ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 492/2004)
6 Δεκεμβρίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28, 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
F.W. WOOLWORTH & CO (CYPRUS) LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Δημ. Στεφανίδης, για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.
΄Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται όπως κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα απόφαση των καθ' ων η αίτηση, με την οποία επιβλήθηκε στους αιτητές τέλος χαρτοσήμου, ύψους Κ£340.369,40.
Ο ΄Εφορος, όταν περιήλθε σε γνώση του ότι οι αιτητές, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, προέβησαν σε έκδοση 6.807.388 ομολόγων @ Κ£1,00 το καθένα, τους ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι το σχετικό τέλος της δημοσιευθείσας έκδοσης, καθώς προέκυπτε από τη μαθηματική πράξη (6.807.388 @ Κ£0,05), ανερχόταν σε Κ£340.369,40 και έπρεπε να καταβληθεί εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία της σχετικής έκδοσης. Οι αιτητές κατέβαλαν το ποσό, το οποίο σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους ήταν το οφειλόμενο - (Κ£34.036,94) - υποβάλλοντας, ταυτόχρονα, το ενημερωτικό δελτίο της έκδοσης των ομολόγων και τον κατάλογο των προσώπων στα οποία αυτά παραχωρήθηκαν - (Παράρτημα Β στην ένσταση). Το ποσό έγινε αποδεκτό από τους καθ' ων η αίτηση με επιφύλαξη. Στη συνέχεια, μετά από μελέτη του ενημερωτικού δελτίου, ο ΄Εφορος ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν τη συμφωνία εγγύησης των ομολόγων, ημερομηνίας 12/3/2003, καθώς και τη συμφωνία εξασφάλισης της διάθεσης των ομολόγων στο ποσό των Κ£5.750.000,00, τις οποίες, όμως, αυτοί δεν παρουσίασαν.
Σε αντίθεση με ό,τι οι αιτητές υποστηρίζουν, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι τόσο η συμφωνία εγγύησης των ομολόγων όσο και η συμφωνία εξασφάλισης της διάθεσής τους είναι κύριες συμφωνίες και θα πρέπει να τύχουν χαρτοσήμανσης, ανεξάρτητα της σύνδεσής τους με την έκδοση των ομολόγων.
Οι αιτητές, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλουν το λανθασμένο της ερμηνείας του Στοιχείου 12(α)(ι) του Πρώτου Παραρτήματος του περί Χαρτοσήμων Νόμου του 1963, (Ν. 19/63), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), (βλ. Ν. 60(Ι)/92), στη βάση του οποίου επιβλήθηκε το τέλος χαρτοσήμου και, περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ουδέποτε εκδόθηκαν από αυτούς τα χρεόγραφα, επί των οποίων οι καθ' ων η αίτηση επέβαλαν το τέλος χαρτοσήμανσης. Καίτοι, με τη γραπτή τους αγόρευση, παραπέμπουν στη Δημοκρατία ν. Claridge Investments Ltd (2004) 3 A.A.Δ. 536, όπου εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν πανομοιότυποι ισχυρισμοί, υποστηρίζουν ότι, στην παρούσα περίπτωση, η απαίτηση των καθ' ων η αίτηση στηρίζεται στη «λανθασμένη αντίληψη ότι εκδόθηκαν 6,807,388 χρεόγραφα, πράγμα το οποίο ουδέποτε συνέβηκε». Περαιτέρω, υπέβαλαν ότι η δοθείσα ερμηνεία στο Στοιχείο 12(α)(ι) του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου απολήγει σε επιβολή καταστρεπτικής και απαγορευτικής φορολογίας, σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 24.4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι:-
«4. Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, εξαιρέσει των τελωνειακών δασμών, δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως.»
΄Ο,τι στην παρούσα προσφυγή συζητείται, απασχόλησε την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Claridge Investments Ltd, (πιο πάνω), από την οποία και παραθέτω σχετικό απόσπασμα, με το οποίο και σφραγίζεται η τύχη της προσφυγής:- (σελ. 540-541)
«Είναι προφανές από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου από τους εφεσίβλητους πως η έκδοση ήταν για χρεόγραφα αξίας £1 και όχι £100. Το γεγονός ότι θα παραχωρούνταν μόνο ανά 100 ή πολλαπλάσια αυτών, αφορούσε τη μέθοδο διάθεσης τους και όχι την έκδοσή τους. Στα στοιχεία αυτά δηλώθηκε πως θα εκδίδονταν στο άρτιο 1.900.000 χρεόγραφα αξίας £1 και δεν μπορούν τώρα οι αιτητές να ισχυρίζονται το αντίθετο. (Δέστε και απόφαση Π. Καλλή στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Αρ. Πρ. 259/97, ημερ. 31.8.99). Εάν επιθυμούσαν θα μπορούσαν να εκδώσουν χρεόγραφα αξίας £100 το καθένα και σε τέτοια περίπτωση θα φορολογούνταν με βάση το δικό τους υπολογισμό.
Περαιτέρω, ενώ ο ΄Εφορος είχε απαιτήσει κανονική χαρτοσήμανση των συμφωνιών εγγύησης, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν τη θέση πως οι εν λόγω συμφωνίες δεν έπρεπε να χαρτοσημανθούν ad valorem, αφού αυτές αποτελούσαν δευτερεύοντα έγγραφα της έκδοσης των χρεογράφων, γεγονός που συνάγεται από την πρόσκληση για εγγραφή, όπου γίνεται αναφορά σε 'εγγυημένα χρεόγραφα' και από το έγγραφο καταπιστεύματος (trust deed). Τη θέση αυτή δέχθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής.
Σχετικό είναι το άρθρο 5(1) του Νόμου που προβλέπει τα πιο κάτω:
'5(1) Οσάκις, εν τη περιπτώσει οιασδήποτε συμβάσεως ή μνημονίου συμβάσεως χρησιμοποιώνται πλείονα του ενός έγγραφα διά την περάτωσιν της δικαιοπραξίας (είτε ταύτα συντάττονται συγχρόνως, είτε κατά διάφορον χρόνον) μόνον το κύριον έγγραφον θα υπόκειται εις το εν τω Πρώτω Παραρτήματι καθοριζόμενον τέλος χαρτοσήμου διά την ειρημένην σύμβασιν ή μνημόνιον συμβάσεως, έκαστον δε των λοιπών εγγράφων θα υπόκειται εις τέλος χαρτοσήμου μιας λίρας αντί του εν τω ειρημένω Παραρτήματι τυχόν καθοριζομένου τέλους'.
Είναι σαφές, κατά την άποψή μας, πως οι πρόνοιες του άρθρου αυτού καταδεικνύουν τη λανθασμένη προσέγγιση επί του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προκύπτει πως οι συμφωνίες εγγύησης δεν μπορεί να θεωρηθούν ως έγγραφα που είναι μέρος της ίδιας δικαιοπραξίας. Οι συμφωνίες εγγύησης είναι εντελώς ξεχωριστές συμφωνίες και δεν συνιστούν 'πλείονα του ενός έγγραφα' που χρησιμοποιούνται για την περάτωση της δικαιοπραξίας, αφού η δικαιοπραξία είναι η έκδοση των χρεογράφων, μια διαφορετική, ξεχωριστή πράξη. Επισημαίνουμε ενδεικτικά και το γεγονός ότι η εγγύηση διδόταν από τρίτο πρόσωπο που δεν ήταν μέρος της δικαιοπραξίας έκδοσης των χρεογράφων.
Καταλήγοντας, κρίνουμε πως δεν ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι 'απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης των χρεογράφων ήταν η ύπαρξη εγγύησης ως στοιχείου της έκδοσης.»
Σ' ό,τι αφορά τα περί παραβίασης του ΄Αρθρου 24.4 του Συντάγματος, παρατηρώ ότι στα νομικά σημεία της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα, όπως ρητά απαιτείται από τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και, συνεπώς, δεν μπορεί να εξεταστεί - (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ