ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 571
14 Aυγούστου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΚΟΥΡΗΣ,
2. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΛΗΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 970/2004)
Μαχητές της Αντίστασης ― Ο περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμος του 2001 (Ν.24(Ι)/01) ― Ερμηνεία του άρθρου 12 του Νόμου ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά παραλείψεως οφειλόμενης ενέργειας ― Προϋποθέσεις βασιμότητας ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της παράλειψης προαγωγής τους επ' ανδραγαθία, η οποία, αν και συντελέστηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής, οι ίδιοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να διενεργηθεί σε προγενέστερο χρόνο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η προσφυγή έχει θεμελιακά προβλήματα, από οποιαδήποτε άποψη και αν προσεγγιστεί. Κατ' αρχάς το άρθρο 12 του Νόμου 24(Ι)/2001 δεν επιβάλλει, ως υποχρέωση, την επ' ανδραγαθία προαγωγή. Αυτή είναι μια από τις επιλογές που προσφέρονται, ως ηθική αμοιβή.
Συνεπώς, περί κρίσης θα μπορούσε να γινόταν λόγος, όπως το έθεσαν και οι αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση. Αν όμως ήταν οφειλόμενη αυτή η κρίση, κατά ορισμένο χρόνο, οπωσδήποτε πριν από την αφυπηρέτησή τους, ώστε να τύχουν των περαιτέρω ευεργετημάτων από την ενδεχόμενη προαγωγή τους σε Υπαστυνόμο, θα έπρεπε να το είχαν θέσει τότε. Πριν από την αφυπηρέτησή τους. Αντ' αυτού αποδέχθηκαν και, πάντως, δεν προσέβαλαν την πράξη της αφυπηρέτησής τους. Για να εγείρουν τώρα ζητήματα αναδρομής σε χρόνο πριν από αυτή, κατ' επίκληση χειρισμών που ακολούθησαν σε σχέση με άλλους.
Ούτως ή άλλως η προσφυγή τους, όπως καταχωρίστηκε, αφορούσε στην παράλειψη προαγωγής τους. Αυτό ήταν το αντικείμενό της και σαφώς η προαγωγή τους, εκκρεμούσας της προσφυγής, όχι βεβαίως ως οφειλόμενη ενέργεια απ' ευθείας εκ του Νόμου, αλλά ως ενέργεια που κατά κρίση δικαιολογείτο στο πλαίσιο της ευχέρειας που παρείχε ο Νόμος, κάλυψε όσα ενέπιπταν στην εμβέλειά της.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,
Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191,
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Aιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αφυπηρέτησαν από τη θέση του λοχία στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Ο πρώτος την 1.1.04 και ο δεύτερος την 1.1.03. Με την παρούσα προσφυγή, την οποία καταχώρισαν στις 12.10.04, ζήτησαν δυο θεραπείες. Με την πρώτη, ακύρωση της προαγωγής έξι άλλων λοχιών σε υπαστυνόμους, μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και του Αρχηγού της Αστυνομίας, ημερομηνίας 30.7.04. Με τη δεύτερη, «δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της ίδιας, οφειλόμενης, ενέργειας των καθ' ων για προαγωγή και των αιτητών δυνάμει του Νόμου 24(Ι)/2001 που εφαρμόστηκε τώρα, είναι αδικαιολόγητη και άκυρη, και ότι κάθε τι που παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.»
Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας οι αιτητές απέσυραν το αίτημα για τη πρώτη θεραπεία και δεν τελεί υπό αναθεώρηση η προαγωγή των άλλων. Μάλιστα, όπως και εξ αρχής προέκυπτε, η προαγωγή των άλλων ήταν στοιχείο που επικαλούνταν για στήριξη της εισήγησής τους πως ο περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμος του 2001 [Ν. 24(Ι)/2001] δεν εφαρμόστηκε ισοτίμως, όπως θα έπρεπε, και κατά κλονισμό της εμπιστοσύνης που οι πολίτες πρέπει να τρέφουν προς τη διοίκηση.
Στη βάση του αιτήματος που παρέμεινε, εκείνου δηλαδή της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, βρίσκεται η άποψη πως «υπάρχει δέσμια εκ του Νόμου υποχρέωση για προαγωγή τους». Αυτό, αφού από τις 8.1.03 και 19.5.03 αντιστοίχως και οι δυο αιτητές ενεγράφησαν στο Μητρώο Μαχητών της Αντίστασης, ως πληρούντες, κατά την κρίση της Επιτροπής που καθιδρύθηκε σύμφωνα με το Νόμο, τις τιθέμενες προϋποθέσεις. Οπότε, προέκυπτε ως δικαίωμά τους, προαγωγή επ' ανδραγαθία σύμφωνα με το Άρθρο 12(2)(γ) του Νόμου. Το οποίο αναγνωρίστηκε στους άλλους αλλά, ανίσως, όχι στους ίδιους.
Η απάντηση των καθ' ων η αίτηση ήταν σύντομη. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 16.11.04, ενέκρινε την εισήγηση της Επιτροπής και αποφάσισε, όπως και στην περίπτωση των άλλων, προαγωγή των αιτητών επ' ανδραγαθία από την 1.1.05. Εναπόκειτο, επομένως, στους αιτητές να επεξηγήσουν τι επιζητούσαν πλέον με την προσφυγή. Η εξήγηση των αιτητών ήταν συγκεκριμένη. Η προαγωγή της οποίας έτυχαν τους ικανοποιούσε μόνο εν μέρει. Θα έπρεπε να είχαν προαχθεί πριν την αφυπηρέτησή τους. Οπότε, αφού θα κατείχαν πλέον τη θέση του υπαστυνόμου, θα αφυπηρετούσαν σε μεταγενέστερο χρόνο. Πράγμα το οποίο παρανόμως δεν έγινε, αφού, όπως το θέτουν πλέον στην απαντητική αγόρευσή τους, οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν την οφειλόμενη κρίση ως προς το ποιοι θα έπρεπε να τύχουν προαγωγής.
Θεωρώ πως η προσφυγή έχει θεμελιακά προβλήματα, από οποιαδήποτε άποψη και αν προσεγγιστεί. Κατ' αρχάς το Άρθρο 12 του Νόμου δεν επιβάλλει, ως υποχρέωση, την επ' ανδραγαθία προαγωγή. Αυτή είναι μια από τις επιλογές που προσφέρονται, ως ηθική αμοιβή. Παραθέτω το Άρθρο 12 στο σύνολό του:
«(1) Στους μαχητές της αντίστασης που είναι καταχωρισμένοι στο Μητρώο απονέμονται ηθικές αμοιβές από την Κυπριακή Πολιτεία ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής.
(2) Ηθικές αμοιβές που δύνανται να απονεμηθούν στους μαχητές της αντίστασης μπορεί ανάμεσα σ' άλλα να είναι -
(α) Μετάλλια ή διπλώματα ή και τα δύο·
(β) μεταθανάτιες προαγωγές σε πεσόντες δημόσιους υπαλλήλους ή αστυνομικούς ή υπαλλήλους Ημικρατικών Οργανισμών·
(γ) προαγωγές επ' ανδραγαθία».
Συνεπώς, περί κρίσης θα μπορούσε να γινόταν λόγος, όπως το έθεσαν και οι αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση. Αν όμως ήταν οφειλόμενη αυτή η κρίση, κατά ορισμένο χρόνο, οπωσδήποτε πριν από την αφυπηρέτησή τους, ώστε να τύχουν των περαιτέρω ευεργετημάτων από την ενδεχόμενη προαγωγή τους σε Υπαστυνόμο, θα έπρεπε να το είχαν θέσει τότε. Πριν από την αφυπηρέτησή τους. Αντ' αυτού αποδέχθηκαν και, πάντως, δεν προσέβαλαν την πράξη της αφυπηρέτησής τους. Για να εγείρουν τώρα ζητήματα αναδρομής σε χρόνο πριν από αυτή κατ' επίκληση χειρισμών που ακολούθησαν σε σχέση με άλλους.
Ούτως ή άλλως η προσφυγή τους, όπως καταχωρίστηκε, αφορούσε στην παράλειψη προαγωγής τους. Αυτό ήταν το αντικείμενό της και σαφώς νομίζω η προαγωγή τους, εκκρεμούσας της προσφυγής, όχι βεβαίως ως οφειλόμενη ενέργεια απ' ευθείας εκ του Νόμου αλλά ως ενέργεια που κατά κρίση δικαιολογείτο στο πλαίσιο της ευχέρειας που παρείχε ο Νόμος, κάλυψε όσα ενέπιπταν στην εμβέλειά της. Η ημερομηνία έναρξης της προαγωγής καθορίστηκε με την επί τούτου απόφαση της 16.11.04 την οποία, όπως ανέφεραν οι καθ' ων η αίτηση, οι αιτητές αποδέχθηκαν και πάντως δεν προσέβαλαν με προσφυγή. Ακολουθεί πως, με προσδιορισμένη την ημερομηνία έναρξης της προαγωγής με επί τούτου εκτελεστή απόφαση, δεν παρέχεται δυνατότητα παράκαμψής της, ούτε κρίσης για προγενέστερα με προοπτική την εμφάνισή της ως παράνομης όταν αυτή δεν είναι αντικείμενο της προσφυγής. Θα υπενθύμιζα συναφώς την πρόσφατη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, στην οποία, κατά την εξήγηση των δυνατοτήτων άσκησης προσφυγής για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, στη σελίδα 12 έγινε ειδική αναφορά στις περιπτώσεις στις οποίες εκδόθηκε «απόφαση καθορίζουσα οριστικώς τη θέση της επί συγκεκριμένου αιτήματος». Σημειώνω δε πως εδώ, της απόφασης για προαγωγή των αιτητών από την 1.1.05, προηγήθηκε ακριβώς αίτημά τους για προαγωγή. Όπως, εν πάση περιπτώσει, και την απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, στην οποία, με αναφορά και στην προηγούμενη νομολογία, επεξηγήθηκε πως δεν ήταν επιτρεπτή η κατ' επίκληση της αρχής της ισότητας εξέταση κατ' ισχυρισμόν ύπαρξης παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, όταν η διοίκηση «εξέδωσε απόφαση καθοριστική των δικαιωμάτων της». Την οποία δεν προσέβαλε και η οποία ήρε το χαρακτήρα τής κατ' ισχυρισμόν παράλειψης ως συνεχιζόμενης.
Οι αιτητές επικαλέστηκαν την απόφαση της Ολομέλειας στη Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 στη σελ 272 και 273 αλλά δεν μπορώ να δω το συσχετισμό. Εκεί, μια από τις αιτήτριες, υποψήφια για την επίδικη θέση δικηγόρου της Δημοκρατίας, εκκρεμούσας της προσφυγής, είχε προαχθεί στη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η εισήγηση ήταν πως αφού αυτή η θέση ήταν ανώτερη από την επίδικη, δεν διατηρούσε έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής της. Και το Ανώτατο Δικαστήριο την απέρριψε με την υπόδειξη πως η ανώτερη θέση στην οποία προάχθηκε «είναι εντελώς άσχετη με την επίδικη θέση στην οποία επιδίωξε διορισμό». Εν προκειμένω, το θέμα είναι εντελώς διαφορετικό και δεν αφορά καν στο έννομο συμφέρον. Αφορά στο παραδεκτό της προσβολής κατ' ισχυρισμόν παράλειψης, ενόψει επί τούτου διοικητικής απόφασης. Η προσφυγή απορρίπτεται, με £700 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.