ενστάσεις που υποβλήθηκαν εναντίον του καταλόγου των συστηνομένων υποψηφίων.
H μία απο τις δύο ενστάσεις προερχόταν απο τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή 946/05 κ. Κωνσταντίνο Ταλιαδώρο.
H Επιτροπή εξέτασε τις εν λόγω ενστάσεις και πήρε τις αποφάσεις της που αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ.19.5.2005.
Σε ότι αφορά την ένσταση του κ. Ταλιαδώρου η Επιτροπή την απέρριψε επειδή δεν πληρούσε την πρόνοια (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, με τίτλο «Απαιτούμενα προσόντα» γιατί δεν ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέμα της ειδικότητας του που να του δίνει το δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10.
Στην ίδια συνεδρία της 19.5.2005 και μετά την εξέταση των ενστάσεων, η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου των προτεινομένων που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Μετά την εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι και οι τρεις προτεινόμενοι υποψήφιοι πληρούσαν τις πρόνοιες του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας.
Στη συνέχεια κατάρτισε, σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 35Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, όπως τροποποιήθηκε, τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιέλαβε τους τρεις υποψήφιους που είχε προτείνει η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Ακολούθως, αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β(9) του ιδίου Νόμου, να καλέσει τους υποψήφιους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο, σε προσωπική συνέντευξη την 1.6.2005 .
Οι προσωπικές συνεντεύξεις έγιναν την 1.6.2005 και η ΕΕΥ κατά την ίδια ημερομηνία (1.6.2005) αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επικρατέστερος υποψήφιος παρουσιαζόταν το ενδιαφερόμενο μέρος, στον οποίο αποφάσισε να προσφέρει διορισμό, με ισχύ από τις 6.6.2005.
Ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 30.9.2005. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές.
Νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 946/2005.
Ο αιτητής διατείνεται ότι αναιτιολόγητα χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα και ενεργώντας κατα πλάνη περί τα πράγματα η Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.)θεώρησε ότι αυτός δεν πληρούσε την πρόνοια 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και τον απέκλεισε απο τον πίνακα των επικρατεστέρων που σύστησε στην ΕΕΥ.
Η ΕΕΥ με τη σειρά της και ενεργώντας σαν σφραγίδα επικύρωσης της έκθεσης της Σ.Ε, απέρριψε χωρίς έρευνα και χωρίς αιτιολογία την ένσταση του Αιτητή με την ίδια φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε από τη Σ.Ε. ότι δηλαδή δεν πληροί την πρόνοια 3(1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, με τίτλο «Απαιτούμενα Προσόντα», αφού δεν είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλωματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε ειδικότητα που να του δίνει δικαίωμα διορισμού στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10.
O αιτητής επιχειρηματολογεί ότι εφόσον κατατάγηκε στη μισθολογική κλίμακα Β10 και αφού προάχθηκε στη θέση Διευθυντή Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, αποδεικνύεται ότι ο τίτλος που κατέχει αποτελεί πανεπιστημιακό δίπλωμα, τίτλο ή ισότιμο προσόν.
Ο αιτητής είναι κάτοχος πτυχίου Ανωτέρας Σχολής Ηλεκτρονικών (Σιβιτανίδειος) (3 έτη). Επιπλέον έχει ΜΑ in Education Management του Luton University και πτυχίο Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι εφόσον οι Ανώτερες Τεχνολογικές Σχολές της Ελλάδας έχουν «ανωτεροποιηθεί» το 2001 με σχετική νομοθετική πρόνοια που επεκτείνεται και σε απόφοιτους των προηγούμενων χρόνων, όπως είναι ο αιτητής, έπρεπε η ΕΕΥ να εξετάσει και να εγκρίνει το αίτημά του, ότι δηλαδή ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας.
Στην Προσφυγή Αρ. 945/05, με τον ίδιο αιτητή, Κωνσταντίνος Ταλιαδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 15 Ιουνίου 2007, ο αδελφός Δικαστής Φωτίου, εξέτασε πανομοιότυπο ζήτημα . Στην υπόθεση εκείνη η προαγωγή ήταν για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Μέση Τεχνική Εκπαίδευση ).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην υπόθεση εκείνη, ο αιτητής κατείχε, όπως εν προκειμένω, τη θέση του Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Κλ. Α13), το δε ε/μ τη θέση του Επιθεωρητή Α΄ (ΤΕ) (Κλ. Α13+2 προσαυξήσεις). Η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) αφού μελέτησε τους σχετικούς φακέλους των υποψηφίων έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα, αφού δεν πληρούσε την πρόνοια (1) του σχεδίου υπηρεσίας γιατί δεν ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέμα της ειδικότητάς του που να του δίδει δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10. ΄Ετσι δεν τον κάλεσε σε προφορική συνέντευξη. Παρά την υποβληθείσα ένσταση του αιτητή, η ΕΕΥ εξέτασε τον κατάλογο της ΣΕ και κατάληξε ότι ο μοναδικός προτεινόμενος υποψήφιος που πληρούσε τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος και έτσι απέκλεισε τον αιτητή από την όλη διαδικασία.
Ο αδελφός Δικαστής Φωτίου εξετάζοντας το ζήτημα, στην προαναφερόμενη απόφαση, κατέληξε στο ότι το θέμα δεν είχε διερευνηθεί δεόντως από το διορίζον όργανο.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα της κατάληξής του, την οποία και υιοθετώ:
«Για τη θέση καθηγητή στις κλίμακες Α8 - Α10, σημείωση 3 του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» (βλ. ΣΥ 36/2000 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 21.7.00). Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στην ΣΥ 20/2000 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 26.5.00).
Για τη θέση εκπαιδευτή στην κλίμακα Α8 - Α10 σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» (βλ. ΣΥ 19/1998 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 16.4.98).
Ενόψει του γεγονότος ότι και στις δυο περιπτώσεις (του καθηγητή και εκπαιδευτή) εκτός από την αναφορά σε τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου γίνεται αναφορά και σε τίτλο/πτυχίο «ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο» και ενόψει του ότι σύμφωνα με το Νόμο 2916/2001 της Ελληνικής Δημοκρατίας αναγνωρίστηκε ότι τα πτυχία ΤΕΙ που χορηγούνται μετά τη ψήφιση του νόμου καθώς και αυτά που αποκτήθηκαν πριν την ψήφισή του αποτελούν βασικούς τίτλους σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, έχω προσέξει ότι η περίπτωση του αιτητή δεν έχει εξετασθεί και κάτω από αυτή τη πτυχή. Βέβαια από τα ενώπιόν μου γεγονότα δεν φαίνεται αν ο αιτητής ακολούθησε τη διαδικασία που αναφέρεται στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ της ΕΕΥ ημερ. 2.3.03 (παράρτημα Χ5 στην απαντητική αγόρευση του αιτητή). Εν πάση όμως περιπτώσει εφόσον καμιά αναφορά δεν έχει γίνει σ΄ αυτή τη νομοθεσία κρίνω ότι η όλη έρευνα είναι ανεπαρκής και αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής. Τώρα αν ο αιτητής ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπει η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ (πράγμα που από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν είναι σαφές) ή αν δεν την ακολούθησε, και αν αυτό έχει οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια για την υπόθεσή του, είναι θέματα που θα πρέπει να τύχουν εξέτασης και απόφασης σε νέα εξέταση της υπόθεσης.»
Για τους ίδιους λόγους που ανέπτυξε ο αδελφός Δικαστής Φωτίου, η προσφυγή πετυχαίνει.
Νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στην Προσφυνή 1425/05.
Καταρχήν εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση καθώς δεν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Ο αιτητής είναι κάτοχος απλού και όχι μεταπτυχιακού διπλώματος Ηλεκτρονικής του Πανεπιστημίου Ουαλίας . Κατέχει κάτι μεταξύ πτυχίου και μεταπτυχιακού και επομένως, καταλήγει η εισήγηση, ότι το δίπλωμα του υπολείπεται ποιοτικά από τον μεταπτυχιακό τίτλο, προσόν που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης:
«3. Απαιτούμενα προσόντα:
(1) ...............................
(2) Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.»
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας, όπως και η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων των υποψηφίων, εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, στην περίπτωση αυτή της ΕΕΥ. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση του αναθεωρητικού του ελέγχου δεν προβαίνει σε δική του ερμηνεία του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας, αλλά μόνο εξετάζει κατά πόσο η ερμηνεία που δόθηκε σ' αυτό από το διορίζον όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής εκτός από το απαιτούμενο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας κατέχει και Postgraduate Diploma in Electronics, Wales Institute of Science and Technology UK (1972).
Επομένως, η ΕΕΥ ορθά κατά την κρίση μου, έκρινε ότι με βάση το δίπλωμα του αυτό ο αιτητής πληροί την πιο πάνω πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Είναι πρόδηλο ότι με τη συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται μεταπτυχιακή εκπαίδευση δηλαδή εκπαίδευση η οποία χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση χωρίς απαραίτητα να εξυπακούεται απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ισοδύναμου του master΄s. Συνακόλουθα η σχετική προδικαστική ένσταση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Ο αιτητής κ. Χριστοφή στην προσφυγή του ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση στερείται της δέουσας ή επαρκούς αιτιολογίας και είναι προϊόν πραγματικής πλάνης καθώς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υστερεί σε αξία , αρχαιότητα και πείρα έναντι του.
Ως προς τη βαθμολογία των εκθέσεων τους, ο αιτητής συγκεντρώνει κατά τα έτη 1995/96:38 , 1997/98.39, 1999/00:39, 2001/02:39 και 2002/03:39.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκεντρώνει για τα έτη 1994/95:36, 1996/97:37, 1998/99:37, 2000/01:38 και 2002/03:38.
Υποβάλλει συναφώς ότι η Επιτροπή δεν έδωσε την αναγκαία βαρύτητα στις υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψηφίων όπου καταφανώς υπερείχε ο αιτητής ενώ, αντίθετα, έδωσε υπερβολική βαρύτητα στην εντύπωση που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις των δύο υποψηφίων, ενώ, σύμφωνα με το Νόμο, η εντύπωση αυτή μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης.
Γίνεται παραπομπή στη σχετική νομολογία όπου έχει τονιστεί ότι η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμηση της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση.
Αναφορικά με τα προσόντα τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας . Ο αιτητής κατέχει Postgraduate Diploma in Electronics, Wales Institute of Science and Technology UK (1972) ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε από την ΕΕΥ ότι είναι κάτοχος μεταπτυχιακού γιατί το δίπλωμα MSc Ραδιοηλεκτρολογίας πολυτεχνείο Οδησσού, Ουκρανία (1975), με βάση τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμούς του 2003 (ΚΔΠ 594/2003), θεωρήθηκε ως πρώτος τίτλος και μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Είναι η θέση του αιτητή ότι στην περίπτωσή του, η ΕΕΥ μηδένισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του με μια πεπλανημένη αναφορά ότι « κανένας από τους υποψήφιους δεν κατέχει πρόσθετα προσόντα» ενώ στη συνέχεια αντιφατικά και αυθαίρετα αναφέρει στο ίδιο πρακτικό ότι το μεταπτυχιακό του αιτητή, που είναι της ίδιας διάρκειας με το μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου προσώπου, είναι κατώτερο από το master. Στο σημείο αυτό σχολιάζει ο αιτητής ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χρησιμοποίησε το ίδιο πτυχίο και για διορισμό του το 1975. Παρατηρεί ότι τότε ηταν πτυχίο για πρώτο διορισμό, ενώ τώρα κατέστη και «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» όπως απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας. Καταλήγει (ο αιτητής) ότι η ΕΕΥ αυθαίρετα και χωρίς συγκεκριμενοποίηση λόγων θεώρησε ότι το ακαδημαϊκό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι υπέρτερο του δικού του πρόσθετου προσόντος. Λέγει συναφώς ότι προσδόθηκε αυθαίρετα και άνισα μεγαλύτερη βαρύτητα στο πτυχίο του ενδιαφερόμενου προσώπου το οποίο, υπό πλάνη, θεωρήθηκε ως πρόσθετο.
Ακόμα, λέγει ο αιτητής, ότι η ΕΕΥ υποβάθμισε τη μεγάλη διαφορά αρχαιότητας μεταξύ του ιδίου και του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ο αιτητής έχει υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, τριών περίπου χρόνων στη θέση καθηγητή, 13 περίπου χρόνων στη θέση Τεχνολόγου και 9 περίπου χρόνων στη θέση Βοηθού Διευθυντή σχολείου Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης. Από δε τις 15.4.2002 κατείχε τη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ και τη θέση Διευθυντή από 1.1.2003.
Η υπέρτερη πείρα του δεν προκύπτει μόνο από την υπέρτερη αρχαιότητά του αλλά και από το γεγονός ότι είχε ήδη προαχθεί σε δύο ψηλότερες στην ιεραρχία θέσεις ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διεκδίκησε την επίδικη θέση από τη θέση του Βοηθού Διευθυντή.
Κατόπιν εξέτασης με μεγάλη προσοχή και των θέσεων της αντίθετης πλευράς σε συνδυασμό με τα πρακτικά και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, εκείνο που προκαλεί έντονο προβληματισμό είναι ότι ενόψει της υπεροχής του αιτητή στη βαθμολογία των εμπιστευτικών εκθέσεων και της αντικειμενικής ισοδυναμίας του σε προσόντα φαίνεται να δόθηκε υπερβολική σημασία στην προσωπική συνέντευξη. Η νομολογία υποδεικνύει ότι το στοιχείο αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις, όπως εδώ, προαγωγής. Όμως δεν παύει από το να είναι συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης.
Στην προκείμενη περίπτωση όμως, κρίνω ότι το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης, λανθασμένα έχει αναχθεί σε αυτοτελές κριτήριο καθώς κατέστη καθοριστικό στην υποβάθμιση της υπεροχής του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία καθώς και στην εξουδερέρωση της υπεροχής του σε αρχαιότητα και πείρα. Έστω, και αν η επίδικη θέση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υψηλόβαθμη. Στην Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 υπογραμμίστηκε ότι:
«Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμηση της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Ο συνυπολογισμός του αποτελέσματος της δεν υποβάθμισε τη σημασία της αξίας των υποψηφίων στο βαθμό που την αποκαλύπτει η αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.»
Δέστε περαιτέρω: Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, και την Προσφυγή 807/2000, Ιωάννης Σολωμού κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26/9/2001 (συσχετισμός αποτελέσματος συνέντευξης και αρχαιότητας).
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω και οι δύο προσφυγές πετυχαίνουν. Ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώνεται. Έξοδα 1000 ευρώ στην κάθε προσφυγή υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.