ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 70/2005, 73/2005, 1387/2005,
71/2005, 72/2005 και 137/2005
21 Νοεμβρίου 2007
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπόθεση Αρ. 70/2005
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 73/2005
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 1387/2005
ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 71/2005
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 72/2005
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ.137/2005
ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Αγ. Ευσταθίου, για τους Αιτητές στις Υποθ. Αρ. 70/2005, 71/2005, 72/2005
και 73/2005.
Χρ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή στις Υποθ. Αρ. 137/2005 και 1387/2005.
Α. Βασιλειάδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Α. Πετρώνδα και Α. Μολέσκη.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ο. Στυλιανού.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Άρχισαν, με μικρή χρονική διαφορά μεταξύ τους, και στη συνεχεία διεξήχθηκαν παράλληλα δύο διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο. Η πρώτη ήταν για δύο θέσεις και η δεύτερη για μια. Με αντίστοιχες αποφάσεις, ημερ. 22 Οκτωβρίου 2004, διαδοχικά ληφθείσες, η ΕΔΥ επέλεξε στην πρώτη διαδικασία τους Ανδρέα Πεντρώνδα και Ανδρέα Μολέσκη και στη δεύτερη την Ολυμπία Στυλιανού. Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 70/2005, 73/2005 και 1387/2005 αφορούν στην πρώτη διαδικασία και προσβάλλουν, οι μεν πρώτες δύο την επιλογή και των δύο ενδιαφερομένων, η δε τρίτη μόνο την επιλογή του Α. Πετρώνδα. Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 71/2005, 72/2005 και 137/2005, των ίδιων αντιστοίχως αιτητών, αφορούν στην τρίτη θέση σε σχέση με την οποία επελέγη η Ο. Στυλιανού και επαναθέτουν τα ίδια ζητήματα με αναφορά σ΄ αυτήν την ενδιαφερόμενη.
Οι αιτητές στις προσφυγές 70/2005 και 73/2005 προβάλλουν ότι η ΕΔΥ δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο ο Α. Μολέσκης (α) κατείχε την πείρα που απαιτούσε η παράγραφος 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας και (β) διέθετε το πλεονέκτημα υπηρεσίας σε διευθυντική θέση, στο οποίο αναφέρεται η ίδια πρόνοια• και ότι εν πάση περιπτώσει η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε τις διαπιστώσεις της σε σχέση με αυτές τις πτυχές. Η παράγραφος 3(2) προβλέπει τα ακόλουθα:
«3. Απαιτούμενα προσόντα:
................................
(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε ανώτερη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Δεν συμμερίζομαι την άποψη περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας. Η ΕΔΥ, αντλώντας από τους προσωπικούς φακέλους, εξειδίκευσε σε σχέση με τον κάθε υποψήφιο τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε. Αυτά τα στοιχεία εξηγούσαν επαρκώς τις διαπιστώσεις της και, σε αντίθεση με την Ιωάννου ν. ΕΔΥ, υπόθ. αρ. 691/2003, ημερ. 2 Ιουνίου 2005, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος των αιτητών, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη συζήτηση.
Σε σχέση με το πλεονέκτημα, ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 73/2005 παραπονείται ότι ενώ η ΕΔΥ του το αναγνώρισε, εντούτοις η προβλεπόμενη προτίμηση για υπηρεσία σε διευθυντική θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν επέτρεπε να ληφθεί πλήρως υπόψη η υπηρεσία του σε ανάλογη θέση στον ιδιωτικό τομέα και, ως εκ τούτου, παραβίαζε την αρχή της ισότητας. Παρατηρώ ωστόσο ότι ο εν λόγω αιτητής κατείχε διευθυντική θέση στη Δημόσια Υπηρεσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και το πλεονέκτημα του αναγνωρίστηκε με αναφορά σ΄ αυτή. Η ΕΔΥ ανέφερε συγκεκριμένα τα ακόλουθα, όταν ειδικά ασχολείτο με τη δική του περίπτωση:
«Διαθέτει επίσης και το πλεονέκτημα της πείρας σε διευθυντική θέση, στη δημόσια υπηρεσία.»
Φαίνεται ότι στη συνέχεια ο αιτητής τοποθετήθηκε σε λανθασμένο μέρος του καταλόγου υποψηφίων, δηλαδή μαζί με εκείνους που διέθεταν το πλεονέκτημα στον ιδιωτικό τομέα αλλά, κατά την άποψη μου, αυτό δεν αναιρούσε την προηγούμενη στοχευμένη κρίση της ΕΔΥ και δεν ήταν εν τέλει με αναφορά στο είδος του πλεονεκτήματος που προτιμήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι έναντι του εν λόγω αιτητή. Προσθέτω και ότι η βαρύτητα του πλεονεκτήματος δεν διακυμαίνεται ανάλογα με τα όποια επιπλέον, είτε πρόκειται για πείρα είτε για άλλα προσόντα. Ό,τι επιπλέον κατέχει ο υποψήφιος μπορεί ενδεχομένως να αξιολογηθεί και να πιστωθεί σε άλλους τομείς αλλά δεν είναι αυτό που τίθεται εδώ. Τέλος, κατά την τελική στάθμιση η ΕΔΥ φαίνεται να έλαβε υπόψη ότι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα διέθεταν όλοι το ίδιο πλεονέκτημα.
Και οι τρεις αιτητές επίσης προβάλλουν ότι η ΕΔΥ δεν διερεύνησε αν οι επιλεγέντες πληρούσαν τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Τα πρακτικά δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένη αναφορά στο θέμα αλλά η παράγραφος 3(3) αναφέρεται σε ιδιότητες και ικανότητες οι οποίες, όπως οι αιτητές εν τέλει αποδέχονται, αξιολογούνταν στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Η υψηλή βαθμολογία όλων των ενδιαφερομένων, το ίδιο όπως και των αιτητών, επαρκώς βεβαιώνει ότι κατείχαν τις απαιτούμενες ιδιότητες και ικανότητες. Ο αιτητής στην 70/2005 εισηγείται και ότι η διατύπωση στην παράγραφο 3(3) «επιζητά την ξεχωριστή εκείνη διάκριση στις ιδιότητες αυτές» και επομένως χρειάζεται μια άλλη ιδιαίτερη διερεύνηση. Είναι νομίζω αρκετή απάντηση ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρεται στις υπό αναφορά ιδιότητες και ικανότητες χωρίς διαβαθμίσεις. Δεν απαιτεί «ξεχωριστή διάκριση» σ΄ αυτές. Έπειτα, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1387/2005 συνδέει το θέμα με το ενδεχόμενο συγκριτικής προς τα άνω θεώρησης και προβάλλει ότι λεπτομερής αναφορά στην αντίστοιχη σταδιοδρομία των υποψηφίων θα καταδείκνυε ότι αυτός υπερείχε των άλλων στις εν λόγω ιδιότητες και ικανότητες. Με δεδομένο ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πληρούσαν τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(3), το κατά πόσο ο αιτητής υπερείχε σ΄ αυτές εξετάζεται με αναφορά πια στην αξία και, αφού πρόκειται για ιδιότητες και ικανότητες οι οποίες αξιολογούνταν ως επαγγελματικά στοιχεία κρίσης, σημασία έχει το ότι στις ετήσιες εκθέσεις όλοι βαθμολογούνταν με εξαίρετα.
Επιπλέον, οι αιτητές αναφέρονται ευρύτερα και λεπτομερώς στα κάθε είδους δικά τους αντίστοιχα προσόντα, τα οποία εμφανίζουν ως σχετικά και υπέρτερα, και επίσης αναφέρονται στην αντίστοιχη πείρα τους για να εισηγηθούν ότι υπερέχουν γενικότερα σε αξία. Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1387/2005 ειδικότερα προβάλλει ότι έκδηλα υπερείχε έναντι των ενδιαφερομένων. Έπειτα, οι αιτητές στις προσφυγές υπ΄ αρ. 70/2005 και 1387/2005 θέτουν και ζήτημα αρχαιότητάς τους.
Αναφορικά με την αξία, τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και οι αιτητές ήταν βαθμολογημένοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις με εξαίρετα. Πέραν αυτής, ότι άλλο και να συνυπολόγιζε κανείς δεν μπορούσε εν προκειμένω να μετέβαλλε αισθητώς την εικόνα.
Σε σχέση με τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα, οι αιτητές προβάλλουν ότι η ΕΔΥ δεν κατηύθυνε την προσοχή της στο κατά πόσο αυτά ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης ώστε να τους απέδιδε την ανάλογη βαρύτητα, όπως την εξήγησε η Ολομέλεια στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374. Το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα σε σχέση με την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου Α. Πετρώνδα για τον οποίο η Ε.Δ.Υ., αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία να του προσφέρει τη θέση - η μειοψηφία προτίμησε τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 73/2005 - σημείωσε τα εξής:
«Τέλος, η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας τον Πετρώνδα, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι διαθέτουν υπέρτερα προσόντα από αυτόν, ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο από αυτούς επίπεδο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, καθώς και το γεγονός ότι τα εν λόγω προσόντα δε θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, εν πάση όμως περιπτώσει τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αφού απέδωσε σ΄ αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι αυτό γενικά υπερέχει.»
Μου φαίνεται πως η αναφορά της ΕΔΥ στα υπέρτερα προσόντα άλλων υποψηφίων, σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη συζήτηση του θέματος στην οποία προέβη και την κατάληξη της, έτσι όπως τη διατύπωσε, δεν μπορεί παρά να είχε ως έρεισμα την άποψη ότι τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών ήταν πράγματι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Την αρχαιότητα η ΕΔΥ την συνυπολόγισε. Ειδικά αναφέρθηκε στο ότι οι ενδιαφερόμενοι υστερούσαν σε αρχαιότητα. Όμως απέδωσε, όπως η ίδια ρητώς ανέφερε, ιδιαίτερη σημασία στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης στην οποία οι ενδιαφερόμενοι κρίθηκαν εξαίρετοι ενώ οι αιτητές κρίθηκαν πάρα πολύ καλοί, με τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 73/2005 να θεωρείται από τη μειοψηφία και εκείνος ως εξαίρετος.
Σε σχέση με τη στάθμιση στοιχείων, η ΕΔΥ έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
«Η Επιτροπή, αφού σημείωσε ότι η θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την κρατούσα Νομολογία, αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και δεδομένου ότι η θέση βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της Δημόσιας Υπηρεσίας, προσπάθησε, μέσω της προφορικής εξέτασης, να διαπιστώσει την ικανότητα ενός εκάστου των υποψηφίων στην αντίληψη και ανάλυση προβλημάτων του επιπέδου της θέσης του Γενικού Διευθυντή, στον τρόπο αντίκρισης των προβλημάτων αυτών, στην ταχύτητα με την οποία θα μπορούσε να αντιδράσει σε καταστάσεις, καθώς επίσης και την προσωπικότητα και το δυναμισμό εντός εκάστου. Σημειώνεται, επίσης, ότι δόθηκε ιδιαίτερη σημασία σε ερωτήσεις που αφορούν θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Η παρούσα περίπτωση προσομοιάζει με την Πούρος κ.α. (ανωτέρω) όπου η Ολομέλεια υπέδειξε, με αναφορά στη νομολογία, ότι η ΕΔΥ διατηρούσε τη δυνατότητα να αποδώσει αυξημένη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Επικρότησε το ακόλουθο απόσπασμα από την Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673, στις σελ. 677-678:
«Σ΄ ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες. Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ΄ ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.
Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία. Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση.»
Έχω λοιπόν τη γνώμη πως δεν δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση.
Τα ίδια ισχύουν, κατ΄ αναλογία, και για τη σειρά των άλλων τριών προσφυγών με τις οποίες προσβάλλεται η επιλογή της Ο. Στυλιανού.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ