ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2007) 4 ΑΑΔ 719
12 Οκτωβρίου, 2007
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
1. ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. JAN HAZRAT,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1662/2006)
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Όροι νομιμότητας του διατάγματος απέλασης ― Περιστάσεις της τήρησης των όρων στην κριθείσα περίπτωση.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής ― Άρθρο 15 του Συντάγματος και άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε παραβίαση του δικαιώματος στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Άρθρο 1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 18(ΙΙΙ)/2000) ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Περιστάσεις της μη στοιχειοθέτησής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές επεδίωξαν με την προσφυγή την ακύρωση του διατάγματος απέλασης εναντίον του Αιτητή 2.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η διοίκηση εν προκειμένω διεξήγαγε την απαιτούμενη έρευνα τόσο σε σχέση με το οικογενειακό καθεστώς των αιτητών, όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία που υπήρχαν στον διοικητικό φάκελο, τα οποία και προφανώς στάθμισε, προτού καταλήξει στην απόφασή της.
2. Αναμφίβολα το δικαίωμα για οικογενειακή ζωή εγείρεται συχνά σε περιπτώσεις που εξετάζεται το ενδεχόμενο απέλασης αλλοδαπού. Όμως δεν φαίνεται ούτε από την Κυπριακή ούτε και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να υπάρχει απόλυτο δικαίωμα μη απέλασης ή εισόδου, επειδή θα επηρεαστεί η οικογενειακή ζωή.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη τον γάμο των δύο αιτητών. Σταθμίζοντας όλα τα στοιχεία, η διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε την απέλαση. Η διοίκηση ενήργησε σ' όλα τα στάδια καλόπιστα και ως εκ τούτου δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των Αιτητών για παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων.
3. Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν δόθηκαν οι απαιτούμενες εγγυήσεις στον Αιτητή 2 σύμφωνα με το άρθρο 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Κυρωτικού Νόμου, 18(ΙΙΙ)/2000.
Ο Αιτητής 2 όμως δεν στερήθηκε των δικαιωμάτων του, αφού πληροφορήθηκε με την επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης, ότι είχε δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί και να ενστεί στην απέλασή του.
4. Παρά τον λακωνικό τρόπο που διατυπώθηκε η επίδικη απόφαση, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία που να καθιστά αδύνατο ή δύσκολο τον έλεγχό της. Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία μιας απόφασης είναι άμεσα συναρτημένη με τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει σαφώς ότι ο Αιτητής 2 κατέστη απαγορευμένος μετανάστης μετά την απόρριψη της αίτησης του για πολιτικό άσυλο και την λήξη της προσωρινής άδειας παραμονής του. Το συγκεκριμένο γεγονός αναφέρεται ως αιτιολογία στην απόφαση.
5. Η διοίκηση άσκησε την εξουσία της καλόπιστα. Η απόφαση της διοίκησης για απέλαση του Αιτητή 2 ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Mοyo a.ο. v. The Republic of Cyprus (1988) 3(B) C.L.R. 1203,
Suleiman v. The Republic of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 224,
Siomina Ήρωα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307,
X and Y v. Germany [1977] 9 DR 219,
Chahal v. U.K. [1997] 23 E.H.R.R. 413,
Balalas a.ο. v. The Republic of Cyprus (1988) 3(C) C.L.R. 2127.
Προσφυγή.
Δ. Κακουλλής, για τους Αιτητές.
Λ. Ουστά, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
EPΩTOKPITOY, Δ.: Με την αίτηση τους οι Αιτητές αιτούνται:-
(α) ακύρωση του διατάγματος κράτησης και απέλασης του Αιτητή 2, ημερ. 1.9.2006, (β) δήλωση ότι η σύλληψη και κράτηση του Αιτητή 2 από 1.9.06 είναι παράνομη, και (γ) διάταγμα με το οποίο οι καθ'ων η αίτηση να διατάσσονται να παραχωρήσουν άδεια παραμονής στον αιτητή 2, μέχρι εκδίκασης της παρούσας προσφυγής. Αυτό το αίτημα των αιτητών δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, γι' αυτό και δεν προτίθεμαι να το συζητήσω περαιτέρω.
Η Αιτήτρια 1 είναι Κυπριακής καταγωγής και κάτοχος της Κυπριακής και Αγγλικής ιθαγένειας.
Ο Αιτητής 2 διατείνεται ότι είναι από το Αφγανιστάν. Ισχυρίζεται ότι αφίχθηκε στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 2001. Στις 18.10.2001 εντοπίστηκε να περιπλανάται στη Λευκωσία και συνελήφθηκε από την Αστυνομία. Δήλωσε πολιτικός πρόσφυγας από το Αφγανιστάν και αιτήθηκε πολιτικό άσυλο. Στις 8.11.01 του δόθηκε άδεια παραμονής η οποία κατά διαστήματα ανανεωνόταν εξ' αιτίας της εκκρεμούσας αίτησης του για πολιτικό άσυλο.
Στις αρχές του 2003 κατά τη διάρκεια εξετάσεων για σκοπούς ανανέωσης της προσωρινής άδειας παραμονής του, υπήρξε υπόνοια ότι ο αιτητής ήταν το ίδιο άτομο που το 2000 αποτάθηκε για άδεια παραμονής με άλλο όνομα. Μετά από έρευνα επιβεβαιώθηκε από τα αρχεία του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ότι ο Αιτητής για πρώτη φορά αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 5.10.2000 και εξασφάλισε άδεια εισόδου για σκοπούς φοίτησης σε τοπικό κολλέγιο. Τότε είχε παρουσιαστεί ως Πακιστανός υπήκοος με το όνομα Mohamad Asad Quarashi. Έκτοτε, πλην μιας μικρής περιόδου τον Αύγουστο του 2001, το άτομο με το συγκεκριμένο όνομα δεν απουσίασε από την Κύπρο.
Στο μεταξύ τις 2.2.2002, οι δύο αιτητές τέλεσαν Μουσουλμανικό γάμο. Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται ότι ο συγκεκριμένος γάμος δεν αναγνωρίζεται από την Δημοκρατία, αφού δεν τελέστηκε από εγκεκριμένο Λειτουργό Τέλεσης Γάμου. Στις 13.4.04 στα πλαίσια διερεύνησης των δραστηριοτήτων του Αιτητή 2, η Αιτήτρια 1, σύζυγός του, σε γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία δήλωσε ότι από το 2002 που τέλεσε το μουσουλμανικό γάμο, ο Αιτητής 2 ουδέποτε έμεινε μαζί της στο ίδιο σπίτι αλλά την επισκεπτόταν 1-2 φορές τον μήνα στο χωριό Καμπιά όπου διαμένει. Επίσης ανέφερε ότι την κτυπούσε, την απειλούσε και ότι ήθελε να τον χωρίσει αλλά τον φοβόταν.
Παρά την πιο πάνω κατάθεση, στις 3.3.05 παρουσιάστηκε στην αρμόδια αρχή στα πλαίσια της αίτησης για πολιτικό άσυλο, βεβαίωση του Κοινοτάρχη Στροβόλου, Κυριάκου Ζιντίλη, ότι οι δύο Αιτητές «διαμένουν αρμονικά στη διεύθυνση Βίκτωρος Ουγκώ 1, Στρόβολος, από 2.2.2002 μέχρι σήμερα 3.3.05». Στις 30.5.2005 κατατέθηκε από τους δύο Αιτητές υπεύθυνη «Δήλωση Αντρογύνου» ότι από 2.2.2002 μέχρι 30.5.2005 κατοικούν στην ίδια διεύθυνση στο Στρόβολο και ότι ο γάμος τους ίσχυε μέχρι τότε. Τη δήλωση βεβαιώνει και πάλιν ο ίδιος κοινοτάρχης.
Στις 27.3.2003 ο Αιτητής 2 συνελήφθη σε σχέση με διερευνόμενη υπόθεση ότι στις 5.10.2000 εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με πλαστό διαβατήριο και παρέμεινε για αρκετούς μήνες, δίνοντας στην αστυνομία ψευδή στοιχεία ότι καταγόταν από το Πακιστάν και ότι το όνομα του ήταν Mohamad Quarashi. Ανακρινόμενος, εκτός των πιο πάνω, παραδέχθηκε ότι μετά που εγκατέλειψε την Κύπρο, στις 25.9.01 επανήλθε από μη εγκεκριμένο Λιμάνι, δίδοντας και πάλιν ψευδή στοιχεία στην αστυνομία. Επίσης παραδέχθηκε ότι μετά την επιστροφή του, απέσπασε χρήματα από πολιτικούς πρόσφυγες λέγοντας ότι είναι υπάλληλος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στη συνέχεια κατηγορήθηκε σε πέντε ποινικές υποθέσεις (Αρ. 2303/03, 2304/03, 2139/03, 2140/03 και 10303/04) για εξασφάλιση άδειας εισόδου στη Δημοκρατία με ψευδείς παραστάσεις, κλοπή επιταγής, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων. Ο Αιτητής 2 ισχυρίζεται ότι στις υποθέσεις απαλλάχθηκε των κατηγοριών, ενώ οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι στην υπόθεση με αρ. 2139/03 του επιβλήθηκε στις 16.12.04 πρόστιμο £400, στις υποθέσεις αρ. 2140/03, 2303/03 και 2304/03 η ποινική δίωξη είτε διακόπηκε είτε αναστάληκε, ενώ στην υπόθεση αρ. 10303/04, η οποία αφορούσε παροχή ασύλου σε παράνομο αλλοδαπό, ο Αιτητής 2 αθωώθηκε στις 25.10.04.
Στις 12.5.2004 καταγγέλθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από τη μη Κυβερνητική Οργάνωση ΚΙΣΑ, ότι ο Αιτητής 2 στις 22.4.2004 κατά τη διάρκεια κράτησης του, κακοποιήθηκε από αστυνομικούς.
Στις 22.9.2004 η Υπηρεσία Ασύλου με επιστολή της ενημέρωσε τον Αιτητή ότι η αίτηση του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις. Υπέβαλε διοικητική προσφυγή η οποία απορρίφθηκε στις 19.4.05. Όμως επειδή εξεταζόταν ακόμη η καταγγελία του για κακοποίηση από την αστυνομία, δεν εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του από την Κύπρο αλλά μετά από αίτηση, του δίδετο άδεια προσωρινής παραμονής.
Το Μάιο του 2005 με επιστολή του στη Διευθύντρια του Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο Αιτητής 2 ζήτησε τη διερεύνηση περιπτώσεων διαφθοράς και κακοποίησης μεταναστών και οργανωμένης διακίνησης μεταναστών από αστυνομικούς.
Την 1.6.2005 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση εγγραφής του ως πολίτης της Δημοκρατίας. Την επόμενη μέρα, 2.6.2005, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή της πληροφορούσε τον Αιτητή 2 ότι με βάση το Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105 είναι παράνομος μετανάστης καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του. Φαίνεται από το Διοικητικό Φάκελο ότι ανεστάλη η εκτέλεση των πιο πάνω διαταγμάτων και παραχωρείτο στον Αιτητή 2 άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς διερεύνησης των καταγγελιών του και για να διαμένει με την Κύπρια σύζυγό του. (Βλ. Άδεια Παραμονής μέχρι 30.9.05 με Επεξηγηματική Σημείωση και Άδεια Παραμονής μέχρι 16.2.06).
Στις 29.8.2006 ο αιτητής 2 κατάγγειλε στην αστυνομία διάρρηξη του αυτοκινήτου του. Κατά τη διάρκεια διερεύνησης του παραπόνου του και συγκεκριμένα την 31.8.06 συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα το οποίο εκκρεμούσε από τις 4.10.2004 σε σχέση με υπόθεση πλαστοπροσωπίας και πλαστογραφίας. Είναι η θέση του Αιτητή 2 ότι αποκλείεται να εκκρεμούσε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του από το 2004 αφού:-
(α) ο Αιτητής 2 αναχώρησε από το αεροδρόμιο Λάρνακας και επέστρεψε στις 13.8.2005 χωρίς να δημιουργηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα,
(β) στις 26.5.2005 και 29.11.2005 δόθηκε στον Αιτητή 2 άδεια παραμονής στη Δημοκρατία χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα, και
(γ) στις 29.8.2006 η Αστυνομία έκδωσε Πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου το οποίο και παρέδωσε στον Αιτητή 2. Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι το συγκεκριμένο Πιστοποιητικό εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να τύχει ενημέρωσης το αρμόδιο τμήμα της αστυνομίας για την καταδίκη σε πρόστιμο του αιτητή.
Μετά την εκπνοή της 24ωρης κράτησης του Αιτητή, η Αστυνομία, χωρίς να του προσάψει οποιεσδήποτε κατηγορίες, τον άφησε ελεύθερο, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα συνελήφθη από τον Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας με διάταγμα κράτησης και απέλασης ημερ. 1.9.2006 για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Και αυτού του διατάγματος ανεστάλη η εκτέλεση μέχρι νεωτέρων οδηγιών, ώστε να δοθεί περαιτέρω χρόνος για να διερευνηθούν από την Νομική Υπηρεσία, οι ισχυρισμοί για κακοποίηση του Αιτητή από την Αστυνομία, οι οποίοι εκκρεμούσαν από τον Μάιο του 2004.
Στις 4.9.2006 ο Αιτητής 2 πληροφορήθηκε γραπτώς ότι απορρίφθηκε η αίτηση του για απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας.
Στις 7.9.2006 ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε ποινικό ανακριτή για να εξετάσει το παράπονο του Αιτητή 2 για κακοποίηση.
Την ίδια ημέρα οι δύο αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος κράτησης και απέλασης. Ταυτόχρονα ο Αιτητής 2 καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης την οποία όμως απέσυρε μετά από διαβεβαίωση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι το διάταγμα δεν θα εκτελεστεί μέχρι να αποπερατωθεί η ποινική ανάκριση και μέχρι να περατωθεί η παρούσα προσφυγή.
Τελικά οι ποινικοί ανακριτές στο πόρισμα που εξέδωσαν περί το τέλος Σεπτεμβρίου 2006, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής 2 δεν κακοποιήθηκε και ότι τα όσα κατάγγειλε ήταν ψευδή.
Με την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, οι αιτητές προώθησαν τους πιο κάτω τρεις λόγους για ακύρωση της διοικητικής πράξης:-
(1) ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας.
(2) Ότι η απόφαση για απέλαση είναι παράνομη γιατί:
(α) παραβιάζει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
(β) οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να διασφαλίσουν στον Αιτητή 2 τις διαδικαστικές εγγυήσεις προτού εκδώσουν το διάταγμα απέλασης του, κατά παράβαση του Άρθρου 1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της πιο πάνω Σύμβασης το οποίο κυρώθηκε με το Νόμο 18(ΙΙΙ)/2000.
(3) Ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Από την άλλη, οι καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν την ορθότητα της απόφασης και ήταν η θέση τους ότι δεν υπήρξε καμιά παρανομία ή παραβίαση δικαιώματος.
Κατ' αρχάς το δικαίωμα κάθε χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της έχει συνδεθεί με το διεθνές δίκαιο και την έκφραση κυριαρχίας. Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να ελέγχει την είσοδο αλλοδαπών δεν είναι απεριόριστη. Η νομολογία εναποθέτει καθήκον στη διοίκηση να εξετάζει κάθε περίπτωση με καλή πίστη. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα, η απόφαση της διοίκησης δεν μπορεί αν αμφισβητηθεί. (Βλ. Mayo and Another v. The Republic of Cyprus (1988) 3(B) C.L.R. 1203).
Στην υπόθεση Suleiman v. The Republic of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 224 θεωρήθηκε ότι υπάρχει τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Όμως το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί αν αποδειχθεί το αντίθετο. Αν η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν στερείται καλής πίστης, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, νοουμένου ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης. (Βλ. Angela Siomina Ήρωα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307).
Ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διασφαλίζει οποιοδήποτε δικαίωμα σε αλλοδαπό να εισέρχεται και να διαμένει σε οποιαδήποτε χώρα (Βλ. X and Y v. Germany [1977] 9 DR 219 και Chahal v. U.K. [1997] 23 E.H.R.R. 413). Αναφορικά με το δικαίωμα το οποίο απορρέει από το Άρθρο 8 της Σύμβασης για προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τα κράτη-μέλη δεσμεύονται να μην προβαίνουν σε οποιεσδήποτε ενέργειες που να παραβιάζουν τα πιο πάνω δικαιώματα, εκτός εάν:- (α) η επέμβαση συνάδει με το νόμο, (β) τελείται για νόμιμο σκοπό σύμφωνα με το Άρθρο 8(2) της Σύμβασης και (γ) η ενέργεια είναι απόλυτα αναγκαία και ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Θα εξετάσω πρώτα τον λόγο ακύρωσης που αφορά στην έλλειψη έρευνας. Συγκεκριμένα, όπως υποστήριξε στην αγόρευση του ο κ. Κακουλλής «οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και παρέλειψαν να εξετάσουν την σχέση των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι με την απόφαση τους ουσιαστικά διαλύουν την οικογενειακή τους σχέση.»
Το γεγονός ότι οι αιτητές συνήψαν Μουσουλμανικό γάμο λήφθηκε υπόψη σε όλα τα στάδια της έρευνας και αυτό επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, έχω ικανοποιηθεί ότι η διοίκηση διεξήγαγε την απαιτούμενη έρευνα τόσο σε σχέση με το οικογενειακό καθεστώς των αιτητών, όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία που υπήρχαν στον διοικητικό φάκελο, τα οποία και προφανώς στάθμισε, προτού καταλήξει στην απόφαση της.
Ο δεύτερος λόγος που αφορά στο παράνομο της απέλασης, έχει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη γιατί παραβιάζει το δικαίωμα των αιτητών να τυγχάνει σεβασμού η οικογενειακή τους ζωή.
Αναμφίβολα το δικαίωμα για οικογενειακή ζωή εγείρεται συχνά σε περιπτώσεις που εξετάζεται το ενδεχόμενο απέλασης αλλοδαπού. Όμως δεν φαίνεται ούτε από την Κυπριακή ούτε και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να υπάρχει απόλυτο δικαίωμα μη απέλασης ή εισόδου επειδή θα επηρεαστεί η οικογενειακή ζωή. Στην υπόθεση Balalas and Another v. The Republic of Cyprus (1988) 3(C) C.L.R. 2127 κρίθηκε ότι η απόφαση των αρχών να μην επιτρέψουν την παραμονή του αλλοδαπού συζύγου της αιτήτριας, δεν αποτέλεσε παραβίαση του προστατευόμενου δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Σύμβασης, με το σκεπτικό ότι η οικογένεια θα μπορούσε να διατηρηθεί και εκτός της Δημοκρατίας.
Η διοίκηση, βέβαια, είχε υποχρέωση να διερευνήσει τις επιπτώσεις από την έκδοση του διατάγματος απέλασης στα δικαιώματα των αιτητών. Από τα στοιχεία που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη τον γάμο των δύο αιτητών. Αυτό αναφέρεται σε διάφορες εκθέσεις. Μετά από αντικρουόμενες καταθέσεις και δηλώσεις της συζύγου του, η διοίκηση φαίνεται να κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι δύο ήταν σε διάσταση. Σταθμίζοντας όλα τα στοιχεία, η διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε την απέλαση του. Η διοίκηση ενήργησε σ' όλα τα στάδια καλόπιστα και ως εκ τούτου δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των Αιτητών για παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων.
Οι Αιτητές θεωρούν την επίδικη πράξη παράνομη και για έναν άλλο λόγο, ότι δεν δόθηκαν οι απαιτούμενες εγγυήσεις στον Αιτητή 2 σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Κυρωτικού Νόμου, 18(ΙΙΙ)/2000.
Εκείνο που θα πρέπει να λεχθεί από την αρχή είναι ότι ο Αιτητής 2 ούτως ή άλλως δεν στερήθηκε των δικαιωμάτων του, αφού πληροφορήθηκε με την επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης ότι είχε δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί και να ενστεί στην απέλαση του. Ο Αιτητής 2, όπως έχω αναφέρει, ήταν σε στενή επαφή με την Κ.Ι.Σ.Α. και με τον δικηγόρο του, μέσω του οποίου άσκησε και την παρούσα προσφυγή κατά του διατάγματος απέλασης. Έγινε λόγος και για παρανομία από τη μη αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω Κυρωτικού Νόμου. Παρατηρώ ότι την περίοδο που εδώ ενδιαφέρει, ο Αιτητής 2 δεν ήταν νόμιμα στην Κύπρο. Όμως το θέμα είναι άνευ σημασίας, αφού όπως εξήγησα, ο Αιτητής 2 τελικά δεν στερήθηκε των δικαιωμάτων του.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο προσβάλλεται το διάταγμα απέλασης, αφορά στο ότι δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία για την έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης. Το κατά πόσο μια πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη είναι ζήτημα βαθμού. Η αιτιολογία θα πρέπει να είναι σαφής και να μην είναι αόριστη ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες για τον λόγο που λήφθηκε η απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής 2 κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 το οποίο απαγορεύει την είσοδο ή την παραμονή στη Δημοκρατία τέτοιων μεταναστών. Στη συνέχεια, δυνάμει του Άρθρου 14(1) του Κεφ. 105 εκδόθηκε εναντίον του το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης.
Το Άρθρο 14(6) προβλέπει ότι αλλοδαπός εναντίον του οποίου εξεδόθη διάταγμα απέλασης: (α) πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν, τους λόγους για την απόφαση, και (β) ότι έχει δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί ενώπιον του διευθυντή ή οποιασδήποτε άλλης αρχής της Δημοκρατίας και να ζητήσει την παροχή μεταφραστή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, αναφέρει ως λόγο για την απέλαση του την παράνομη παρουσία του στη Δημοκρατία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Στη συνέχεια ο Αιτητής πληροφορείται για τα δικαιώματα του δυνάμει του Άρθρου 14(6). Παρά τον λακωνικό τρόπο που διατυπώθηκε η απόφαση, κατά την κρίση μου δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία που να καθιστά αδύνατο ή δύσκολο τον έλεγχο της. Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία μιας απόφασης είναι άμεσα συναρτημένη με τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει σαφώς ότι ο Αιτητής 2 κατέστη απαγορευμένος μετανάστης μετά την απόρριψη της αίτησης του για πολιτικό άσυλο και την λήξη της προσωρινής άδειας παραμονής του. Το συγκεκριμένο γεγονός αναφέρεται ως αιτιολογία στην απόφαση. Από τη στιγμή που αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορεί πρόσωπο να απελαθεί σύμφωνα με το Νόμο, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας, δεν μπορεί να ευσταθεί. Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι δεν καταδείχθηκε λόγος συναρτώμενος με το δικαίωμα οικογενειακής ζωής, ο οποίος να επέβαλλε διαφορετική μεταχείριση.
Έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, έχω πειστεί ότι η διοίκηση άσκησε την εξουσία της καλόπιστα. Η απόφαση της διοίκησης για απέλαση του Αιτητή 2 ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται και η προσφυγή απορρίπτεται, με £300 έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.