ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 420
6 Ιουλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΗELLENIC PETROLEUM CYPRUS LTD,
Αιτητές,
v.
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟY ΓΡΑΦΕΙΟY ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΠOΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 815/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης ― Προϋποθέσεις έκδοσής του ― Ειδικά η έκδηλη παρανομία ― Η αναστολή αρνητικών αποφάσεων κείται εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Περιστάσεις απόρριψης της αίτησης αναστολής στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές αξίωσαν με ενδιάμεση αίτησή τους, την αναστολή ισχύος των επίδικων στην προσφυγή ανακλήσεων πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής πρατηρίου πετρελαιοειδών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τη νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί με μεγάλη φειδώ το δικαίωμα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων αναστολής της επίδικης διοικητικής πράξης, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η αίτηση για αναστολή βασίζεται σε έκδηλη παρανομία, αφού, λογικά, αν κριθεί ότι υφίσταται έκδηλη παρανομία, ουσιαστικά αποφασίζεται και η έκβαση της προσφυγής υπέρ του αιτητή.
Το θέμα προσωρινών διαταγμάτων εξετάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι αρνητικές πράξεις των οργάνων της διοίκησης δεν μπορούν να ανασταλούν δυνάμει του Κανονισμού 13 των περί Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών, 1962, αφού θεωρείται ότι, αν το Δικαστήριο αναστείλει μία αρνητική διοικητική πράξη, τούτο ισοδυναμεί με την έκδοση από το ίδιο διοικητικής απόφασης και ενέργειάς του ως οργάνου της διοίκησης.
Στην ουσία η πράξη της διοίκησης για ανάκληση, εν προκειμένω, ισοδυναμούσε με άρνηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής. Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί πως τυπικά ήταν θετική πράξη, εντούτοις στην ουσία της αποτελούσε μία αρνητική διοικητική πράξη.
Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να λεχθεί ότι η παρούσα περίπτωση αφορά πραγματικά έκδηλη παρανομία. Πολλά είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να σταθμισθούν για να κριθεί αν πράγματι υπήρξε παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32,
Artemiou v. Republic (No.2) (1966) 3 C.L.R. 562,
Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583,
Tyrokomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403,
Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199,
Sayish v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277,
Radwan v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) (Αρ.1) 3 Α.Α.Δ. 421,
Papacharalambous a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 694.
Αίτηση.
Π. Πολυβίου, για την Aιτήτρια.
Θ. Πιπερή, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η Απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 12.6.07 (Επισύναψη Α) - με την οποία ανακλήθηκε η Πολεοδομική Άδεια - είναι παράνομη, άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η Απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 12.6.07 (Επισύναψη ΑΑ) - με την οποία ανακλήθηκε η Άδεια Οικοδομής - είναι παράνομη, άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Με την παρούσα μονομερή τους αίτηση οι αιτητές ζητούν διατάγματα αναστολής των επίδικων αποφάσεων μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της προσφυγής, χαρακτηρίζοντας τις ως έκδηλα παράνομες και/ή ως προκαλούσες ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές. Μετά από διαταγή του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, η οποία καταχώρησε την ένστασή της και ακολούθησε η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κατά την οποία οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιόν μου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιέχονται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένσταση, οι αιτητές είναι ιδιωτική εταιρεία που ασχολείται με εμπορία πετρελαιοειδών. Μετά από αίτηση των ιδιοκτητριών του επίδικου τεμαχίου στο Παλαιομέτοχο, εκδόθηκαν πολεοδομική άδεια στις 7.9.06 και άδεια οικοδομής πρατηρίου πετρελαιοειδών στις 22.10.06. Ακολούθως, την 3.1.07, η αιτήτρια εταιρεία πετρελαιοειδών συνομολόγησε μισθωτήριο συμβόλαιο με τις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου και στις 18.5.07 σύμβαση για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών. Στις 30.5.07 το Υπουργείο Εσωτερικών κοινοποίησε στις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου ότι προωθείτο από την Πολεοδομική Αρχή διαδικασία ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας και στις 12.6.07 στάληκε στις ιδιοκτήτριες η επίδικη απόφαση της ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας και ακολούθησε στις 12.6.07 επιστολή με την οποία ανακαλείτο η άδεια οικοδομής.
Κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εγκατέλειψε τη θέση ότι οι επίδικες αποφάσεις προκαλούσαν ανεπανόρθωτη ζημιά, ορθά αναγνωρίζοντας ότι η ζημιά ήταν χρηματική και θα μπορούσε να επανορθωθεί με αποζημιώσεις. Προχώρησε έτσι με τη βάση ότι οι επίδικες αποφάσεις ήταν έκδηλα παράνομες και θα έπρεπε να ανασταλούν.
Βάσισε τον ισχυρισμό έκδηλης παρανομίας στη θέση ότι υπήρξε παράβαση προνοιών του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (όπως έχει τροποποιηθεί), Ν. 90/72, και συγκεκριμένα του Άρθρου 36, όπου προνοείται πως η ειδοποίηση πρόθεσης ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας και το τελικό διάταγμα της ανάκλησης πρέπει να επιδίδονται και στον κάτοχο της ακίνητης ιδιοκτησίας, δηλαδή στους αιτητές στην παρούσα περίπτωση, κάτι που δεν έγινε.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, πέρα από την αντίκρουση των πιο πάνω ισχυρισμών, πρόβαλε μία πολύ σημαντική θέση, που, κατά την κρίση μου, ασφαλώς θα πρέπει να αποφασισθεί κατά προτεραιότητα. Ήγειρε το επιχείρημα ότι η έκδοση προσωρινού διατάγματος στην υπό κρίση περίπτωση εκφεύγει των εξουσιών του Ανώτατου Δικαστηρίου, αφού η αναστολή ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας (και κατά συνέπεια και της άδειας οικοδομής) θα συνιστούσε αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης, ισοδυναμώντας έτσι με παραχώρηση πολεοδομικής άδειας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί με μεγάλη φειδώ το δικαίωμα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων αναστολής της επίδικης διοικητικής πράξης, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η αίτηση για αναστολή βασίζεται σε έκδηλη παρανομία, αφού, λογικά, αν κριθεί ότι υφίσταται έκδηλη παρανομία, ουσιαστικά αποφασίζεται και η έκβαση της προσφυγής υπέρ του αιτητή.
Το θέμα προσωρινών διαταγμάτων εξετάστηκε πολύ πρόσφατα από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, όπου, μεταξύ άλλων, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μπορούμε να είμαστε σύντομοι και σε σχέση με το άλλο έρεισμα, εκείνο της έκδηλης παρανομίας. Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει, η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου).
Είναι όμως πάγια νομολογημένο ότι οι αρνητικές πράξεις των οργάνων της διοίκησης δεν μπορούν να ανασταλούν δυνάμει του Κανονισμού 13 των περί Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών, 1962, αφού θεωρείται ότι, αν το Δικαστήριο αναστείλει μία αρνητική διοικητική πράξη, τούτο ισοδυναμεί με την έκδοση από το ίδιο διοικητικής απόφασης και ενέργειας του ως οργάνου της διοίκησης (Artemiou v. Republic (No.2) (1966) 3 C.L.R. 562, Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583, Tyrokomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199). Kατά συνέπεια, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να ανασταλεί άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει άδεια παραμονής σε αλλοδαπούς (Sayish v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277, Radwan v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) (Αρ.1) 3 Α.Α.Δ. 421) ή να εξαιρέσει τους αιτητές από στρατιωτική θητεία. (Papacharalambous and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 694).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι εδώ δεν επρόκειτο για αρνητική απόφαση αλλά θετική, αφού τέτοια ήταν η απόφαση για ανάκληση της πράξης με την οποία είχαν εκδοθεί οι σχετικές άδειες.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και τη σχετική νομολογία, κρίνω πως στην ουσία η πράξη της διοίκησης για ανάκληση ισοδυναμούσε με άρνηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, αφού με αυτή εκφραζόταν η βούληση της να μη εκδοθούν τέτοιες άδειες. Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί πως τυπικά ήταν θετική πράξη, εντούτοις στην ουσία της αποτελούσε μία αρνητική διοικητική πράξη και εάν την ανέστελλα θα ενεργούσα εκτός της εξουσίας μου.
Παρατηρώ όμως πως, έστω και αν εδεχόμουν ότι η πράξη ήταν θετική και θα μπορούσε να ανασταλεί και πάλι θα κατέληγα στο ίδιο αποτέλεσμα αναφορικά με την έκβαση της αίτησης για τους πιο κάτω λόγους.
Στην προκειμένη περίπτωση ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών, όπως ήδη ανέφερα, ότι, ως κάτοχοι του επίδικου τεμαχίου κατόπιν της μίσθωσης και ως ενεργούντες στις διαδικασίες ανέγερσης του πρατηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 36 του Νόμου 90/72 οι αρχές θα έπρεπε να στείλουν και στους ιδίους την ειδοποίηση περί προθέσεως ανάκλησης, καθώς και την απόφαση ανάκλησης, όπως προνοούσε ο Νόμος. Ήταν ο ισχυρισμός τους ότι τέτοιες ειδοποιήσεις δεν αποστάληκαν στους αιτητές.
Από την πλευρά της η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, ενώ δέχεται το γεγονός ότι δεν αποστάληκαν τέτοιες ειδοποιήσεις, υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν οι Αρχές την ύπαρξη της μίσθωσης και της κατοχής του τεμαχίου από τους αιτητές, ώστε να τους στείλουν οποιαδήποτε ειδοποίηση. Όπως υποστήριξε, τέτοια ειδοποίηση στάληκε στους συζύγους των ιδιοκτητριών, που, όπως είχε δηλωθεί, ήταν πρόσωπα που είχαν συμφέρον στην ανέγερση και διεξαγωγή των εργασιών του πρατηρίου.
Ο κ. Πολυβίου, εκ μέρους των αιτητών, αντίθετα υποστήριξε ότι η πρόνοια της νομοθεσίας για ειδοποίηση στους κατόχους είναι απόλυτη και δεν προϋποθέτει πραγματική γνώση της ύπαρξης τους και ισχυρίστηκε ότι οι αρχές θα έπρεπε να διερευνήσουν το θέμα και να διαπιστώσουν αν πράγματι υπήρχαν κάτοχοι που επηρεάζονταν από την απόφαση ανάκλησης.
Η έκδηλη παρανομία έχει χαρακτηρισθεί ως εξόφθαλμη και προκύπτουσα αβίαστα από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς όπως τόνισε και η Ολομέλεια στην πιο πάνω απόφαση, την ανάγκη στάθμισης των δεδομένων και έκφραση κρίσης.
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (πιο πάνω), όπου το θέμα ήταν η ερμηνεία Νόμου αναφορικά με το κατά πόσο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου είχε δικαιοδοσία να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου κατά παράβαση του Κανονισμού 21(1), λέχθηκαν περαιτέρω τα ακόλουθα:
«Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ενώπιον του συναδέλφου μας προβλήθηκαν εισηγήσεις και ισχυρισμοί, με ειδική αναφορά σε άρθρα του Περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 Ν.64(1)/2001 και του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 Ν.14(1)/93, καθώς και στους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου, ΚΔΠ 100/97. Οι εισηγήσεις που έγιναν πρωτοδίκως επαναλήφθηκαν και ενώπιον μας, αλλά σε μεγαλύτερη ανάλυση και βάθος. Οι αγορεύσεις των δικηγόρων διήρκεσαν 90 περίπου λεπτά για την κάθε πλευρά. Το περιεχόμενο των αγορεύσεων ήταν ενδιαφέρον και σοβαρό, με ευρύτατη αναφορά στους δύο σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς, για να υποστηριχθούν οι εκατέρωθεν θέσεις. Ακόμη και η ίδια η απόφαση του συναδέλφου μας καταδεικνύει, με τη συζήτηση του νομικού θέματος που γίνεται σ' αυτή, πως δεν βρισκόμαστε μπροστά από έκδηλη παρανομία.»
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές κατ' αναλογία στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε ενώπιόν μου, κρίνω πως δεν μπορεί να λεχθεί ότι η παρούσα περίπτωση αφορά πραγματικά έκδηλη παρανομία. Πολλά είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να σταθμισθούν για να κριθεί αν πράγματι υπήρξε παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και θα είναι απαραίτητη η έκφραση κρίσης εκ μέρους μου αναφορικά και με την ερμηνεία του σχετικού άρθρου αλλά και με τα πραγματικά στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου.
Επισημαίνω, επιπρόσθετα, ότι αναφορικά με τη δεύτερη πράξη που προσβάλλεται με την προσφυγή, που σχετίζεται με την άδεια οικοδομής, οι πρόνοιες του Άρθρου 36 δεν εφαρμόζονται και ως εκ τούτου δεν φαίνεται να ισχύουν οι ισχυρισμοί περί παράβασης τους και έκδηλης παρανομίας, σε σχέση με το αιτητικό Β της προσφυγής.
Κατά συνέπεια η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος απορρίπτεται ως αφορώσα αρνητική διοικητική πράξη. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται εναντίον των αιτητών.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.