ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 44
&n bsp; Υπóθεση Αρ. 1696/2005
30 Ιανουαρίου, 2008
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΙΑΚΩΒΟΥ
Αιτήτρια
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθού η αίτηση
.......
Ι. Νικολάου, για την αιτήτρια
Π. Πολυβίου, για το καθού η αίτηση Ίδρυμα
Α.Σ. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος Πέτρος Κωνσταντίνου
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το δικαστήριο διακήρυξη ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθού η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με σχετική εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή με αρ. 44/2005, ημερομηνίας 24.10.2005, σύμφωνα με την οποία διορίστηκε στη μόνιμη θέση Συντάκτη, Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων, από 1.11.2005, το ενδιαφερόμενο μέρος Πέτρος Κωνσταντίνου, αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και χωρίς οιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 14.1.2005 το Ρ.I.Κ. προχώρησε στην προκήρυξη μιας μόνιμης θέσης «Συντάκτη», Κλίμακας Α8-Α9-Α10, Τμήμα Ειδήσεων και Επίκαιρων του Ρ.Ι.Κ. Με βάση την εν λόγω προκήρυξη υπέβαλαν αίτηση δέκα υποψήφιοι μεταξύ των οποίων η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος (στο εξής ε.μ.). Στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ' ου η αίτηση σε συνεδρία του ημερ. 12.10.05 αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, και με βάση τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, απεφάσισε να διορίσει το ε.μ. στην υπό κρίση θέση.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως: (α) κακή σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση κατά τη συνεδρία της 12/10/05 αφού περέλειψαν να καλέσουν όλα τα μέλη του, (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και θυματοποιήθηκε η αιτήτρια, (γ) ότι κατά την προφορική συνέντευξη δεν υπήρξε θεματολογία. Θίγει και την έλλειψη πρακτικού καταγραφής της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων και των αποτελεσμάτων της, (δ) ότι ο καθ' ου η αίτηση παράνομα δεν διεξήγαγε γραπτή εξέταση, (ε) ότι παράνομα δύο μέρες πριν από την προκήρυξη της επίδικης θέσης, προχώρησε σε αλλαγή του εφαρμοστέου σχεδίου υπηρεσίας προς εύνοια του ε. μ. και (στ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή του προσόντος της «καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.»
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αρχίζω από τον (α) λόγο ακυρώσεως, τον ισχυρισμό δηλαδή περί κακής σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου. Η άποψη μου είναι ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στα πρακτικά που τηρήθηκαν στην επίδικη συνεδρία, περιλαμβάνεται απόσπασμα όπου αναφέρεται με σαφήνεια ότι επρόκειτο για τακτική συνεδρία και επίσης ότι τα όλα τα μέλη ενημερώθηκαν από πριν για την διεξαγωγή της. Απλώς κατά τη συνεδρία της 12/10/05 το Διοικητικό Συμβούλιο ενώ διευκρινίζει ότι πρόκειτο περί τακτικής συνεδρίας για την οποία είχαν ενημερωθεί όλα τα μέλη, έκρινε ότι έπρεπε να είναι παρόντα μόνο τα μέλη που ήταν και στην προηγούμενη συνεδρία της 8/10/05 και όχι τα μέλη που απουσίαζαν στις 8/10/05, αφού τότε έγινε ουσιαστικά έργο, δηλαδή οι προσωπικές συνεντεύξεις. Εφόσον το Συμβούλιο συνεδρίαζε σε τακτικές ημέρες και ώρες τότε δεν χρειαζόταν να αποστέλλονται κάθε φορά προσκλήσεις. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 21 (3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99):
"Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες."
Πρόβλημα στη σύνθεση θα υπήρχε αν στις 12/10/05 συμμετείχαν μέλη που δεν συμμετείχαν στις 8/10/05 διότι θα παραβιαζόταν η αρχή ότι στις περιπτώσεις που η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες της μιας συνεδριάσεις, η σύνθεση του συλλογικού οργάνου πρέπει να παραμένει αναλλοίωτη σε όλες τις συνεδριάσεις (βλ. Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959, σελ. 112 και άρθρο 22 του Ν. 158(1)/99). Κρίνω λοιπόν ότι υπήρξε καλή σύνθεση του καθ' ου η αίτηση διοικητικού συμβουλίου, αφού υπήρχε απαρτία και σταθερή σύνθεση κατά τις επίδικες συνεδρίες.
Επίσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και θυματοποίηση της αιτήτριας. Προτού εξετάσω αυτό το λόγο ακυρώσεως, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Συμπερασματικά, το Συμβούλιο - παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις απόψεων μεταξύ των μελών του και παρόλο που δεν υιοθετούσε πλήρως τις απόψεις των αρμοδίων υπηρεσιακών - έκρινε ότι σε απόδοση στις προσωπικές συνεντεύξεις υπερείχε σαφώς ο Κωνσταντίνου Πέτρος. ο υποψήφιος αυτός απάντησε με δεξιότητα και γνώση στις διάφορες ερωτήσεις που του τέθηκαν, τον χαρακτήριζε η σοβαρότητα και η ώριμη κρίση - στοιχεία απαραίτητα για την διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης του Συντάκτη - και ήταν φανερό ότι ήταν ένας έμπειρος και συγκροτημένος δημοσιογράφος ο οποίος ήταν απόλυτα κατάλληλος για την υπό κρίση θέση. Περαιτέρω, κατά την άποψη του Συμβουλίου, οι προφορικές συνεντεύξεις είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη θέση του Συντάκτη, ενόψει της φύσης των καθηκόντων της θέσης.
Στο σημείο αυτό, και μετά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημέρωσε τα παρόντα μέλη για όλες τις σχετικές αποφάσεις και κρίσεις του Συμβουλίου που λήφθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Τα παρόντα μέλη εξέφρασαν πλήρη συμφωνία με τις αποφάσεις και κρίσεις του Συμβουλίου μέχρι τώρα, με τη διαφορά ότι ο Αντιπρόεδρος κ. Α. Χρυσάνθου και το μέλος κ. Μάκης Συμεού διατήρησαν τη θέση τους ότι η διαδικασία έπρεπε να είχε ανακληθεί σε προηγούμενο στάδιο.
Ενόψει του ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν Πρώτου Διορισμού, το Διοικητικό Συμβούλιο - σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 317/87 - έπρεπε να διορίσει τον καταλληλότερο υποψήφιο, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια της αξίας και των προσόντων.
Με βάση όλα τα δεδομένα ενώπιον του, και με βασικό κριτήριο την καταλληλότητα για τη θέση, το Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει με το διορισμό στη μόνιμη θέση του Συντάκτη του κου Πέτρου Κωνσταντίνου, από 1η Νοεμβρίου 2005. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έλαβε ιδιαίτερα υπόψη την σημαντική πείρα του κου Πέτρου Κωνσταντίνου στη δημοσιογραφία, συμπεριλαμβανομένης της μακράς απασχόλησής του (ως συνεργάτη) στο ΡΙΚ, καθώς και την υπεροχή του (έναντι των άλλων υποψηφίων) κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις.
Υπέρ του διορισμού του κου Πέτρου Κωνσταντίνου ψήφισαν ο Πρόεδρος κ. Α. Αλωνεύτης και τα μέλη Χ. Χαραλάμπους, Πέτρος Παπαπολυβίου και Χρ. Χαραλαμπίδης.
Ο Αντιπρόεδρος κ. Α. Χρυσάνθου και το μέλος κ. Μ Συμεού ψήφισαν υπέρ του διορισμού της κας Εύας Αργυρού.''
Σύμφωνα με την νομολογία, το τι συνιστά αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης έχει καθορισθεί με πληρότητα στην απόφαση της Ολομέλειας Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη αφού καταγράφονται σ' αυτήν, τόσο νομικοί όσο και πραγματικοί λόγοι, όπως η πλήρωση των απαιτούμενων προσόντων, δημοσιογραφική πείρα και υπεροχή κατά την προφορική εξέταση. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί θυματοποίησής της, δεν ευσταθεί καθότι προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Εν πάση περιπτώσει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά ζητήματα που άπτονται της διεξαγωγής της προφορικής συνέντευξης, ότι δηλαδή δεν υπήρξε θεματολογία των προφορικών συνεντεύξεων, έλλειψη πρακτικού καταγραφής της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων και καταγραφή των αποτελεσμάτων της. Κατά την άποψη μου και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των φακέλων, όλα αυτά καταγράφονται στα τηρούμενα πρακτικά των συνεδριάσεων του καθ' ου η αίτηση Διοικητικού Συμβουλίου. Προκύπτει ότι το κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου παραθέτει τις απόψεις του και τη δική του βαθμολογία για τον κάθε υποψήφιο. Το ε.μ. συγκέντρωνε 3 «Εξαίρετος» και 3 «Πολύ Καλός» ενώ η αιτήτρια 4 «Πολύ καλή» και 2 «Καλή».
Άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι ο καθ' ου η αίτηση παράνομα δεν διεξήγαγε γραπτή εξέταση. Αυτός ισχυρισμός, κατά την άποψη μου, εκτός του ότι είναι αβάσιμος, έρχεται και σε σύγκρουση και αντίφαση με το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας όπως τούτο έχει εξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Ηλία κα ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας,(2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίων Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κενττρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ 406), αφού η αιτήτρια έλαβε μέρος στην όλη διαδικασία χωρίς να προβεί σε σχετική διαμαρτυρία. Εν πάση περιπτώσει στην απουσία νόμου ή κανονισμού που να προβλέπει για υποχρεωτική γραπτή εξέταση το θέμα επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου, εδώ του καθού η αίτηση. (βλ. Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.α. (1990) 3 (ΣΤ) Α.Α.Δ. 4316, 4328). Τέτοια πρόνοια εδώ δεν υπήρχε.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι παράνομα ο καθ' ου η αίτηση, δύο μέρες πριν από την προκήρυξη της επίδικης θέσης, προχώρησε σε αλλαγή του εφαρμοστέου σχεδίου υπηρεσίας για να ευνοήσει το ε.μ., κρίνω ότι ούτε αυτός ευσταθεί για τους εξής λόγους:(α) ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και χωρίς να προσδιορίζει σε τι έχει ωφεληθεί το ε.μ. από την ισχυριζόμενη τροποποίηση και (β) ένα σχέδιο υπηρεσίας δεν συνιστά κεκτημένο δικαίωμα για ένα υποψήφιο και εναπόκειται στο αρμόδιο όργανο να το τροποποιήσει, να το ερμηνεύσει και να εφαρμόσει (βλ. μεταξύ άλλων, Κατσουνωτού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 258), ιδιαίτερα εδώ που η τροποποίηση έγινε πριν την προκήρυξη των θέσεων. Αν η τροποποίηση γινόταν μετά, τότε τα πράγματα δυνατό να ήταν διαφορετικά.
Τέλος ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή του προσόντος της «καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.». Η άποψη μου είναι ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ουσιαστικά αβάσιμος αφού, εκτός του ότι σύμφωνα και με σχετική εγκύκλιο της ΕΔΥ, οι απόφοιτοι των Ελληνικών Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης τεκμαίρεται ότι κατέχουν το προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας στη δική μας περίπτωση, στον προσωπικό φάκελο του ε.μ. υπάρχει σχετικό πιστοποιητικό που αποδεικνύει την από μέρους του κατοχή του εν λόγω προσόντος.
Σύμφωνα με νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318, 1336 και Αντώνης Πιττοκοπίτης ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, Α.Ε. 104/05 ημερ. 22/1/08), σε υποθέσεις διορισμού και/ή προαγωγής το δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να ακυρώσει την απόφαση αν αυτή λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του αρμοδίου οργάνου γεγονότα. Επεμβαίνει μόνο αν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε.
Δεν αγνοώ ότι στην παρούσα υπόθεση ο διορισμός του ε.μ. ήταν με απόφαση της πλειοψηφίας. Όμως και η μειοψηφία έκλινε υπέρ άλλης υποψηφίου και όχι της αιτήτριας.
Με βάση όλα τα πάνω καταλήγω ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ. και επομένως η προσφυγή αποτυχάνει.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθού η αίτηση και ενδιαφερόμενου μέρους (€700 και €400 αντίστοιχα).
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς