ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 90/1972 - Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1296/2006)
19 Δεκεμβρίου 2007
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ΛΙΑΣΗ (ΛΙΑΣΙΔΗ), ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ
ΠΛΗΡΕΣΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ 1. ΧΡΙΣΤΟΥ Α. ΛΙΑΣΗ,
2. ΗΛΙΑ Α. ΛΙΑΣΗ ΚΑΙ 3. ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ Α. ΛΙΑΣΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Τόκας, για τον Αιτητή.
Α. Ζερβού, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 29 Νοεμβρίου 2002 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 34Α(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν.90/72 όπως τροποποιήθηκε), η Γνωστοποίηση Αρ. 1113, για την αναθεώρηση των Πολεοδομικών Ζωνών Χωροταξικής Περιοχής «Χ», η οποία περιλάμβανε και την κοινότητα Πισσουρίου, της επαρχίας Λεμεσού. Ο αιτητής, ο οποίος ήταν τότε ιδιοκτήτης εξ ολοκλήρου των τεμαχίων 124 και 167, του Φ/Σ LVII/13, υπέβαλε εμπρόθεσμα ενστάσεις: την υπ΄ αρ. 18/2002 σε σχέση με το πρώτο και την υπ΄ αρ. 19/2002 σε σχέση με το δεύτερο. Προέβαλε ότι θα έπρεπε και τα δύο να εντάσσονταν στην Οικιστική Ζώνη. Ενώ το τεμάχιο 124, το οποίο εφάπτεται της Οικιστικής Ζώνης Η6, παρέμεινε υπό το ίδιο όπως και πριν καθεστώς, στη Γεωργική Ζώνη Γ3 (0.10:1), το δε τεμάχιο 147, το οποίο πριν από τη δημοσίευση ήταν στη Γεωργική Ζώνη Γ3 (0.10:1) με Περιορισμό Ανάπτυξης Προστατευμένου Τοπίου (Γκρεμμός) Ζ3, εντάχθηκε εξ ολοκλήρου στη Ζώνη Ζ3, Προστατευμένο Τοπίο Π.Τ.
Τις ενστάσεις του αιτητή, όπως και πολλών άλλων επηρεαζομένων ιδιοκτητών, τις μελέτησε η αρμόδια Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, στην οποία μετείχαν εκπρόσωποι του Επάρχου Λεμεσού, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων. Η μελέτη διεξήχθη υπό το φως της Έκθεσης του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία είχε ετοιμαστεί για την αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(5) του Νόμου, και είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1 Δεκεμβρίου 2000 με την Γνωστοποίηση αρ. 955. Η Επιτροπή υπέβαλε, στις 24 Μαρτίου 2005, τις ακόλουθες εισηγήσεις:
Τεμάχιο 124:
«Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά ανώμαλη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία για την οποία γίνεται η ένσταση καθώς και ότι αυτή δεν αποτελεί φυσική συνέχεια της εφαπτόμενης Οικιστικής Ζώνης Η6, η ΕΜΕ συστήνει απόρριψη της ένστασης αυτής.»
Τεμάχιο 167:
«Λαμβάνοντας υπόψη την ομαλή τοπογραφία μεγάλου τμήματος της περιοχής που περιλαμβάνεται στη Ζώνη Ζ3, καθώς και το γεγονός ότι το εν λόγω τμήμα αποτελεί φυσική συνέχεια της παρακείμενης Ζώνης Γ3, η ΕΜΕ συστήνει την μετατροπή του από Ζ3 σε Γ3, όπως φαίνεται στο συνημμένο σχέδιο. (Μερική αποδοχή).»
Ο Υπουργός Εσωτερικών αποδέχθηκε τις εισηγήσεις τις οποίες του υπέβαλε η Επιτροπή και, κατ΄ ακολουθίαν, παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο σχετική Πρόταση, ημερ. 21 Μαρτίου 2006.
Σε συνεδρία, ημερ. 30 Μαρτίου 2006, το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε την Απόφαση Αρ. 63.590 με την οποία, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 34Α(11) του Νόμου, ενέκρινε τα σχέδια των πολεοδομικών ζωνών όπως είχαν διαμορφωθεί με τις εισηγήσεις επί των ενστάσεων και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στη δημοσίευση Γνωστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(12). Στις 14 Απριλίου 2006 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Αρ. 385, αναφορικά με το θέμα. Αργότερα με επιστολή, ημερ. 5 Μαΐου 2006, το Υπουργείο Εσωτερικών πληροφόρησε τον αιτητή για τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και, πιο συγκεκριμένα, για τις απαντήσεις επί των ενστάσεων.
Η παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 17 Ιουλίου 2006, προσβάλλει την απόφαση που γνωστοποιήθηκε με την επιστολή, ημερ. 5 Μαΐου 2006. Αφορούσε αρχικά και στα δύο προαναφερόμενα τεμάχια. Όμως, στο τελικό στάδιο των διευκρινίσεων ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή σε ό,τι αφορά το τεμάχιο 167, αποδεχόμενος ότι δεν διατηρεί έννομο συμφέρον. Επομένως απομένουν για εξέταση μόνο τα ζητήματα τα οποία έχουν τεθεί σε σχέση με το τεμάχιο 124.
Η Δημοκρατία εγείρει ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί, κατά την εισήγηση της, ο χρόνος των 75 ημερών άρχισε να τρέχει από τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης η οποία, σε τέτοιες διαδικασίες, προορίζεται από τον νομοθέτη να φέρει σε γνώση όλων των ενδιαφερομένων το αποτέλεσμα. Επικαλέστηκε την απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στην Αλεξάνδρου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, υπόθ. αρ. 1691/05, ημερ. 12 Μαρτίου 2007, στην οποία υπό όμοιες περιστάσεις κρίθηκε ότι εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ήταν η δημοσίευση της Γνωστοποίησης και όχι η απάντηση στις ενστάσεις. Κατά τις διευκρινίσεις η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας με παρέπεμψε και σε άλλη, πιο πρόσφατη απόφαση, την Ioannis Georgiou Piggery Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1589/2005, ημερ. 18 Σεπτεμβρίου 2007, όπου σε αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση, γνωστοποιήθηκε το αποτέλεσμα με επιστολή, αφού προηγουμένως δημοσιεύτηκε σχετική Γνωστοποίηση. Ο Κωνσταντινίδης, Δ. έκρινε, αφού προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της Αλεξάνδρου (ανωτέρω), ότι η προθεσμία άρχισε από τη συγκεκριμένη πληροφόρηση την οποία οι αιτητές εύλογα ανέμεναν από τη διοίκηση και όχι από την προγενέστερη δημοσίευση. Ανέφερε σχετικά τα εξής:
«Οι αιτητές εύλογα ανέμεναν πληροφόρηση για την τύχη της αίτησης που υπέβαλαν και, κάτω από τις περιστάσεις, επαρκής κάτω από την άποψη της προσδοκίας ήταν εκείνη και όχι η δημοσίευση που έγινε ..»
Συμμερίζομαι αυτή την άποψη και, εφόσον η ανατρεπτική προθεσμία αρχίζει από την απάντηση στις ενστάσεις, θεωρείται εμπρόθεσμη η προσφυγή.
Τα ζητήματα τα οποία ο αιτητής έθεσε και προώθησε, χωρίζονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη προβάλλεται ότι η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων ήταν όργανο άγνωστο στο νόμο, ότι αναρμοδίως δημιουργήθηκε και ότι, επομένως, αναρμοδίως έλαβε μέρος στη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Προστίθεται εξάλλου ότι ο φάκελος δεν περιέχει επαρκή πρακτικά των εργασιών της Επιτροπής. Στη δεύτερη ενότητα προβάλλεται ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και μελέτη και ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε την εισήγηση της με συγκεκριμένη αναφορά στις περιστάσεις, και ιδιαίτερα στα σημεία της ένστασης. Ο αιτητής είχε ισχυριστεί με την ένσταση του ότι:
«1. Προ της πρόσφατης τροποποίησης της Ζώνης το ακίνητο μου εφάπτετο της Πολεοδομικής Ζώνης Η7 και ουσιαστικά περιβάλλετο υπό αυτής από 3 πλευρές. Όπως φαίνεται στο συνημμένο κτηματικό σχέδιο η Ζώνη Η7 παρέκαμπτε το ακίνητο μου το οποίο αποτελούσε σφήνα της Γεωργικής Ζώνης Γ3 μέσα στην Οικιστική.
2. Η φυσική γραμμή της Ζώνης Η7 ήταν η περίληψη του τεμαχίου 124 στην Οικιστική Ζώνη.
3. Μια τέτοια λύση συμφωνεί και με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ακινήτου τα οποία είναι τα ίδια με την παρακείμενη Οικιστική Ζώνη και συνεπώς ένταξη του σε αυτή τη Ζώνη ενδείκνυται και από χωροταξικής άποψης.
4. Η παράκαμψη του τεμαχίου μου αποτελούσε δυσμενή διάκριση σε βάρος μου.
5. Με την πρόσφατη τροποποίηση των Ζωνών η Ζώνη Η7 αναβαθμίστηκε σε Ζώνη Η6 αλλά η υφιστάμενη αδικία και δυσμενής διάκριση συνεχίζεται προκαλώντας σημαντική οικονομική ζημιά σε μένα ή στο δημόσιο ταμείο, εφ΄ όσον έχω δικαίωμα απαίτησης αποζημίωσης με το άρθρο 23 του Συντάγματος.
6. Ένταξη του ακινήτου στη Ζώνη Η6 θα άρει την γενόμενη αδικία και ταυτόχρονα ενδείκνυται για χωροταξικούς σκοπούς.»
Σε σχέση με την πρώτη ενότητα, η Δημοκρατία επισημαίνει ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο διατηρούσε τη δυνατότητα να διερευνήσει την περίπτωση μέσω άλλου οργάνου ή προσώπου, όπως άλλωστε προβλέπεται στο άρθρο 45(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και ότι στην παρούσα περίπτωση αυτό ήταν που έγινε, στη βάση μάλιστα εγκυκλίου του Υπουργού Εσωτερικών, με την οποία ρυθμιζόταν η σύσταση και η λειτουργία της Επιτροπής. Θεωρώ ορθή αυτή την τοποθέτηση. Τίποτε δεν εμπόδιζε να ανατεθεί σε μη προβλεπόμενο, άτυπο όργανο, το έργο διερεύνησης των ενστάσεων και της υποβολής εισηγήσεων, προς διευκόλυνση του έργου του Υπουργού στην κατάρτιση Πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο, με τελικό σκοπό την υποβοήθηση του ιδίου του Υπουργικού Συμβουλίου στη λήψη απόφασης. Έπειτα, σε ό,τι αφορά την τήρηση πρακτικών από την Επιτροπή, ενώ θα ήταν επιθυμητή η συμπερίληψη λεπτομερειών, μου φαίνεται πως περιέχονται τα τυπικώς απαραίτητα.
Υπάρχει όμως πρόβλημα σε ό,τι αφορά την ουσία. Ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει στοιχεία που να δείχνουν ότι η υπό αναφορά περίπτωση διερευνήθηκε σφαιρικά και σε βάθος, ούτε εκτίθενται προς υποστήριξη της απόφασης λόγοι οι οποίοι με τη λεπτομέρεια τους πραγματικά να εξηγούν γιατί το τεμάχιο 124 έπρεπε να αποκλειστεί από την οικιστική περιοχή όταν γεωγραφικά ανήκε σ΄ αυτήν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Δικαστηρίου.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ