ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 876
21 Δεκεμβρίου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΔΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 589/2007)
Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ― Επιτροπή Προσωπικού ― Συγκρότηση και σύνθεση ― Δεν έπασχε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δεδικασμένο ― Έννοια και εμβέλεια ― Περιστάσεις της παραβίασης του δεδικασμένου από ακυρωτική απόφαση στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της κατ' επανεξέταση απόφασης αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, στη θέση Βοηθού Διευθυντή, αντί της ιδίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Επειδή προβάλλεται ζήτημα σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου, επιβάλλεται να εξετασθεί πρώτο. Ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής συγκρότησης, αφού, όπως ισχυρίζεται, δεν ήταν παρόντα όλα τα καθοριζόμενα από τον νόμο πρόσωπα, ήτοι ο Υποδιοικητής της καθ' ης η αίτηση. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι παντελώς αβάσιμος, πρώτον γιατί στο μεταξύ είχε αλλάξει η σύνθεσή του, ώστε να μην μπορούσε να συνεδριάσει με την παλιά του σύνθεση, και δεύτερο άλλαξε και η σχετική νομοθεσία (βλ. Ν. 34(1)/07), η οποία αύξανε τα μέλη από τρία σε τέσσερα. Σημειώνεται και το ότι Υποδιοικητής στην Τράπεζα δεν έχει διορισθεί, αφού σύμφωνα με το άρθρο 118 του Συντάγματος και το άρθρο 18 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002 (Ν. 138(1)/02), αυτός έπρεπε να ανήκει σε διαφορετική από το Διοικητή κοινότητα. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 17 (5) του ίδιου Νόμου, «ουδεμία πράξη ή ενέργεια του Συμβουλίου θεωρείται άκυρη, λόγω χηρείας οποιασδήποτε θέσης του Συμβουλίου».
2. Ο ισχυρισμός όμως περί παραβίασης του δεδικασμένου ευσταθεί, αφού και πάλι η καθ' ης η αίτηση υποπίπτει στο ίδιο λάθος, παραβιάζοντας το δεδικασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου. Μπορεί αυτή τη φορά η καθ' ης η αίτηση να μην χρησιμοποίησε το επίθετο «σημαντική» αλλά η διαπίστωση ότι η υπεροχή του ε.μ. σε αξία κατά τα έτη 2000-2002 είναι τόση ώστε να εξουδετερώνει την υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα (που ήταν σημαντική) τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, όσο και στην προηγούμενη θέση, έχει την ίδια σημασία όπως και η προηγούμενη διαπίστωση ότι το ε.μ. είχε «σημαντική» υπεροχή, κάτι που το δικαστήριο τότε έκρινε ότι δεν ίσχυε.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ψημολοφίτου κ.ά. ν. Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Υποθ. Αρ. 446/2003 κ.ά., ημερ. 9.3.2004,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Ζαπίτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1098,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 1037.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.
Α. Κ. Ευαγγέλου με Α. Αδαμίδου, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση, για το Ε/Μ Χρίστο Μάντη.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το δικαστήριο δήλωση ότι η πράξη και/ ή απόφαση της καθής η αίτηση, η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 30.3.2007 και με την οποία, μετά από επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, επαναπροήγαγε τον Μάντη Χρίστο στη θέση του Βοηθού Διευθυντή, αναδρομικά από 15.3.2003 αντί και/ ή στη θέση της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης όταν στις 9.3.2004 το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις 446/03 και 447/03 Ηλιάνα Ψημολοφίτου κ.ά. ν. Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 9/3/04) αποδέχθηκε την υπ. αρ. 447/03 προσφυγή της αιτήτριας (η 446/03 απέτυχε), με την οποία ακύρωσε την προαγωγή, στην επίδικη θέση, μόνο εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους (πιο κάτω ε.μ.) (για τα άλλα 3 ε.μ. η προσφυγή απορρίφθηκε) με το σκεπτικό ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το ε.μ. υπερέχει σημαντικά έναντι της αιτήτριας σε αξία και την ακολούθως απόρριψη της Αναθεωρητικής Έφεσης με αριθμό 3790, την οποία άσκησε η καθ' ης η αίτηση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Νέδης Παπαδάτου, Α.Ε. 3790 ημερ. 12/1/07-ΠΡΑΚΤΙΚΟ).
Προς συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Επιτροπή Προσωπικού επανάφερε το ε.μ. στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού με ισχύ από τις 15/3/03. Στη συνέχεια, επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης μίας κενής θέσης Βοηθού Διευθυντή, σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.
Επίσης κατά την επανεξέταση η Επιτροπή Προσωπικού υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Νομικού Σύμβουλου της Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία, στις περιπτώσεις επανεξέτασης όταν επέλθει αλλαγή στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την αρχική πράξη, το αρμόδιο συλλογικό όργανο θα επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφαση με τη νέα του σύνθεση και όχι με την παρουσία των μελών που αποχώρησαν, και ότι η επανεξέταση θα πρέπει να γίνει με αναφορά στα δεδομένα της πρώτης εξέτασης, χωρίς να εισαχθούν νέα στοιχεία. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η Επιτροπή Προσωπικού απαρτίζετο από τους κ. Χρ. Χριστοδούλου, (Πρόεδρο) και Χρ. Θεοκλή, Κ. Δάμτσα και Φ. Ζαχαριάδη (Μέλη).
Η Επιτροπή έλαβε γνώση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ίσχυαν οι περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1983-2003. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (4) της παραγράφου 73 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004�-2007, η προαναφερόμενη θέση Βοηθού Διευθυντή θα πληρωθεί με βάση τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς, που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή Προσωπικού, αφού εξέτασε το θέμα, συνέστησε όπως η πιο πάνω θέση πληρωθεί μέσω προαγωγής από το υφιστάμενο προσωπικό από την αμέσως προηγούμενη βαθμίδα.
Ακολούθως, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Κανονισμός 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, προνοεί ότι οι προαγωγές γίνονται με βάση την αξία, την πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων. Όσον αφορά την αξία, σημειώνεται ότι στην παράγραφο 2 του Μέρους Β του εντύπου Αξιολόγησης των Βοηθών Διευθυντών, δεικνύεται το επίπεδο γενικής απόδοσης όπως απορρέει από την επί μέρους αξιολόγηση. Με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 4.3 των Κατευθυντήριων Οδηγιών Αξιολόγησης μία σημαντική παράμετρος του συστήματος αξιολόγησης είναι η συγκρισιμότητα της απόδοσης και των δυνατοτήτων μεταξύ υπαλλήλων της ίδιας ομάδας. Συνεπώς, έκρινε, είναι σημαντικό το προσωπικό να αξιολογείται με βάση την αξία του σε σύγκριση με άλλους υπαλλήλους της ίδιας ομάδας, μέσα στα πλαίσια της περιγραφής/ανάλυσης των πτυχών απόδοσης που δίνεται στην παράγραφο 6.1.3. Στην εν λόγω παράγραφο περιγράφονται οι πτυχές απόδοσης βάσει των οποίων η αξιολόγηση των υπαλλήλων κατατάσσεται σε Εξαιρετική Απόδοση, Πολύ Καλή Απόδοση, Καλή Απόδοση, Ικανοποιητική Απόδοση και Ανεπαρκή Απόδοση. Σχετικές είναι και οι εγκύκλιοι του Διοικητή, με ημερομηνία 14.1.2005, 2.10.2003, 26.4.1996 και 21.1.1991, όπως και οι παράγραφοι 4.3, 6.1.3 και 6.3, και το Μέρος Β της Υπηρεσιακής Έκθεσης του Βοηθού Διευθυντή.
Η Επιτροπή σημείωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υποψήφιοι για τη θέση του Βοηθού Διευθυντή ήταν και οι κ. Ευπραξούλλα Αντωνιάδου Κυριακού και Αυγή Μυλωνά και ο κ. Γιώργος Συρίχας, ε.μ. στην προσφυγή με αριθμό 447/2003, οι οποίοι προήχθησαν στη θέση του Βοηθού Διευθυντή με ισχύ από τις 15 Μαρτίου, 2003. Δεδομένου ότι η προσφυγή με αριθμό 447/2003 απέτυχε ως προς την προαγωγή των προαναφερόμενων, δεν περιλήφθηκαν στην παρούσα διαδικασία.
Όσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή Προσωπικού, κατά την προαναφερόμενη συνεδρία της, σημείωσε ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ε-μ. πληρούν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα όπως αυτά καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Βοηθού Διευθυντή. Περαιτέρω, έχει λάβει υπόψη το γεγονός ότι μεταξύ άλλων υποψηφίων (εκτός της αιτήτριας) και το ε.μ. έχει πλεονέκτημα σε προσόντα με βάση την παράγραφο 1.4 του Παραρτήματος (Παράγραφος 7) Όροι και Σχέδια Υπηρεσίας των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, το οποίο λαμβάνεται υπόψη χωρίς να του δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, νοουμένου ότι αυτό δεν απαιτείται, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Βοηθού Διευθυντή, στα απαιτούμενα προσόντα.
Όσον αφορά την αξία των υποψηφίων για τη θέση Βοηθού Διευθυντή, η Επιτροπή σημείωσε ότι η πιο πάνω θέση εντάσσεται στις Διευθυντικές θέσεις και ότι ο παράγοντας της αξίας θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας για σκοπούς πλήρωσης των Διευθυντικών θέσεων. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε την υπεροχή του ε.μ. και ενός ακόμη υποψηφίου (εκτός της αιτήτριας) σε αξία έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων.
Σε σχέση με την πείρα η Επιτροπή σημείωσε ότι η αιτήτρια και ακόμη ένας υποψήφιος (εκτός του ε.μ.) υπερέχουν σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα όσο και στην προηγούμενη θέση από τους υπόλοιπους υποψήφιους.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή Προσωπικού λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια προαγωγής, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, δηλαδή την αξία, την πείρα και τα προσόντα και, σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία, με απόφασή της, ομόφωνα συνέστησε προς το Διοικητή, για προαγωγή στη θέση του Βοηθού Διευθυντή, με ισχύ από τις 15 Μαρτίου, 2003, το ε.μ. Χρίστο Μάντη. Σε σχέση με την αιτήτρια η Επιτροπή έκρινε ότι το ε.μ. υπερέχει σε αξία κατά τα έτη 2000-2002 από την αιτήτρια και ότι η υπεροχή του ε.μ. σε αξία είναι τόση ώστε να εξουδετερώνει την υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, όσο και στην προηγούμενη θέση.
Ο Διοικητής ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το εδάφιο (1) του Άρθρου 20 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002-2003, τις Οδηγίες και τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1983-2003, και αφού ενημερώθηκε για την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχεται στη γνωμοδότηση και όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο, κι' αφού έλαβε υπόψη και τις πρόνοιες του Καν. 11 που διέπουν το θέμα προαγωγών, κατέληξε στην απόφαση να προάξει το ε.μ. στη θέση του Βοηθού Διευθυντή, με ισχύ από τις 15 Μαρτίου, 2003, κρίνοντας τον ως τον πιο κατάλληλο μεταξύ των υποψηφίων.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας με τη γραπτή του αγόρευση προβάλλει ότι (α) υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου αφού, όπως ισχυρίζεται, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην υπεροχή του ε.μ. σε αξία, (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων αφού, όπως ισχυρίζεται, παραγνωρίζεται η πείρα και η αρχαιότητα της αιτήτριας, (γ) άνιση μεταχείριση σε βάρος της αιτήτριας, (δ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και (ε) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής συγκρότησης αφού όπως ισχυρίζεται δεν ήταν παρόντα όλα τα καθοριζόμενα από τον νόμο πρόσωπα, ήτοι ο Υποδιοικητής της καθ' ης η αίτηση.
Η πλευρά της καθής η αίτηση, με τη δική της αγόρευση, απορρίπτει όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς της αιτήτριας.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Επειδή προβάλλεται ζήτημα σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου επιβάλλεται να εξετασθεί πρώτο. Ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής συγκρότησης αφού, όπως ισχυρίζεται, δεν ήταν παρόντα όλα τα καθοριζόμενα από τον νόμο πρόσωπα, ήτοι ο Υποδιοικητής της καθ' ης η αίτηση. Η άποψη μου είναι ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι παντελώς αβάσιμος, πρώτον γιατι στο μεταξύ είχε αλλάξει η σύνθεση του ώστε να μην μπορούσε να συνεδριάσει με την παλιά του σύνθεση, και δεύτερο άλλαξε και η σχετική νομοθεσία (βλ. Ν. 34(1)/07) η οποία αύξανε τα μέλη από τρία σε τέσσερα. Σημειώνεται και το ότι Υποδιοικητής στην Τράπεζα δεν έχει διορισθεί, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 118 του Συντάγματος και το Άρθρο 18 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002 (Ν. 138(1)/02), αυτός έπρεπε να ανήκει σε διαφορετική από το Διοικητή κοινότητα. Εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με το Άρθρο 17 (5) του ίδιου Νόμου «ουδεμία πράξη ή ενέργεια του Συμβουλίου θεωρείται άκυρη λόγω χηρείας οποιασδήποτε θέσης του Συμβουλίου». Επομένως δέχομαι τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθής η αίτηση ότι ουδέν μεμπτό υπήρξε στη σύνθεση της καθής η αίτηση.
Στρέφομαι λοιπόν να εξετάσω τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου αφού, όπως ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας, δόθηκε ξανά υπέρμετρη βαρύτητα στην υπεροχή του ε..μ. σε αξία. Ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου εξετάζεται πάντα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου για την οποία αναφέρεται αυτό και συγκεκριμένα μόνο σε σχέση για αυτά τα οποία το δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε. Μόνο για αυτά υπάρχει η δέσμευση του δεδικασμένου και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη κατά την επανεξέταση να τα λάβει υπόψη και να συμμορφωθεί πλήρως ως προς το περιεχόμενό τους. Ο κανόνας του «δεδικασμένου» γενικά είτε πρόκειται για αστικό είτε για διοικητικό δίκαιο δεν διαφέρει και έχει ως εξής:
«Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων." (Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, p. 336)
(Σχετικές είναι επίσης οι αποφάσεις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Ζαπίτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1098, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 1037 (απόφαση πλειοψηφίας 6 από 11 δικαστές)].
Στην πιο πάνω υπόθεση Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας στη σελ. 1105 η Ολομέλεια (7 δικαστές) του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε απόφαση που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η αρχή ότι τα Διοικητικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη προσφυγή στην οποία αφορά, είναι νομολογιακά θεμελιωμένη. Πρόσφατη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαρής ν. της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147 στην οποία γίνεται συζήτηση του θέματος με πλήρη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα ουσιώδες απόσπασμα:
«Οι αποφάσεις των δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία, είναι δεσμευτικές επί όλων των οργάνων και αρχών της Δημοκρατίας (δες Άρθρο 146.5 του Συντάγματος) και όλα τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα στην απόφαση.»
(Δες επίσης την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Καστελλάνου (1988) 3 Α.Α.Δ. 2249).»
Εξέτασα την υπόθεση και τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή. Κατάληξα τελικά ότι ο εν λόγω ισχυρισμός ευσταθεί αφού και πάλι η καθής η αίτηση υποπίπτει στο ίδιο λάθος, παραβιάζοντας το δεδικασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου. Στην προαναφερθείσα Α.Ε. 3790 ημερ. 12/1/07, που επιβεβαιώνει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστή, λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι γεγονός πως ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, θεώρησε πως παρεισέφρησε πλάνη περί τα πράγματα, όταν η Επιτροπή χρησιμοποίησε το χαρακτηρισμό για την προαγωγή του προαχθέντος ότι είχε «σημαντική υπεροχή» σε αξία, ενώ, από τα αξιολογικά κριτήρια, όπως εμφαίνονταν ενώπιόν της κατά τις ετήσιες εκθέσεις, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν, παρά μόνο για το έτος 2002. Φαινόταν και κάποια υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους για τα έτη 2001 και 2000. Όμως, ο χαρακτηρισμός «σημαντική υπεροχή», και για τα τρία έτη, επειδή η συνολική βαθμολογία των αιτητών αυτών ήταν Α για το ενδιαφερόμενο και Β για την εφεσίβλητη, δεν εδικαιολογείτο.»
Μπορεί αυτή τη φορά η καθής η αίτηση να μην χρησιμοποίησε το επίθετο «σημαντική» αλλά η διαπίστωση ότι η υπεροχή του ε.μ. σε αξία κατά τα έτη 2000-2002 είναι τόση ώστε να εξουδετερώνει την υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα (που σημειώνω ότι ήταν σημαντική) τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, όσο και στην προηγούμενη θέση, έχει την ίδια σημασία όπως και η προηγούμενη διαπίστωση ότι το ε.μ. είχε «σημαντική» υπεροχή, κάτι που το δικαστήριο τότε έκρινε ότι δεν ίσχυε.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών του δεδικασμένου και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με £700 έξοδα εναντίον της καθής η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.