ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 972/2006)
19 Νοεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΟΥΛΑ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 5.5.06, και με αρ. 4095 και με την οποία προήξαν το ενδιαφερόμενο μέρος κα. Ευανθία Παπασάββα στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αναδρομικά από 1.2.01, αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των πολλών νομικών σημείων που εγείρονται με την παρούσα προσφυγή είναι και τα εξής:
(α) Ότι η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα και πεπλανημένα πρόσθεσε τα τέσσερα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους (τις σπουδές στην Αθήνα, τις σπουδές στο Ισραήλ και τα δύο μεταπτυχιακά) και κατασκεύασε, από μόνη της τίτλο ισότιμο με πρώτο βασικό πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, κατά παράβαση του δεδικασμένου (νομικό σημείο 19).
(β) Ότι η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα και πεπλανημένα και κατά παράβαση του δεδικασμένου έκρινε πως τα τρία έτη σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους στη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας Αθηνών ή και η 8μήνη φοίτηση της στο Ισραήλ συνιστούσαν πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισοδύναμο, όπως το ζητά το σχέδιο υπηρεσίας. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η αιτήτρια (στο νομικό σημείο υπ΄ αρ. 20) υφίσταται δεδικασμένο, δηλαδή απόφαση ημερ. 12.9.03 και απόφαση ημερ. 26.10.05, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες οι σπουδές αυτές δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου. Αυτό εξάλλου, σύμφωνα με την αιτήτρια, το δέχθηκε και η Ε.Δ.Υ. σ΄ όλες τις προηγούμενες διαδικασίες (2001, 2002 και 2003) καθώς επίσης και το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά η Ε.Δ.Υ. άλλαξε τη στάση της, αναιτιολόγητα, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια.
(γ) Σύμφωνα με το νομικό σημείο υπ΄ αρ. 21, οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους στοιχεία μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, κατά παράβαση της νομολογίας και του Ν 158(Ι)/99.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτουν από επανεξέταση, μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 144/04, ημερ. 26.10.05, με την οποία είχε ακυρωθεί η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, της θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, τα απαιτούμενα προσόντα περιλάμβαναν πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα στην Κοινωνιολογία ή τις Κοινωνικές Επιστήμες ή άλλο κατάλληλο τίτλο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Προσφυγή 144/04, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης, δηλαδή τις προηγούμενες ακυρώσεις του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους και τις σχετικές επανεξετάσεις, παρατήρησε ότι: «Στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας αναζητούμε τέτοιο αυτοτελές προσόν, ως πρώτο καταληκτικό τίτλο πανεπιστημιακού επιπέδου, που δεν πρέπει να είναι μεταπτυχιακός ή διδακτορικός, και τέτοιος δεν υπήρχε». Παρατήρησε ακόμα ότι: «Ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία, και ήταν σ΄ αυτή τη βάση που συζητήθηκε το θέμα, πως τίποτε απ΄ όσα κατείχε η ενδιαφερόμενη δεν ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Γι΄ αυτό και η σημασία του ερωτήματος που εν τέλει απαντήθηκε δεσμευτικά με την απόφαση της Ολομέλειας. Πως, δηλαδή, δεν μπορούσε το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό να νομιμοποιήσει την ενδιαφερόμενη στη διεκδίκηση της θέσης. Ενώ τα άλλα, που απέκτησε προηγουμένως, ήταν και κατά την ίδια την ΕΔΥ εκτός συζήτησης αφού δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου». Σ΄ άλλο σημείο της απόφασης το Ανώτατο Δικαστήριο είπε και τα εξής: «Ζητούμενο ήταν πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο προσόν και η κρίση πως η ενδιαφερόμενη 'ικανοποιεί τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας', με την συλλήβδην παραπομπή στην επιστολή του Bradford, στα λοιπά στοιχεία, στα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο περιεχόμενο των φακέλων και στο ακαδημαϊκό υπόβαθρο της ενδιαφερομένης, αν δεν είναι απαράδεκτη προσπάθεια σύνθεσης ακαδημαϊκού προσόντος όπως είναι η εισήγηση της αιτήτριας, δεν είναι τίποτε». Και ακόμα το Ανώτατο Δικαστήριο είπε πως: «Η κρίση της ΕΔΥ πως η ενδιαφερόμενη ικανοποιούσε τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας στερείται νόμιμου ερείσματος».
Αξίζει να αναφερθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά την τέταρτη επανεξέταση. Η αρχική απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους είχε ληφθεί το 2001, εναντίον εκείνης της απόφασης ασκήθηκε η Προσφυγή αρ. 262/01 στην οποίαν εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 15.1.02. Η απόφαση στην Α.Ε. 3390 εναντίον της πρωτόδικης απόφασης επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στις 15.6.05. Μετά την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα και αποφάσισε να προάξει αναδρομικά την κα. Παπασάββα. Ασκήθηκε και πάλι προσφυγή, η υπ΄ αρ. 337/02, η οποία κατέληξε σε επίσης ακυρωτική απόφαση για το ότι δεν υπήρξε επαρκής έρευνα. Ακολούθησε τρίτη επανεξέταση στην οποία εκδόθηκε νέα απόφαση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους αναδρομικά, η οποία ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση στην Προσφυγή αρ. 144/04.
Μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 144/04 και υπό το φως των όσων ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ορθό, στα πλαίσια της επανεξέτασης στην οποία προέβη, να λάβει υπόψη της και νέα στοιχεία που δεν είχαν ληφθεί υπόψη στις προηγούμενες διαδικασίες. Το σημαντικό νέο στοιχείο το οποίο έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ. ήταν πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. το οποίο απέστειλε στην Ε.Δ.Υ. η κα. Παπασάββα και σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν η ισοτιμία και αντιστοιχία του πτυχίου Κοινωνικής Εργασίας που απονεμήθηκε στην κα. Παπασάββα από τη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας της Εταιρείας Ανηλίκων Αθηνών. Με βάση λοιπόν αυτό το νέο στοιχείο της αναγνώρισης και ισοτιμίας των πτυχίων του ενδιαφερομένου μέρους (εκτός των δύο μεταπτυχιακών), οι καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε όλα τα απαιτούμενα, από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα και προέβησαν στην εκ νέου προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην προαναφερόμενη θέση, αναδρομικά.
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι με την προαναφερόμενη απόφαση και/ή πράξη τους οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην Προσφυγή 144/04, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τους νέα στοιχεία τα οποία δεν δικαιούνταν να λάβουν υπόψη τους και με αυτό τον τρόπο επανάνοιξαν ένα ζήτημα το οποίο είχε ήδη κριθεί δικαστικά, τελεσίδικα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρθηκε σε δύο σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 625 και στην υπόθεση Ιγνατίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 620 .
Στην Κοντογιώργη (ανωτέρω) η Ολομέλεια τόνισε ότι η εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι:
(α) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη.
(β) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων.
(γ) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων, και
(δ) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επιδίκων θεμάτων.
Στην υπόθεση εκείνη η Ολομέλεια παρατήρησε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως οι εφεσίβλητες ήταν κάτοχοι δύο πλεονεκτημάτων, αποτελούσε θέμα κρίσης και η νομική δέσμευση που προέκυψε (από τη δικαστική κρίση) επέσυρε την εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου. Επομένως η δέσμευση που είχε προκύψει οδηγούσε αναπόφευκτα στην εφαρμογή του δεδικασμένου και η ενέργεια της Ε.Δ.Υ. να προβεί σε επανεξέταση συνιστούσε παραβίαση του κανόνα του δεδικασμένου.
Η Ολομέλεια στην Κοντογιώργη αναφέρθηκε επίσης σε νομολογία σύμφωνα με την οποίαν οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο διοικητικό δίκαιο.
Στην Ιγνατίου (ανωτέρω) παρατηρήθηκε ότι: «Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου».
Στην Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7 τονίστηκε ότι: «Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .. Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του».
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία υπό το φως των προαναφερόμενων αρχών και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται ο κανόνας του δεδικασμένου, εξαιτίας της απόφασης στην Υπόθεση 144/04. Συναφώς παρατηρώ ότι μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της παρούσας υπάρχει ταύτιση διαδίκων, ταύτιση των ιδιοτήτων των διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων υπό την έννοια του ότι το κατά πόσο το πρώτο δίπλωμα ή τα πρώτα διπλώματα του ενδιαφερομένου μέρους ικανοποιούσαν την πρώτη απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα στην Κοινωνιολογία ή στις Κοινωνικές Επιστήμες ή άλλο κατάλληλο τίτλο, είχε κριθεί, δικαστικά, επί της ουσίας, με την απόφαση στην Υπόθεση 144/04, η οποία είναι τελεσίδικη απόφαση. Επομένως, κατά την κρίση μου, ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου και κατά συνέπεια λανθασμένα, οι καθ΄ ων η αίτηση, επανεξέτασαν (επανάνοιξαν) αυτό το θέμα, δηλαδή το κατά πόσο τα πρώτα πτυχία του ενδιαφερομένου μέρους ικανοποιούσαν την πρώτη απαίτηση του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, υπό το φως νέων στοιχείων που το ενδιαφερόμενο μέρος έθεσε ενώπιον τους και συγκεκριμένα υπό το φως του πιστοποιητικού αναγνώρισης και ισοτιμίας του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ..
Το προαναφερόμενο σφάλμα των καθ΄ ων η αίτηση είναι ουσιώδες και συνιστά λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπό τις περιστάσεις δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τα υπόλοιπα θέματα που ηγέρθησαν από την αιτήτρια.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα £750.- υπέρ της αιτήτριας και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.