ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 855

18 Δεκεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

    ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 654/2006)

 

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ―Περιστάσεις υπό τις οποίες στοιχειοθετήθηκαν η έλλειψη αιτιολογίας και παράβασης της αρχής καλής πίστης στην προκειμένη περίπτωση.

Ο αιτητής αμφισβήτησε με την προσφυγή την απόφαση που αφορούσε την πληρωμή υπερωριών του, η οποία λόγω των αλλεπάλληλων ακυρώσεων και επανεξετάσεων ανέτρεχε στις δεκαετίες του 1970 και 1980.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η Δημοκρατία πρόβαλε ένσταση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας, και τούτο γιατί επαναλαμβάνει την αμέσως  προηγούμενη απόφαση, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2005. Δεν είναι ορθή αυτή η άποψη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση προσετέθη ποσό £2.500 στο ποσό των £14.950.93 της προηγούμενης. Υπήρχε επομένως μεταξύ τους σημαντική διαφορά, προφανώς ως αποτέλεσμα περαιτέρω διερεύνησης. Φαίνεται ότι η διοίκηση είχε αποδεχθεί ότι παρέμεναν εκκρεμείς απαιτήσεις, σε σχέση με τις οποίες έπρεπε να καταβληθεί στον αιτητή πρόσθετο ποσό. Και δεν έχει σημασία το ότι η διοίκηση επέλεξε να χαρακτηρίσει το πρόσθετο ποσόν ως προσφερόμενο «κατά χάρη». Τι αντιπροσώπευε το πρόσθετο ποσό δεν είναι γνωστό, αφού η διοίκηση δεν το προσδιόρισε. Η μη αναφορά στα όποια ερείσματα υπολογισμού του πρόσθετου ποσού, σημαίνει έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, η αρχή της καλής πίστης επέβαλλε την πληρωμή τόκων και του προηγουμένως καθορισθέντος ποσού δικηγορικών εξόδων. Η υπαναχώρηση από μέρους της διοίκησης, παραβίαζε την εν λόγω αρχή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Προδρόμου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1067,

Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1703,

Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 4(Β) Α.Α.Δ. 915,

Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 4 Α.Α.Δ. 656,

Α.Η.Κ. ν. Γεωργιάδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 600.

Προσφυγή.

Χ. Χριστούδιας, για τον Αιτητή.

Ε. Καρακάννα, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Αυτή είναι η πέμπτη στη σειρά προσφυγή του αιτητή, σε μια μακρά πορεία διεκδίκησης των δημοσιοϋπαλληλικών του δικαιωμάτων. Ο αιτητής υπηρέτησε στο Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών από το 1966 μέχρι την αφυπηρέτηση του το 1990. Το πλαίσιο στο οποίο προέκυψαν τα δικαιώματα για τα οποία γίνεται τόσα χρόνια λόγος, περιγράφεται ως εξής από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην πρώτη προσφυγή, Προδρόμου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1067:

«Το 1970 αναλήφθηκε εκστρατεία για την καταπολέμηση του εχινόκοκκου. Το έργο ήταν δύσκολο και επίπονο. Η προσπάθεια που εκτιμάται ως εντυπωσιακά πετυχεμένη, διάρκεσε 15 χρόνια. Στο πλαίσιο της, αριθμός δημόσιων λειτουργών, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, προσέφεραν σημαντική υπερωριακή εργασία.

Δεν υπήρχε, όπως προκύπτει, προδιαγεγραμμένο σύστημα και κυρίως πιστώσεις προς αποζημίωση ή αμοιβή των λειτουργών για την υπερωριακή εργασία ή έστω για παροχή σ' αυτούς φιλοδωρήματος όπως είχε σε κάποιο στάδιο προταθεί. Τους καταβαλλόταν κατ' αποκοπήν επίδομα αλλά είναι από όλους δεκτό πως αυτό δεν κάλυπτε το σύνολο της προσφοράς.

Ως προς τον αιτητή το θέμα ήλθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια με τη μορφή αιτήματος, το 1988. Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 30 Ιουλίου 1988, ζήτησε πληρωμή ή παραχώρηση ελεύθερου χρόνου.»

Εκείνη η προσφυγή απορρίφθηκε, στις 29 Μαΐου 1995, ως μη προσβάλλουσα εκτελεστή διοικητική απόφαση. Κατόπιν πρόσθετων στοιχείων, τα οποία ο αιτητής παρουσίασε, ακολούθησε νέα έρευνα ως αποτέλεσμα της οποίας η διοίκηση εξέδωσε νέα απόφαση, απορριπτική επί της ουσίας. Προσεβλήθη με την Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1703 την οποία ακύρωσε ο Καλλής, Δ. λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Υπέδειξε ότι η διοίκηση, με επιστολές του Διευθυντή του Τμήματος, είχε ήδη αποδεχθεί την απαίτηση του αιτητή, η οποία συνίστατο στα ακόλουθα:

«Α Περίοδος

 1971-1975                537 ½ ώρες                    157 Γεύματα

 Β Περίοδος

 1975-1979

 Υπόλοιπον Day-Off            884 ώρες                        296 Γεύματα

 Γ Περίοδος

 1979-1985                948 ώρες

________________________________________________________

 Σύνολο                      2.369 ½ ώρες                             453 Γεύματα»

Κατά την επανεξέταση αποφασίστηκε ότι ο αιτητής εδικαιούτο σε αποζημίωση για μόνο 66 ημέρες και, ειδικά, ότι αίτημα του για τόκους και δικηγορικά έξοδα δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί.  Η απόφαση προσεβλήθη με την Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 4(Β) Α.Α.Δ. 915 την οποία εξέτασε ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε). Στις 25 Σεπτεμβρίου 2000, ακυρώνοντας την απόφαση ο συνάδελφος ανέφερε και τα εξής, τα ιδιαίτερα σημαντικά:

«Πρέπει να πω πως δεν με ικανοποιεί η εξέλιξη της υπόθεσης. Ανιχνεύω άρνηση της διοίκησης, για λόγους που δεν μπορώ να διακριβώσω ούτε και με αφορούν, να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του αιτητή σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα, τη λογική, και μέσα στο πνεύμα της χρηστής διοίκησης.

.........

Το ύψος των υπερωριών, οδοιπορικών και ο αριθμός των γευμάτων, όπως τα παρουσίασε στη διοίκηση ο αιτητής δεν αμφισβητούνται. Για κάποια περίοδο δε, που δεν είχε υποβάλει έντυπο των απαιτήσεων, ο ίδιος λέει πως τούτο έγινε με βάση προφορική συμφωνία που είχε με το διευθυντή του. Τα στοιχεία όμως στα οποία βασίζονται είναι καταγραμμένα στο βιβλίο καταχώρισης του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.

Η νέα έρευνα, που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, όφειλε να συμβαδίσει με τα ευρήματα και διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση στην Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1703 .....

Η δικαιοδοσία μου επιβάλλει την ακύρωση και πάλιν της προσβαλλόμενης απόφασης, για ελλειπή διαδικασία επανεξέτασης και εσφαλμένη αιτιολογία της απόφασης. Νομίζω πως δεν εκτρέπομαι από τα όρια αρμοδιότητας μου αν εισηγηθώ, να δει η διοίκηση με άλλο πνεύμα το αίτημα του προσφεύγοντος, όπως το πνεύμα τούτο κυριαρχεί στην απόφαση στην Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1703, και τη δική μου.»

Ακολούθησε νέα επανεξέταση κατά την οποία, στις 7 Νοεμβρίου 2001, αποφασίστηκε να καταβληθεί στον αιτητή, για οριστική ρύθμιση του θέματος, ποσό £11.440 το οποίο αντιπροσώπευε υπερωριακή αποζημίωση, τόκους και δικηγορικά έξοδα. Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ημερ. 11 Δεκεμβρίου 2001, διευκρινίστηκε ότι τα στοιχεία τα οποία συνέθεταν το ποσό ήταν τα εξής:

«1.  Αποζημίωση για υπερωριακή εργασία

     (α) 1.1.71 - 31.3.75 (537,5 ώρες κανονικές Χ 1.5) =       806 ώρες

     (β) 1.4.75 - 31.5.79 (Υπόλοιπο 66 μέρες Χ 6.33 ώρες) =   418 ώρες

     (γ) Αποζημίωση για 66.75 ώρες διαφορά από

          λανθασμένο υπολογισμό της υπερωριακής

           εργασίας 1:1.5 αντί 1:2 =                                           67 ώρες

                                       Ολικός αριθμός ωρών  =       1291 ώρες

2.  Πληρωμή νενομισμένων τόκων για αποζημιώσεις (1)(α) - (γ).

3.      Πληρωμή δικηγορικών εξόδων (£659.0).»

Ο αιτητής δεν αποδέχθηκε το ποσό και προσέβαλε την απόφαση με την τέταρτη προσφυγή, την Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 4 Α.Α.Δ. 656. Αυτή τη φορά η Δημοκρατία υπέβαλε ένσταση ότι επρόκειτο για ζήτημα χρηματικής διαφοράς που υπάγεται στη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή ο Ηλιάδης, Δ. υπέδειξε ότι επρόκειτο για ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με την υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή και, επομένως, απέρριψε την ένσταση. Ο συνάδελφος, προχωρώντας στην ουσία της προσφυγής, επεσήμανε ότι οι μέχρι τότε δικαστικές διαπιστώσεις είχαν δημιουργήσει δεδικασμένο με το οποίο η διοίκηση όφειλε να συμμορφωθεί και ακύρωσε την απόφαση διότι:

«Η διαφοροποίηση των ωρών υπερωριακής εργασίας, που δεν είχαν αμφισβητηθεί στις διαδικασίες των άλλων δύο προσφυγών που προηγήθηκαν, συνιστούν παραβίαση του δεδικασμένου της Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 4(Β) Α.Α.Δ. 915

Η διοίκηση προέβη και πάλι σε επανεξέταση. Αποφάσισε να προσφέρει στον αιτητή ποσό £14.950,93 το οποίο, όπως του εξηγήθηκε με την επιστολή γνωστοποίησης, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2005, αντιπροσώπευε τα ακόλουθα:

«Α. Υπερωριακή Εργασία

(α) Αριθμός υπερωριών 2,369 ½ ώρες x 1,5 = 3554 Ώρες

(β) Αριθμός γευμάτων 453

 Β. Υπολογισμοί

      

(1) Μηνιαίος Μισθός (Απρίλης 1990 (590,41 x 13) = £7.675,00    Ετήσιος Μισθός

(2) Ετήσιες Ώρες Εργασίας: 1956

(3) Ετήσιος Μισθός £7.675,00 : 1956 Ώρες = £3,92 ανά ώρα

(4) Υπερωριακή εργασία Α(α) 3554 ωρών x £3,92 =             £13.931,68

(5) Αριθμός γευμάτων Α(β) 453 x £2,25 =                              £  1.019,25

                                                                                                                       __________

                                             Ολικό Ποσό Αποζημιώσεων       £14.950,93»

Βλέπει κανείς αμέσως ότι η διοίκηση υπολόγισε το ποσό με βάση τον ήδη δικαστικώς διαπιστωθέντα αριθμό υπερωριών και γευμάτων αλλά, αντίθετα από ό,τι προηγουμένως, δεν συμπεριέλαβε τόκους και δικηγορικά έξοδα. Ο αιτητής δεν αποδέχθηκε το ποσό.  Με επιστολή, ημερ. 8 Νοεμβρίου 2005, απαίτησε τους τόκους και τα προηγουμένως αποκρυσταλλωθέντα δικηγορικά έξοδα και πρόσθεσε διάφορες «συμπληρωματικές και παρεμφερείς αξιώσεις», όπως τις χαρακτήρισε. Ανέβασε έτσι το ποσό, το οποίο αξίωνε, σε £20.419,07. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή, ημερ. 19 Ιανουαρίου 2006, η διοίκηση του πρόσφερε ποσό £2.500 επιπλέον του ποσού των £14.950,93. Παραθέτω το πλήρες κείμενο:

«   Θέμα: Συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30/7/2004 στην προσφυγή με αρ. 38/2000 του Χαράλαμπου Προδρόμου

Επιθυμώ να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 8/11/2005 και να σας πληροφορήσω τα εξής:

Ο Διευθυντής των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών σε συνεννόηση με την Νομική Υπηρεσία, σας προσφέρει το ποσό των £2500, επιπλέον του ποσού των £14.950.93, για τελικό διακανονισμό του όλου προβλήματος.

Παρακαλώ όμως μας απαντήσετε γραπτώς, κατά πόσο δέχεσθε το προσφερόμενο ποσό.»

Με επιστολή, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2006, ο αιτητής ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του πρόσθετου ποσού των £2.500, για να διαπιστώσει ποιες από τις απαιτήσεις του κάλυπτε και ποιες όχι. Του δόθηκε η εξής απάντηση, με επιστολή ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2006:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομ. 31 Ιανουαρίου 2006 και σας επαναβεβαιώνω ότι, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες συμμορφούμενες ως προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 4 Α.Α.Δ. 656 σας προσφέρουν το ποσό των £14.950.93.

Επιπλέον, όπως σας είχα αναφέρει στην επιστολή μου με Αρ. Φακ. Ρ47/2 και ημερ. 19 Ιανουαρίου 2006, σας επιβεβαιώνω ότι κατά χάρη οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες σας προσφέρουν το ποσό των £2.500, για τελικό διακανονισμό του όλου προβλήματος που μας βασανίζει εδώ και χρόνια.

Παρακαλώ όπως έχουμε την απάντηση σας το συντομότερο.»

Ο αιτητής δεν αποδέχθηκε την πρόταση και, στις 5 Απριλίου 2006, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει την απόφαση η οποία του γνωστοποιήθηκε με τις προαναφερθείσες επιστολές, ημερ. 19 Ιανουαρίου 2006 και 7 Φεβρουαρίου 2006.

Η Δημοκρατία εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη υποβάλλει ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εντός του Άρθρου 146 του Συντάγματος αλλά αποτελεί χρηματική διαφορά που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ..». Επισημαίνω ότι το ίδιο είχε υποβάλει και στην Προδρόμου v. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 4 Α.Α.Δ. 656, ότι το Δικαστήριο το απέρριψε και ότι δεν ασκήθηκε έφεση. Δεν ανέμενα λοιπόν από τη Δημοκρατία να επανέλθει. Η ορθότητα άλλωστε της κατάληξης του συναδέλφου επιβεβαιώνεται από τη μετέπειτα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Α.Η.Κ. ν. Γεωργιάδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 600.

Με τη δεύτερη ένσταση της, η Δημοκρατία υποβάλλει ότι «η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη καθότι κατεχωρήθη μετά που είχαν παρέλθει 75 μέρες από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής των καθ' ων, ημερομηνίας 7.9.2005, που συνιστά .. εκτελεστή διοικητική πράξη». Όμως η προσφυγή δεν προσβάλλει την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 και επομένως δεν έχει νόημα η εξέταση εκπροθέσμου σε τέτοια βάση. Εισήγηση για εκπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής με αναφορά στην ημερομηνία παραλαβής της επιστολής, ημερ. 19 Ιανουαρίου 2006, με την οποία γνωστοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έγινε και δεν συντρέχει υπό τις περιστάσεις λόγος διερεύνησης.

Υποθέτω όμως ότι εκείνο που η Δημοκρατία στην ουσία εννοεί με την ένσταση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται  εκτελεστότητας, και τούτο γιατί επαναλαμβάνει την αμέσως  προηγούμενη απόφαση, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2005. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση προσετέθη ποσό £2.500 στο ποσό των £14.950.93 της προηγούμενης. Υπήρχε επομένως μεταξύ τους σημαντική διαφορά, προφανώς ως αποτέλεσμα περαιτέρω διερεύνησης. Φαίνεται ότι η διοίκηση είχε αποδεχθεί ότι παρέμεναν εκκρεμείς απαιτήσεις σε σχέση με τις οποίες έπρεπε να καταβληθεί στον αιτητή πρόσθετο ποσό. Και δεν έχει σημασία το ότι η διοίκηση επέλεξε να χαρακτηρίσει το πρόσθετο προσόν ως προσφερόμενο «κατά χάρη». Τι αντιπροσώπευε το πρόσθετο ποσό δεν είναι γνωστό αφού η διοίκηση δεν το προσδιόρισε. Η μη αναφορά στα όποια ερείσματα υπολογισμού του πρόσθετου ποσού, σημαίνει έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, η αρχή της καλής πίστης επέβαλλε την πληρωμή τόκων και του προηγουμένως καθορισθέντος ποσού δικηγορικών εξόδων. Η υπαναχώρηση από μέρους της διοίκησης παραβίαζε την εν λόγω αρχή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο