ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 828

4 Δεκεμβρίου, 2007

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΕΛΕΠΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1264/2005)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση παύσης του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού ― Περιστάσεις.

Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού ― Κήρυξη ως έκπτωτου του Προέδρου ― Άρθρο 10(2)(στ) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989-2000 ― Σε διαδικασία αυτής της φύσης, δεν μπορούν να ισχύσουν τα διέποντα πειθαρχικές διαδικασίες δημοσίων υπαλλήλων ή άλλων ημικρατικών οργανισμών ― Και η δοθείσα στην κριθείσα περίπτωση γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είχε τον χαρακτήρα απλής και όχι σύμφωνης γνωμοδότησης, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται υποχρέωση να ακολουθηθεί.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της αναλογικότητας ― Δεν ετίθετο θέμα αναλογικότητας με την νομική έννοια του όρου, στην κριθείσα περίπτωση παύσης του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης, με την οποία οι καθ' ων η αίτηση τον κήρυξαν έκπτωτο από τη θέση Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης, ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή το δικαίωμα ακρόασης, εν τη εννοία της νομολογίας και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η πληροφόρηση του αιτητή για την καταγγελία που έγινε εναντίον του και η πρόσκληση να δώσει τις δικές του απόψεις και εξηγήσεις επί των θεμάτων που θα απασχολούσαν το Υπουργικό Συμβούλιο, συνιστά μέτρο το οποίο συνάδει προς τις πρόνοιες του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), το οποίο συμπληρωματικά κατοχυρώνει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου.

     Το Υπουργικό Συμβούλιο έδωσε στον αιτητή την ευλόγως απαιτούμενη, υπό τις περιστάσεις, ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις του επί όλων των υπό εξέταση θεμάτων, νομικών και πραγματικών, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως ο αιτητής δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης. Σε διαδικασία αυτής της φύσης, όπου το υποκείμενο είναι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, για το διορισμό και την παύση του οποίου αποκλειστικά αρμόδιο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν μπορούν να ισχύσουν θέσμια ή πρακτικές που διέπουν πειθαρχικές διαδικασίες υπαλλήλων του δημοσίου ή άλλων ημικρατικών οργανισμών, για τις οποίες υπάρχουν πειθαρχικοί κώδικες. Η διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών εναντίον του αιτητή, διατηρήθηκε στο σωστό πλαίσιο της δίκαιης διαδικασίας.

2.  Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακύρωσης, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο προχώρησε στην κήρυξη του αιτητή ως έκπτωτου από τη θέση του, παραγνωρίζοντας γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Το Υπουργικό Συμβούλιο όμως δεν είχε υποχρέωση να ακολουθήσει την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία ήταν απλή γνωμοδότηση και όχι σύμφωνη γνωμοδότηση.

3.  Ο αιτητής εισηγείται, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπερβαίνει το αποδεκτό μέτρο της αρχής της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται θέμα αναλογικότητας, στη νομική έννοια του όρου. Ο νόμος θέτει τις προϋποθέσεις παύσης του Προέδρου της Επιτροπής και εναπόκειται στο Υπουργικό Συμβούλιο, που είναι το αποφασίζον όργανο, να εκτιμήσει κατά πόσο τα πραγματικά γεγονότα υπαγόμενα στο νόμο, μπορούν να οδηγήσουν στο εύλογο συμπέρασμα, ότι η τυχόν συνέχιση της θητείας του Προέδρου θα αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή και δεν εκφεύγει των άκρων ορίων της αρμοδιότητας και των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση το νόμο, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη της σπουδαιότητας της θέσης στον ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό τομέα, καθώς και των σοβαρών καθηκόντων και εξουσιών που είναι επιφορτισμένοι να ασκούν ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής με βάση το νόμο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μιχαήλ. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 326.

Προσφυγή.

Κ. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε την 1.8.2005, αποφάσισε να κηρύξει έκπτωτο τον αιτητή από τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής της Προστασίας του Ανταγωνισμού (η Επιτροπή). Η απόφαση λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 10(2)(στ) των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 - 2000 (ο νόμος). Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 4.8.2005 και σ' αυτή αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της προαναφερόμενης απόφασης. Κρίθηκε ότι υπήρξε από πλευράς αιτητή κατάχρηση της θέσης του Προέδρου της Επιτροπής « ..... κατά τρόπον ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του αποβαίνει επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον ... ».

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία κηρύχθηκε έκπτωτος ο αιτητής από τη θέση του, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Ο αιτητής θεωρεί ότι η απόφαση είναι παράνομη και ζητά την ακύρωσή της.

Η αιτία του υπό κρίση αποτελέσματος, ανάγεται σε γραπτή καταγγελία δικηγόρου ημερ. 23.12.2004 προς το Υπουργικό Συμβούλιο με την οποία καταγγελλόταν ο αιτητής για κατάχρηση της θέσης του Προέδρου της Επιτροπής και για παραποίηση εγγράφων. Μετά την πιο πάνω καταγγελία ακολούθησαν αστυνομικές ανακρίσεις και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή ο οποίος, κατηγορήθηκε για καταρτισμό εγγράφου χωρίς εξουσία ή δικαιολογία και για πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των σχετικών αντίστοιχων διατάξεων του ποινικού κώδικα. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, λήφθηκε ενώ εκκρεμούσε ακόμη η προαναφερθείσα ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή.

Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή το δικαίωμα ακρόασης, εν τη εννοία της νομολογίας και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Λέγει ο αιτητής ότι ουσιαστικά κλήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο να δώσει εξηγήσεις, όχι για να εξεταστεί η υπόθεση αυτή καθ' εαυτή αλλά για να πείσει ο ίδιος το Υπουργικό Συμβούλιο για ποιο λόγο να μη κηρυχθεί έκπτωτος από τη θέση που κατείχε. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και κατά ένα πρωτοφανή τρόπο, μεταφέρθηκε στους ώμους του το βάρος να αποδείξει ή να πείσει το Υπουργικό Συμβούλιο ότι δεν θα έπρεπε να κηρυχθεί έκπτωτος για μια υπόθεση για την οποία δεν είχε καταδικαστεί ή εν πάση περιπτώσει δεν του είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Το Υπουργικό Συμβούλιο μετά που πήρε την προαναφερόμενη γραπτή καταγγελία εναντίον του αιτητή, διαχώρισε το θέμα της ποινικής ευθύνης από το θέμα της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και θεώρησε ότι, με βάση την καταγγελία, η συμπεριφορά, οι ενέργειες, οι αποφάσεις ή παραλείψεις του αιτητή, εμπίπτουν στις πρόνοιες του Άρθρου 10(2)(στ) του νόμου. Ενόψει τούτου, αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή « . να προβάλει και να υποστηρίξει τις δικές του απόψεις.» και να τον καλέσει σε απολογία.

Με εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου στάληκε μακροσκελής επιστολή στον αιτητή ημερ. 7.7.2005 στην οποία γίνεται αναφορά στην καταγγελία και στο ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει το ενδεχόμενο τα γεγονότα της περίπτωσης αυτής να δικαιολογούν την άσκηση των εξουσιών και της αρμοδιότητας σύμφωνα με τον περί Ανταγωνισμού Νόμο 207/89 (Κ2) όπως αυτός τροποποιήθηκε με το νόμο 155(1)/2000, Άρθρο 10(2)(στ), αν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ότι «τυχόν συνέχεια της θητείας (σας) θα αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον.»».

Στην πιο πάνω επιστολή εκτίθενται αναλυτικά τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την καταγγελία και παρατίθεται επίσης η νομική αλλά και η ευρύτερη σημασία που ενέχει, κατά την αντίληψη του Υπουργικού Συμβουλίου, η μεμπτή συμπεριφορά και οι ενέργειες του αιτητή για το δημόσιο συμφέρον κλπ. Ζητήθηκε επίσης από τον αιτητή όπως μέσα σε 15 ημέρες από τη λήψη της επιστολής δώσει τις δικές του εξηγήσεις και απόψεις στο κατά πόσο η συμπεριφορά του, εφόσον έγινε δημοσίως γνωστή, «δικαιολογημένα δημιουργεί στην κοινή γνώμη την άποψη ότι υπήρξε κατάχρηση της θέσης και των εξουσιών του όσο αφορά την σύγκλιση συνεδριών και την τήρηση ορθών πρακτικών και της διατήρησης της αρχής της λήψης συλλογικών αποφάσεων σε βαθμό και με αποτέλεσμα, να δημιουργούν το ενδεχόμενο «ότι, τυχόν συνέχεια της θητείας του θα αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον»».

Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 22.7.2005 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου απάντησε επί του κύριου ερωτήματος, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει και επαναδιατυπώνει, «αν και κατά πόσον παραβίασα την πρόνοια του Άρθρου 10(στ) του νόμου περί Προστασίας του Ανταγωνισμού 207/89 «δηλαδή ότι καταχράστηκα τη θέση μου κατά τον τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας μου να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον» με αποτέλεσμα να δίδεται το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο να προχωρήσει στην παύση μου.»

Η επιστολή του αιτητή είναι ανάλογα μακροσκελής με εκείνη του Υπουργικού Συμβουλίου  και σ' αυτή σχολιάζονται τα κρίσιμα γεγονότα, δίδονται απαντήσεις και εκφράζονται απόψεις επί όλων των θεμάτων που θίγονται στην επιστολή του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 7.7.2005. Τα γεγονότα ουσιαστικά δεν αμφισβητούνται από τον αιτητή ο οποίος, ομολογεί ότι εκ λάθους ή παραδρομής συντάχθηκε πρακτικό για συνεδρία που δεν έγινε και συνεπεία τούτου έγινε και δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα. Λέγει όμως ότι το εν λόγω πρακτικό ακυρώθηκε μετά τη διαπίστωση του λάθους κλπ. Ο αιτητής ουσιαστικά υποβαθμίζει τη σημασία των όσων του αποδίδονται και θεωρεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ' επίκληση τούτων δηλαδή των ισχυρισμών που περιέχονται στην καταγγελία, επιζητεί ένα άλλοθι για να δικαιολογηθεί η παύση του. Θεωρεί επίσης ότι η καταγγελία εναντίον του έγινε για να εξυπηρετηθούν αλλότριοι σκοποί αντί του δημοσίου συμφέροντος και εμμέσως πλην σαφώς καταλογίζει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο πρόθεση καταδίωξής του και παύσης του από τη θέση που κατέχει με αφορμή την καταγγελία. Η επιστολή καταλήγει ως εξής:

«Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε, Εντιμοι Κύριοι Υπουργοί,

Αν με αυτά όλα τα γεγονότα θεωρείτε ότι δικαιολογείται η παύση μου, είναι θέμα που εσείς θα το αποφασίσετε. Εκείνο που καταλήγοντας θέλω να πω, είναι πως όλες αυτές οι εναντίον μου διαδικασίες αποτελούν καταδίωξη και παραβιάζουν κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης. Από του διορισμού μου και μέχρι τη λήξη της θητείας μου ή την παύση μου, ενεργώ και θα λειτουργώ πάντοτε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, πράγμα που αποτελεί νομική υποχρέωσή μου. Διαχειρίστηκα μαζί με τους συνεργάτες μου πολλές υποθέσεις και από τις αποφάσεις μας ως ήταν φυσικό επηρεάστηκαν διάφορα συμφέροντα. Αν κάποιων τα συμφέροντα έχουν θιγεί με τις αποφάσεις μας, αυτό με αφήνει αδιάφορο, γιατί έχω ήσυχη τη συνείδησή μου όπως και οι συνεργάτες μου πιστεύω, ότι επιτελέσαμε και επιτελούμε το καθήκον μας με αμεροληψία, αντικειμενικότητα και ανεπηρέαστοι από κάθε κομματική-πολιτική ή οικονομική σκοπιμότητα.

Με επιφύλαξη όλων των νόμιμων δικαιωμάτων μου.»

Η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται πράγματι στο Άρθρο 10(2)(στ) του νόμου το οποίο προβλέπει:

«10.-(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλος της Επιτροπής, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

...............................

(στ) αν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·  ή .»

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να κηρύξει έκπτωτο τον αιτητή από τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής αναμφίβολα συνιστά διοικητικό μέτρο δυσμενούς  φύσεως για τον αιτητή. Με αυτό ως δεδομένο, θεωρώ ότι ορθά υπό τις περιστάσεις δόθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις του επί των ισχυρισμών που περιέχονται στην καταγγελία εφόσον η απόφαση, που ενδεχομένως θα λαμβανόταν εναντίον του, θα ήταν δυσμενής και θα είχε ως έρεισμα τους εν λόγω ισχυρισμούς. Η πληροφόρηση του αιτητή για την καταγγελία που έγινε εναντίον του και η πρόσκληση να δώσει τις δικές του απόψεις και εξηγήσεις επί των θεμάτων που θα απασχολούσαν το Υπουργικό Συμβούλιο, συνιστά μέτρο το οποίο συνάδει προς τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) το οποίο συμπληρωματικά κατοχυρώνει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ως έκφραση της φυσικής δικαιοσύνης. Το εν λόγω δικαίωμα, στο πεδίο της διοικητικής διαδικασίας, συνίσταται στη δυνατότητα του διοικουμένου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι' αυτόν διοικητικής πράξης να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο.

Το Υπουργικό Συμβούλιο με την επιστολή ημερ. 7.7.2007 πληροφόρησε τον αιτητή για τα υπό εξέταση θέματα που προέκυπταν από τις καταγγελίες και με σαφήνεια του γνωστοποίησε ότι η εξέταση θα γινόταν υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 10(2)(στ) του νόμου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με αναφορά στην εν λόγω διάταξη και στους ισχυρισμούς που περιέχονται στην καταγγελία, διατύπωσε τη δική του άποψη για το πώς αντιλαμβάνεται το «δημόσιο συμφέρον» στην έννοια του νόμου και καλεί τον αιτητή να δώσει τις δικές του εξηγήσεις και απόψεις επί όλων των θεμάτων που εγείρονται και λεπτομερώς εξειδικεύονται στην προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 7.7.05. Καθώς έχει ειπωθεί, ο αιτητής έδωσε γραπτώς τις δικές του απόψεις και εξηγήσεις επί όλων των εγειρόμενων θεμάτων. Από το περιεχόμενο της επιστολής του ημερ. 22.7.2005 σαφώς προκύπτει ότι αντιλήφθηκε τους ισχυρισμούς των καταγγελιών καθώς και τη νομική βάση πάνω στην οποία θα προχωρούσε το Υπουργικό Συμβούλιο για να διαπιστώσει κατά πόσο οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν βάσιμοι και δικαιολογούσαν τη λήψη μέτρων εναντίον του κατ' εφαρμογή του Άρθρου 10(2)(στ) του νόμου.

Έχοντας λοιπόν υπόψη το περιεχόμενο των δύο προαναφερόμενων επιστολών δηλαδή εκείνης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 7.7.2005 και αυτής του αιτητή ημερ. 22.7.2005, είμαι ικανοποιημένος ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έδωσε στον αιτητή την ευλόγως απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις του επί όλων των υπό εξέταση θεμάτων, νομικών και πραγματικών, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Θεωρώ επομένως ότι ο αιτητής δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, όπως αυτός τώρα διατείνεται. Παρενθετικά σημειώνω ότι διαδικασία αυτής της φύσης όπου το υποκείμενο είναι ο Πρόεδρος της Επιτροπής, για το διορισμό και την παύση του οποίου αποκλειστικά αρμόδιο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν μπορούν να ισχύσουν θέσμια ή πρακτικές που διέπουν πειθαρχικές διαδικασίες υπαλλήλων του δημοσίου ή άλλων ημικρατικών οργανισμών για τις οποίες υπάρχουν πειθαρχικοί κώδικες. Θεωρώ συνεπώς ότι η διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών εναντίον του αιτητή διατηρήθηκε στο σωστό πλαίσιο της δίκαιης διαδικασίας και ότι δεν έχει παραβλαφθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.

Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι το Υπουργικό Συμβούλιο προχώρησε στην κήρυξη του αιτητή ως έκπτωτου από τη θέση του, παραγνωρίζοντας γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η εξουσία αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου θα μπορούσε να ασκηθεί μόνο σε περίπτωση καταδίκης του αιτητή στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και όχι ενόσω εκκρεμούσε η ποινική δίωξη εναντίον του. Νομίζω ότι η προαναφερόμενη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, επικεντρώθηκε βασικά στο Άρθρο 10(2)(γ) του νόμου όπου για την έκπτωση από τη θέση, τίθεται ως προϋπόθεση η καταδίκη του Προέδρου ή Μέλους της Επιτροπής για ποινικό αδίκημα ατιμωτικού χαρακτήρα ή που ενέχει ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας διατήρησε ωστόσο επιφυλάξεις κατά πόσο τα αδικήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί ο αιτητής συνιστούν κατάχρηση της θέσης του εντός της εννοίας του Άρθρου 10(2)(στ) του νόμο και κατά πόσο επίσης, σε τέτοια περίπτωση, η παραμονή του στη θέση αποβαίνει επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον. Είναι γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο διαφώνησε με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και θεώρησε ότι τα υπό εξέταση θέματα ενέπιπταν στις πρόνοιες του Άρθρου 10(2)(στ) του νόμου. Ήταν πάνω σ' αυτή τη νομική βάση που προχώρησε η διαδικασία. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να ακολουθήσει την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία ήταν απλή γνωμοδότηση και όχι σύμφωνη γνωμοδότηση. Στη Μιχαήλ. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 326 εξηγείται η διάκριση μεταξύ «απλής γνωμοδότησης» και «σύμφωνης γνωμοδότησης».

Ο αιτητής εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπερβαίνει το αποδεκτό μέτρο της αρχής της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Λέγει συναφώς ότι προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης η καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και ότι στο διάστημα των δυόμισι περίπου μηνών που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χειρίστηκε σοβαρές υποθέσεις και εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις χωρίς η άσκηση των καθηκόντων του, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, να είχε αποβεί σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Έχω τη γνώμη πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα αναλογικότητας, στη νομική έννοια του όρου. Ο νόμος θέτει τις προϋποθέσεις παύσης του Προέδρου της Επιτροπής και εναπόκειται στο Υπουργικό Συμβούλιο, που είναι το αποφασίζον όργανο, να εκτιμήσει κατά πόσο τα πραγματικά γεγονότα υπαγόμενα στο νόμο, μπορούν να οδηγήσουν στο εύλογο συμπέρασμα ότι η τυχόν συνέχιση της θητείας του Προέδρου θα αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον. Έχω τη γνώμη πως στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή και δεν εκφεύγει των άκρων ορίων της αρμοδιότητας και των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση το νόμο, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη της σπουδαιότητας της θέσης στον ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό τομέα καθώς και των σοβαρών καθηκόντων και εξουσιών που είναι επιφορτισμένοι να ασκούν ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής με βάση το νόμο.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο