ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 178
21 Μαρτίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ULFET EMIN,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1473/2005)
Συντάξεις ― Τουρκοκύπριοι δικαστές που είχαν υπηρετήσει στη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας ― Κατά πόσο καλύπτονται από τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου περί των ωφελημάτων Τουρκοκύπριων Κυβερνητικών Λειτουργών, που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους ― Η άρνηση χορήγησης μισθών και σύνταξης στον αιτητή κρίθηκε πεπλανημένη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής που ήταν δικαστής τόσο προ όσο και μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας αξίωσε την ακύρωση της άρνησης να του χορηγηθούν μισθοί και σύνταξη αναφορικά με την υπηρεσία του, η οποία είχε διακοπή κατά το 1966.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, όταν απέρριψαν την αξίωση του αιτητή, για μισθούς και σύνταξη, με την προσβαλλόμενη απόφασή τους, με την αιτιολογία ότι η αξίωση του αιτητή καλυπτόταν από την απόφαση της Κυβέρνησης σε σχέση με Τουρκοκύπριους Κυβερνητικούς Λειτουργούς ή Αξιωματούχους, που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
Ένας Δικαστής της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «Κυβερνητικών» Λειτουργών ή «Κυβερνητικών» υπαλλήλων ή και «Κυβερνητικών» Αξιωματούχων. Η σχέση ενός Δικαστή με το Κράτος το οποίο υπηρετεί, ως μέλος της Ανεξάρτητης Δικαστικής του Υπηρεσίας, δεν είναι «δημοσιοϋπαλλική σχέση». Οι Δικαστές, ως Μέλη της Ανεξάρτητης Δικαστικής Εξουσίας της Πολιτείας, ουδεμία σχέση, υπαλληλική ή άλλη, έχουν με την Κυβέρνηση (Government), η οποία συνιστά την Ανεξάρτητη Εκτελεστική Εξουσία της Πολιτείας.
2. Τουλάχιστον μέχρι τις 2.6.1966 ο αιτητής δεν φαίνεται να εγκατέλειψε ποτέ τη θέση του.
Τουλάχιστον για σκοπούς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η δικαστική υπηρεσία του αιτητή στην Αποικία της Κύπρου αρχικά και στη διάδοχό της Κυπριακή Δημοκρατία αργότερα, παρά το ότι δεν φαίνεται να υπάρχει γραπτή παραίτησή του, με ιδιόγραφη επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8 των περί Δικαστηρίων Νόμων, λαμβανομένων υπόψη και των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης.
3. Οι προδικαστικές ενστάσεις των καθ' ων η αίτηση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί πράξης Κυβερνήσεως, που δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, εφόσον με αυτήν απορρίπτεται η αξίωση του αιτητή για μισθούς και/ή σύνταξη, τουλάχιστον επί του παρόντος. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο στον όρο «πράξις Κυβερνήσεως».
4. Η προσβληθείσα απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Λ. Παπαφιλίππου, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι Τουρκοκύπριος, υπηρέτησε ως Δικαστής κατά την περίοδο της Αποικιοκρατίας αλλά και κατά τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διορίστηκε στη θέση του Δικαστή των Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, Αμμοχώστου και Κερύνειας στις 12.12.1955. Διορίστηκε στη θέση του Ειρηνοδίκη από 10.12.1956 και στη θέση Επαρχιακού Δικαστή από 14.8.1958. Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ο αιτητής διορίστηκε, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 157 του Συντάγματος και του περί Δικαστηρίων Νόμου, ως Επαρχιακός Δικαστής από 23.11.1960. Υπηρέτησε στη θέση του Επαρχιακού Δικαστή μέχρι τις 2.6.1966.
Στις 18.5.2004 ο αιτητής απευθύνθηκε με επιστολή στο Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Προσωπικού, και με αντίγραφο στην Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας να πληροφορηθεί για τα ποσά τα οποία δικαιούται να εισπράξει από την Κυπριακή Δημοκρατία ως μισθούς και/ή ως συντάξεις μέχρι σήμερα.
Επειδή μέχρι 21.6.2004 ο αιτητής δεν είχε λάβει απάντηση στην προηγούμενη επιστολή του έγραψε δεύτερη επιστολή ζητώντας απάντηση εντός 1 μηνός σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Στις 2.7.2004 το Υπουργείο Οικονομικών, δια του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, απέστειλε επιστολή στον αιτητή, απαντώντας στην επιστολή του ημερ. 21.6.2004 και αναφέροντας ότι, ένεκα του ότι ο αιτητής δεν είχε δώσει λεπτομέρειες για την αξίωσή του, θα έπρεπε να ζητηθούν οι απόψεις των αρμοδίων τμημάτων της Δημοκρατίας και ότι αυτός θα έπαιρνε απάντηση το συντομότερο δυνατό. Σε απάντηση της επιστολής εκείνης ο αιτητής έγραψε στις 9.10.2004 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δίνοντας λεπτομέρειες για την υπηρεσία του στη Δικαστική Υπηρεσία της Αποικίας της Κύπρου αρχικά και της Δημοκρατίας της Κύπρου αργότερα. Επίσης ο αιτητής έδωσε και την εκδοχή του αναφορικά με το τι συνέβηκε στις 2.6.1966, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, εξαναγκάστηκε, υπό την απειλή όπλου, να εγκαταλείψει τη θέση του ως Επαρχιακός Δικαστής και να μεταβεί στον Τουρκικό Τομέα της Λευκωσίας.
Μετά από επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ημερ. 6.4.2005, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία γινόταν υπενθύμιση ότι για ένα σχεδόν χρόνο το αίτημά του για πληρωμή μισθών και σύνταξης δεν είχε ικανοποιηθεί, το Υπουργείο Οικονομικών, δια του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, έδωσε στις 14.9.2005 αρνητική απάντηση στον αιτητή και είναι εκείνη την αρνητική απάντηση που ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Στην αρνητική απάντηση ημερ. 14.9.2005, η οποία είναι γραμμένη στην Αγγλική γλώσσα, όπως και οι προαναφερόμενες επιστολές του αιτητή, αναγράφεται ότι αναφορικά με την αξίωση του αιτητή για μισθούς και/ή σύνταξη, τέτοια ωφελήματα δεν μπορούσαν να του παραχωρηθούν δεδομένου ότι έχει αποφασιστεί από την Κυβέρνηση πως όλες οι υποθέσεις που αφορούν στην παροχή απολαβών/συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε Τουρκοκύπριους Κυβερνητικούς Λειτουργούς ή Αξιωματούχους (Officers), οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, θα πρέπει να παραμείνουν σε εκκρεμότητα μέχρι τη διευθέτηση του γενικού θέματος αυτών των Λειτουργών. Στην επιστολή προστέθηκε επίσης ότι σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά επί του γενικού ζητήματος, η απαίτηση του αιτητή θα εκτιμηθεί στη βάση των ειδικών της περιστάσεων και το Υπουργείο θα έλθει ξανά σε επαφή με τον αιτητή.
Στα πλαίσια της εξέτασης της υπόθεσης αυτής θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 16.12.1965 αναφορικά με παροχή σύνταξης σε δύο Ανωτέρους Τουρκοκύπριους Τελωνοφύλακες. Αναγράφεται λοιπόν στα πρακτικά εκείνα ότι συμφωνήθηκε όπως περιπτώσεις παροχής σύνταξης σε Τούρκους Κυβερνητικούς Υπαλλήλους, κατά τις οποίες, όπως ήταν η περίπτωση εκείνη, οι Κυβερνητικοί Υπάλληλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παραμείνουν εκκρεμείς μέχρι να εξεταστεί το γενικό ζήτημα των υπαλλήλων εκείνων. Περιπτώσεις όμως παροχής σύνταξης σε Τούρκους κυβερνητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αναφέρονται στο Υπουργικό Συμβούλιο προς έγκριση. Σε πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 20.2.1969, σε σχέση με αίτηση Τούρκων Δημοσίων Υπαλλήλων, Αστυφυλάκων ή Μελών του Κυπριακού Στρατού για την καταβολή σ' αυτούς του μισθού τους για το μήνα Δεκέμβριο του 1963, αναγράφεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο απεφάσισε πως η απάντηση σε αιτήσεις τέτοιων υπαλλήλων θα πρέπει να είναι ότι το θέμα θα εξεταστεί «εν ευθέτω χρόνω». Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει επίσης και σε απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4.12.1975, αναφορικά με Τουρκοκύπριους δημοσίους υπαλλήλους που εγκατέλειψαν τα καθήκοντα τους. Αναγράφεται στα πρακτικά εκείνα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μελέτησε το θέμα κατά πόσο ενδείκνυτο, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, η λήψη μέτρων αποσκοπούντων στη λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης των Τουρκοκυπρίων δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι εγκατέλειψαν τα καθήκοντα τους και αποφάσισε όπως το όλο θέμα παραμείνει σε εκκρεμότητα «μέχρι της εξευρέσεως πολιτικής λύσεως του Κυπριακού προβλήματος και όπως εν τω μεταξύ συνεχισθή η εφαρμογή του μέτρου της μη καταβολής των απολαβών των απουσιαζόντων Τουρκοκυπρίων δημοσίων υπαλλήλων».
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ πως το ζήτημα που εγείρεται στην προκείμενη περίπτωση είναι το κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα κρίθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι ο αιτητής ενέπιπτε στην κατηγορία των Τουρκοκυπρίων Κυβερνητικών Λειτουργών ή Αξιωματούχων οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους (Turkish Cypriot Government Officers who had left their posts) και επομένως ότι η αξίωση του για μισθούς και/ή σύνταξη θα έπρεπε να παραμείνει σε εκκρεμότητα (in abeyance) μέχρι τη διευθέτηση του γενικού θέματος αυτών των Λειτουργών, σύμφωνα με την απόφαση της Κυπριακής Κυβέρνησης η οποία φαίνεται και από τα προαναφερόμενα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στα πλαίσια της μελέτης μου άντλησα βοήθεια και καθοδήγηση από έγγραφα που βρίσκονται στον υπηρεσιακό φάκελο του αιτητή, ο οποίος κατατέθηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο 2. Από τα έγγραφα εκείνα φαίνεται ότι με οδηγίες του τότε Δικαστή (και μετέπειτα Προέδρου) του Ανωτάτου Δικαστηρίου αείμνηστου Γ.Σ. Βασιλειάδη, ο τότε Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο οποίο υπηρετούσε ο αιτητής ως Επαρχιακός Δικαστής, αείμνηστος Α. Σταυρινίδης, στις 2.6.1966 προέβη σε έρευνα αναφορικά με το τί συνέβηκε το πρωινό εκείνο στο γραφείο του αιτητή. Ο τότε Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ζήτησε εκθέσεις των γεγονότων τόσο από τον επηρεαζόμενο Δικαστή, δηλαδή τον αιτητή, όσο και από το Δικαστή Α. Μαυρομμάτη, ο οποίος ήταν παρών. Τις εκθέσεις εκείνες τις απέστειλε στον αείμνηστο Γ.Σ. Βασιλειάδη, δηλαδή στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, δυστυχώς, είμαι υπόχρεος να αναφερθώ στα λυπηρά γεγονότα της 2.6.1966.
Στην έκθεση του αιτητή αναφορικά με το τί συνέβηκε το πρωινό εκείνο αναγράφεται πως κατά τις 9.00 το πρωί έφυγε από το σπίτι του (που προφανώς βρισκόταν στον Τουρκικό Τομέα της Λευκωσίας) με κατεύθυνση το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στις 9.05 π.μ. πέρασε από το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και όπως ήταν η πρακτική δεν σταμάτησε στο οδόφραγμα. Κατά το χρόνο που ο αιτητής περνούσε το οδόφραγμα ο μοναδικός Αστυνομικός που υπήρχε εκεί ήταν απασχολημένος με τον έλεγχο κάποιου άλλου αυτοκινήτου. Γύρω στις 9.10 π.μ. ο αιτητής έφθασε στο ιδιαίτερο γραφείο του. Λίγα λεπτά αργότερα μπήκε στο γραφείο του αιτητή ο Δικαστής κ. Μαυρομμάτης, ο οποίος του είπε ότι ο Πρόεδρος (του Επαρχιακού Δικαστηρίου) κ. Dervish του είχε τηλεφωνήσει και τον πληροφόρησε ότι δεν του είχε επιτραπεί να περάσει στον Ελληνικό Τομέα, οπότε ο αιτητής τηλεφώνησε στη Γραμματεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στον Τουρκικό Τομέα για να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Πληροφορήθηκε από το τηλέφωνο ότι στους Τούρκους Δικαστές δεν είχε επιτραπεί, από τους Αστυνομικούς στο οδόφραγμα, να περάσουν στον Ελληνικό Τομέα. Αμέσως μετά απ' αυτό ο Δημόσιος Κατήγορος Λοχίας Καλλονάς μπήκε στο ιδιαίτερο γραφείο του αιτητή και τον πληροφόρησε ότι αναζητείτο, από τον Αναπληρωτή Λοχία που ήταν υπεύθυνος του οδοφράγματος του Λήδρα Πάλας, επειδή ο αιτητής πέρασε το οδόφραγμα παρόλο που η Αστυνομία του είχε κάνει σήμα να σταματήσει. Ο αιτητής στην έκθεση του αναφέρει ότι δεν παραδέχεται ότι αρνήθηκε να σταματήσει ή ότι οι Αστυνομικοί του οδοφράγματος του έκαμαν σήμα να σταματήσει. Τότε ο προαναφερόμενος Αναπληρωτής Λοχίας, που ο αιτητής πίστευε ότι ονομάζεται Μίκης, μπήκε στο γραφείο του και του ζήτησε να εγκαταλείψει το γραφείο του αμέσως και να επιστρέψει στον Τουρκικό Τομέα, διότι είχε οδηγίες να μην επιτρέψει σε οποιονδήποτε, ακόμα και στους Δικαστές, να διασχίσουν στον Ελληνικό Τομέα. Ο αιτητής καταλήγει, στην έκθεση του, ότι δεν είχε άλλη εκλογή από του να εγκαταλείψει το γραφείο του και να επιστρέψει στον Τουρκικό Τομέα. Προσθέτει επίσης ότι διαμαρτύρεται έντονα για το τί συνέβηκε και ευελπιστεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα μεριμνήσει ώστε τέτοιου είδους επεισόδια να μη ξανασυμβούν.
Κατατοπιστική είναι και η έκθεση του Δικαστή κ. Μαυρομμάτη, της ιδίας ημερομηνίας, η οποία ουσιαστικά επιβεβαιώνει σε βασικά σημεία τα όσα λέει ο αιτητής στη δική του έκθεση. Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι ενώ το πρωί της 2.6.1966 ο αιτητής βρισκόταν στο ιδιαίτερο γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο προαναφερόμενος Δημόσιος Κατήγορος που ο Δικαστής νόμιζε ότι ήταν ο Λοχίας Καλλονάς μαζί με άλλο, Αναπληρωτή Λοχία της Αστυνομίας που ανήκε στις εφεδρικές δυνάμεις, κατευθύνθηκαν στο γραφείο του αιτητή. Ο Λοχίας Καλλονάς εισήλθε σ' αυτό και στην παρουσία του Δικαστή Μαυρομμάτη έγινε η συνομιλία αναφορικά με το κατά πόσο η Αστυνομία στο οδόφραγμα είχε κάνει σήμα στον αιτητή να σταματήσει πράγμα που ο αιτητής αρνείτο. Στη συνέχεια ο αιτητής ρώτησε το Λοχία κατά πόσο του ζητούσε να εγκαταλείψει το γραφείο του και ζήτησε επίσης να δει τον υπεύθυνο του οδοφράγματος για να πει μπροστά στον αιτητή ότι του έγινε σήμα να σταματήσει. Σ' εκείνο το στάδιο ο Δικαστής Μαυρομμάτης βγήκε από το γραφείο του αιτητή ενώ ο υπεύθυνος του οδοφράγματος έμπαινε σ' αυτό. Ενώ ο κ. Μαυρομμάτης εξερχόταν άκουσε τον ένα από τους δύο προαναφερόμενους Αστυνομικούς να ζητούν από τον αιτητή να επιστρέψει στον Τουρκικό Τομέα.
Στον προαναφερόμενο υπηρεσιακό φάκελο υπάρχουν επίσης και τα εξής στοιχεία. Υπάρχει απόσπασμα πρακτικών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 14.1.1967 αναφορικά με τους Τουρκοκύπριους Δικαστές Emin (αιτητή), Izzet, Ilkay και Zihni. Αναφέρεται σ΄ αυτό ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση των προαναφερομένων Δικαστών οι οποίοι δεν παρουσιάστηκαν στα καθήκοντα τους από τον Ιούνιο του 1966 και εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να πληροφορηθεί απ' αυτούς τί μέτρα προτίθενται να πάρουν για να ομαλοποιήσουν τη θέση τους. Επίσης υπάρχει στο φάκελο επιστολή του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου αειμνήστου Γ.Σ. Βασιλειάδη προς τον αιτητή, ημερ. 30.6.1967, που φαίνεται να είναι απαντητική, επιστολής του αιτητή ημερ. 9.6.1967 (η οποία όμως δεν υπάρχει στο φάκελο). Με την επιστολή εκείνη ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε στον αιτητή ότι, όπως ζητείτο στην προαναφερόμενη επιστολή του αιτητή, περαιτέρω μελέτη της κατάστασης που προέκυψε από τη συνεχιζόμενη απουσία του αιτητή από τα δικαστήρια, αναβαλλόταν μέχρι το Σεπτέμβριο του 1967. Ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζητούσε επίσης από τον αιτητή να τον πληροφορήσει κατά πόσο είχε οποιανδήποτε ανάμειξη σε «ad hoc δικαστικές διαδικασίες» που λάμβαναν χώραν στους Τουρκοκυπριακούς Θύλακες και βρίσκονταν εκτός του κανονικού συστήματος των Δικαστηρίων, σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ημερ. 13.6.1967. Ζητείτο ακόμα από τον αιτητή να πληροφορήσει τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο υπήρχαν οποιεσδήποτε προοπτικές επιστροφής του (αιτητή) στα δικαστικά του καθήκοντα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις στη νήσο. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε απάντηση του αιτητή στην προαναφερόμενη επιστολή ούτε φαίνεται αν η επιστολή ημερ. 30.6.1967 παρελήφθη ποτέ από τον αιτητή ή εάν υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά από αυτήν.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αντίκρουση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση αναφορικά με τα προαναφερόμενα γεγονότα, θεωρώ ότι θα πρέπει να εξετάσω την υπόθεση στη βάση των όσων αναγράφονται στις εκθέσεις του αιτητή και του Δικαστή κ. Μαυρομμάτη.
Με βάση λοιπόν τα ενώπιόν μου στοιχεία θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα όταν απέρριψαν την αξίωση του αιτητή, για μισθούς και σύνταξη, με την προσβαλλόμενη απόφασή τους, με την αιτιολογία ότι η αξίωση του αιτητή καλυπτόταν από την απόφαση της Κυβέρνησης σε σχέση με Τουρκοκύπριους Κυβερνητικούς Λειτουργούς ή Αξιωματούχους που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
Καταρχήν δεν θεωρώ ότι ένας Δικαστής της Κυπριακής Δημοκρατίας εμπίπτει στην κατηγορία των «Κυβερνητικών» Λειτουργών ή «Κυβερνητικών» υπαλλήλων ή και «Κυβερνητικών» Αξιωματούχων.
Εκτιμώ επίσης ότι ο όρος «Τούρκοι κυβερνητικοί υπάλληλοι» ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στα προαναφερόμενα πρακτικά της συνεδρίας του ημερ. 16.12.1965, δεν μπορούσε να αφορά και τους Τουρκοκύπριους Δικαστές οι οποίοι, παρά τα θλιβερά γεγονότα του 1963-64, παρέμειναν στις θέσεις τους μέχρι το 1966. Επίσης στα προαναφερόμενα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 4.12.1975 γίνεται αναφορά και σε λύση της «δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης» των Τουρκοκυπρίων δημοσίων υπαλλήλων. Δεν θεωρώ και πάλι ότι η σχέση ενός Δικαστή με το Κράτος το οποίο υπηρετεί, ως μέλος της Ανεξάρτητης Δικαστικής του Υπηρεσίας, είναι «δημοσιοϋπαλλική σχέση».
Οι Δικαστές, ως Μέλη της Ανεξάρτητης Δικαστικής Εξουσίας της Πολιτείας, ουδεμία σχέση, υπαλληλική ή άλλη, έχουν με την Κυβέρνηση (Government), η οποία συνιστά την Ανεξάρτητη Εκτελεστική Εξουσία της Πολιτείας. Αν το Υπουργικό Συμβούλιο επιθυμούσε να εντάξει και τους Δικαστές στην προαναφερόμενη κατηγορία θα ανέμενα να τους κατονομάσει ρητά ή τουλάχιστον να κάμει αναφορά σε Κρατικούς ή Πολιτειακούς Αξιωματούχους (State Officials).
Εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι περιοριστικές δικαιωμάτων και ως τέτοιες, κατά την κρίση μου, πρέπει να ερμηνευθούν περιοριστικά και με στενή έννοια. Θεωρώ ότι είναι περιοριστικές δικαιωμάτων επειδή αναστέλλουν, ουσιαστικά επ' αόριστον ή τουλάχιστο χωρίς καταληκτική ημερομηνία, ατομικά δικαιώματα.
Πέραν όμως της προαναφερόμενης πλάνης υπάρχει, κατά την κρίση μου, και δεύτερη πλάνη ως προς το ότι ο αιτητής εμπίπτει στην κατηγορία των Λειτουργών (Officers) που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους (left their posts). Τουλάχιστον μέχρι τις 2.6.1966 ο αιτητής δεν φαίνεται να εγκατέλειψε ποτέ τη θέση του, δεδομένων των γεγονότων που συνέβησαν κατ' εκείνη την ημερομηνία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στη συνέχεια η θέση του φαίνεται να παρέμεινε ανοικτή ή σε εκκρεμότητα τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1967, σύμφωνα με τα όσα αναγράφονται στην προαναφερόμενη επιστολή του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς τον αιτητή, ημερ. 30.6.1967. Αργότερα δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε ενέργεια είτε εκ μέρους του αιτητή είτε εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με σκοπό τη λύση της εκκρεμότητας ή την ομαλοποίηση της κατάστασης.
Κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον για σκοπούς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η δικαστική υπηρεσία του αιτητή στην Αποικία της Κύπρου αρχικά και στη διάδοχο της Κυπριακή Δημοκρατία αργότερα, παρά το ότι δεν φαίνεται να υπάρχει γραπτή παραίτησή του, με ιδιόγραφη επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 8 των περί Δικαστηρίων Νόμων, λαμβανομένων υπόψη και των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης.
Σημειώνω συναφώς ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, στην περίπτωση του Τουρκοκύπριου Δικαστή κ. Μαλιαλή, ορθά κατά την εκτίμησή μου, προέβησαν σε ειδική διευθέτηση, ανεξάρτητα από τη γενική πολιτική τους σε σχέση με τους Τουρκοκύπριους κυβερνητικούς λειτουργούς που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους (Turkish Cypriot Government Officers who had left their posts).
Οι προδικαστικές ενστάσεις των καθ' ων η αίτηση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί πράξης Κυβερνήσεως που δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θεωρώ πως είναι αβάσιμες. Κατά την κρίσή μου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα αλλά εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εφόσον με αυτήν απορρίπτεται η αξίωση του αιτητή για μισθούς και/ή σύνταξη, τουλάχιστον επί του παρόντος. Δεν θεωρώ επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο στον όρο «πράξις Κυβερνήσεως» όπως αυτή καθορίζεται στα Ελληνικά συγγράμματα διοικητικού δικαίου, όπως στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου, 5η έκδοση (1991), σελ. 93 ή στο σύγγραμμα Κόρσου, Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, (1992), σελ. 304-305.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ότι αυτή λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος (α) του Αιτητικού της προσφυγής με την οποία ακυρώνεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή του καθ' ου η αίτηση 2 ημερ. 14.9.2005. Υπέρ του αιτητή επιδικάζονται έξοδα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.