ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796
Λεμεσιανός Aντώνης και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 640
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2674
Mουρτζή Φιλοθέη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1091
Θεοχαρίδης Χριστάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 346
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.611/2006 και 765/2006)
9 Νοεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 611/2006)
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ι. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ η ς η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 765/2006)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην 611/2006.
Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή στην 765/2006.
Κ. Στιβαρού (κα.), για την Καθ' ης η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με τις παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή), η οποία γνωστοποιήθηκε με ανακοίνωση της ΑΗΚ στο προσωπικό της την 1.3.2006 και με την οποία, μετά από επανεξέταση κατόπιν δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στις Συνεκ. Προσφυγές 173/02, 185/02 και 191/02, και στις Συνεκ. Προσφυγές 1075/03 και 1241/03) διόρισε εκ νέου, αναδρομικά, από 1.1.2002 στις τέσσερις θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (θέση πρώτου διορισμού) και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, Αλέκο Αλεξάνδρου (Ε.Μ. 1), Ανδρέα Κυπρίδημο (Ε.Μ. 2), Δημήτρη Λυσάνδρου (Ε.Μ. 3) και Χαράλαμπο Χαραλάμπους (Ε.Μ. 4).
Στην τελευταία ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 15.9.2005, υπεδείχθησαν ως λόγοι ακυρότητας η λήψη υπόψη από την Αρχή των συστάσεων του Διευθυντή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτέλεσε νέο στοιχείο που δεν υπήρχε στον ουσιώδη χρόνο και επομένως δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη, καθώς και η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής που υιοθετήθηκε από την Αρχή και που δεν περιλάμβανε πραγματική συζήτηση και στάθμιση των διαφόρων στοιχείων, όπως αρχαιότητα και πείρα, για την επιλογή των υποψηφίων και ως εκ τούτου η έλλειψη της αναγκαίας αιτιολογίας.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την τελευταία ακυρωτική απόφαση:
«Ο κ. Λυσάνδρου υστερεί στη βαθμολογία των εμπιστευτικών εκθέσεων σε σύγκριση με αυτή του αιτητή κ. Χ. Ι. Χαραλάμπους για την περίοδο 1996-2000. Ωστόσο κρίθηκε καταλληλότερος έναντι του Χ. Ι. Χαραλάμπους καθότι, όπως αναφέρεται στη διατύπωση της αιτιολογίας της κρίσης τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου, διαθέτει πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, και ότι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο του προσέδιδαν την ανάλογη υπεροχή (Έγινε αναφορά στο ότι έχει γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών σύμφωνα με το πιστοποιητικό του ειδικού σεμιναρίου που έχει στον προσωπικό του φάκελο καθώς επίσης γνώσεις σε θέματα διοίκησης σύμφωνα με το πιστοποιητικό του σχετικού προγράμματος της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης που επίσης βρίσκεται στο προσωπικό του φάκελο).
Με δεδομένη ωστόσο την υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή Χ. Ι. Χαραλάμπους και την ισοδύναμη περίπου βαθμολογία με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους Α. Κυπρίδημου, καθώς επίσης την οριακή καλύτερη βαθμολογία του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Λυσάνδρου, έχω την εντύπωση ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν περιλαμβάνει πραγματική συζήτηση και στάθμιση των διαφόρων στοιχείων που την οδήγησαν στην επιλογή της.
Περαιτέρω η αναφορά που γίνεται στην πείρα και την αρχαιότητα ως στοιχεία κρίσης που λήφθηκαν υπόψη, έρχεται, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, σε αντίθεση με την υπηρεσιακή εικόνα των Χ. Ι. Χαραλάμπους (έναντι Κυπρίδημου και Λυσάνδρου) και Χριστοφόρου (έναντι του Λυσάνδρου) και είναι συνεπώς τρωτή η αιτιολογία της κρίσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τελική απόφαση της Αρχής που βασίσθηκε βασικά σ' αυτήν και την υιοθέτησε, χωρίς να προσπαθήσει να την επαληθεύσει ή να την τεκμηριώσει.
Κατά την κρίση μου, η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων ήταν τέτοια που καθιστούσε επιτακτική την παράθεση πειστικών λόγων από το Διοικητικό Συμβούλιο που να δείχνουν γιατί ξεχώριζαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπρίδημος και Λυσάνδρου και μάλιστα σε βαθμό που εξουδετέρωνε το κριτήριο της αρχαιότητας στην περίπτωση των αιτητών Χ. Ι. Χαραλάμπους και Χριστοφόρου».
Το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε για επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής επιτροπής για θέματα Προσωπικού η οποία και αποφάσισε να συστήσει στην καθής η αίτηση την αναδρομική προαγωγή από 1.1.2002 των ενδιαφερόμενων προσώπων (Αντίγραφο των πρακτικών της εν λόγω συνεδρίασης επισυνάπτεται στην Ένσταση ως Παράρτημα 7).
Ακολούθησε η συνεδρίαση της καθής η αίτηση στις 28.2.2006. (Αντίγραφο των πρακτικών της εν λόγω συνεδρίασης επισυνάπτεται στην Ένσταση ως Παράρτημα 8) κατά την οποία τέθηκαν ενώπιον των Μελών της, μεταξύ άλλων η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15 Σεπτεμβρίου 2005, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και οι αιτήσεις όλων των υποψηφίων που υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση για την πλήρωση των τεσσάρων θέσεων Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Κλίμακα Α9), όπως αναφέρονται στον επισυνημμένο κατάλογο των αιτητών, με όλα τα αιτιολογικά που επισυνάφθηκαν σε αυτές.
Τα Μέλη σημείωσαν ότι η επιλογή των υποψηφίων θα περιοριζόταν μόνο στη βάση των στοιχείων των φακέλων τους, αφού όλοι τους ετύγχαναν υπάλληλοι της Αρχής.
Τα Μέλη ανέφεραν επίσης ότι, αφού προέβησαν εκ νέου στη δική τους δέουσα έρευνα με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, διαπίστωσαν ότι όλοι οι υποψήφιοι, οι οποίοι αποτάθηκαν για διορισμό στις τέσσερις θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγοι Μηχανικού (Κλίμακα Α9), κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, ως φαίνεται και/ή τεκμαίρεται από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή στις οποίες υπηρέτησαν οι υποψήφιοι, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, στην Αρχή Ηλεκτρισμού.
Τα Μέλη αξιολόγησαν και έλαβαν επίσης δεόντως υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις (φύλλα αξιολόγησης) των υποψηφίων που καλύπτουν και αναφέρονται στην επίδοση τους μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.
Αφού μελέτησαν και αξιολόγησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, που αφορούσαν τους υποψηφίους και ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους, αποφάσισαν ομόφωνα το διορισμό των Αλέκου Αλεξάνδρου, Ανδρέα Κυπρίδημου, Δημήτρη Λυσάνδρου και Xαράλαμπoυ Χαραλάμπους, στις τέσσερις κενές θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Κλίμακα Α9), αναδρομικά από την 1 Ιανουαρίου 2002.
Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση τους , σημείωσαν στα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας ότι δεν παραγνώρισαν το προβάδισμα σε αρχαιότητα των αιτητών Χαράλαμπου Ι. Χαραλάμπους και Χριστόφορου Χριστοφόρου έναντι των υποψηφίων Ανδρέα Κυπρίδημου και Δημήτρη Λυσάνδρου, αντίστοιχα. Τόνισαν ωστόσο ότι η εν λόγω αρχαιότητα παρακάμπτεται καθότι , ως προς τη βαθμολογημένη αξία, προκύπτουν τα ακόλουθα:
«Όλοι οι επιλεγέντες υποψήφιοι, υπερέχουν έναντι του υποψήφιου Χριστόφορου Χριστοφόρου και μάλιστα στην περίπτωση των υποψηφίων Αλεξάνδρου Αλέκου και Χαραλάμπους Χαραλάμπους με τους οποίους έχει αντίστοιχα έτη βαθμολογίας, η υπεροχή των εν λόγω υποψηφίων αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως συντριπτική, αφού για τα ίδια χρόνια αξιολόγησης (1996-2000) ο Αλεξάνδρου συγκεντρώνει 24Α, ο Χαραλάμπους 18Α και ο Χριστοφόρου μόλις 2Α.
Για τα τελευταία πέντε χρόνια, ο υποψήφιος Αναστάσης Νικολάου υστερεί έναντι των υποψηφίων Λυσάνδρου, Αλεξάνδρου και Χαραλάμπους. Συγκεκριμένα, έχει μόνο 3Α έναντι 8Α του Λυσάνδρου, με τον οποίο έχουν τις ίδιες εξαμηνιαίες εκθέσεις και η διετία στην οποία αφορούν (1998-2000) αφορά στη δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας τους και βέβαια υστερεί έναντι των 24Α του Αλεξάνδρου και l8Α του Χαραλάμπους οι οποίοι είναι και αρχαιότεροι του στην υπηρεσία.
Για τα τελευταία πέντε χρόνια, ο υποψήφιος Χαραλάμπους Ι. Χαράλαμπος υστερεί και/ή είναι περίπου ισοδύναμος σε βαθμολογία σε σχέση με τους επιλεγέντες υποψηφίους, εκτός του υποψηφίου Λυσάνδρου.
Ειδικότερα, συγκρίνοντας τον Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους με τον υποψήφιο Λυσάνδρου, τα Μέλη παρατήρησαν ότι ναι μεν ο Λυσάνδρου υστερεί σε βαθμολογία με βάση τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις, ωστόσο κρίνουν ότι είναι καταλληλότερος του Χαραλάμπους Ι. Χαραλάμπους καθότι, διαθέτει πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, σχετικά όμως με την. άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης και δη σε σχέση με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών , όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του ειδικού σεμιναρίου που έχει στον προσωπικό του φάκελο, καθώς επίσης και γνώσεις σε θέματα διοίκησης, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του σχετικού προγράμματος της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης που επίσης βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο, στα οποία, τα Μέλη προσδίδουν την ανάλογη υπεροχή. Όπως έκριναν τα Μέλη, οι εν λόγω γνώσεις και /ή προσόντα του Λυσάνδρου που έχουν άμεση σχέση με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης, τον καθιστούν ικανότερο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης σε σύγκριση με τον υποψήφιο Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους.
Επίσης, συγκρίνοντας τον Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους με τον υποψήφιο Ανδρέα Κυπρίδημο, με τον οποίο είναι περίπου ισοδύναμοι σε βαθμολογία, τα Μέλη έκριναν ότι ο Κυπρίδημος κατέχει πρόσθετο μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν και συγκεκριμένα Diploma in Management του ΜΙΜ (Mediterranean Institute of Management) το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και ειδικότερα αυτών που καθορίζονται στην παράγραφο lΙ(δ) που αφορά στην εποπτεία, έλεγχο και συντονισμό της εργασίας υφιστάμενου προσωπικού. Κατά την άποψη των Μελών, αυτό καθιστά καταλληλότερο και/ή ικανότερο ν' ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης, τον Ανδρέα Κυπρίδημο σε σύγκριση με τον υποψήφιο Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους.
Περαιτέρω και σε σχέση με τον υποψήφιο Χρ. Χριστοφόρου, τα Μέλη έκριναν ότι παρόλο που είναι αρχαιότερος των υποψηφίων Λυσάνδρου και Κυπρίδημου, εντούτοις οι δυο αυτοί υποψήφιοι υπερέχουν έναντι του σε βαθμολογημένη αξία (έστω και οριακά ο Λυσάνδρου), αλλά και σε προσόντα μη απαιτούμενα αλλά σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης, στα οποία τα Μέλη έδωσαν την ανάλογη βαρύτητα, αφού ο μεν Κυπρίδημος διαθέτει το Diploma Management του Μ.Ι.Μ. (Mediterranean Institute of Management) το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και ειδικότερα αυτών που καθορίζονται στην παράγραφο ΙΙ(δ) που αφορά στην εποπτεία, έλεγχο και συντονισμό της εργασίας υφιστάμενου προσωπικού, ο δε Λυσάνδρου, διαθέτει προσόντα σε σχέση με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του ειδικού σεμιναρίου που έχει στον προσωπικό του φάκελο καθώς επίσης και γνώσεις σε θέματα διοίκησης, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του σχετικού προγράμματος της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης που επίσης βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο, τα οποία προσόντα συνάδουν με την άσκηση των καθηκόντων II(γ) και (δ) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Τα εν λόγω προσόντα των συγκεκριμένων υποψηφίων τους καθιστούν καταλληλότερους και/ή ικανότερους ν' ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης.
Επίσης, σ' ότι αφορά στο κριτήριο της επίδοσης, η οποία νομολογιακά κρίθηκε ότι εξάγεται από τα επιμέρους κριτήρια της ποσότητας, ποιότητας και ζήλου για εργασία, οι υποψήφιοι Λυσάνδρου και Κυπρίδημου παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα και συνεπώς αντίστοιχη υπεροχή έναντι του υποψήφιου Χριστοφόρου, η οποία λαμβάνεται υπόψη μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια.
Τέλος, τα Μέλη έκριναν ότι για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, δηλαδή τη συγκριτική υπεροχή των επιλεγέντων σε άλλα στοιχεία κρίσεως, δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των υποψηφίων που υπερέχουν σε αρχαιότητα, το τεκμήριο της υπεροχής σε πείρα, αφού αυτό εξυπακούει τουλάχιστο ίσους υποψήφιους και επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά ειδικά στην Αρχή, κρίθηκε ότι η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας, ότι η ένσταση με την οποία επιδίδεται κάποιος σε ένα δεδομένο τομέα και τ' αποτελέσματα της εργασίας είναι ίσοι, αν όχι, πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας.»
Προσφυγή 611/06.
Οι αιτητές Χαραλάμπους και Χριστοφόρου στην προσφυγή 611/06 ισχυρίζονται παράβαση δεδικασμένου εφόσον, και πάλι σύμφωνα με τη θέση τους, παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα και η πείρα τους. Επιχειρηματολογούν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση απέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα σε πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα. Υποβάλλουν συναφώς ότι η Αρχή, ενάντια στο δεδικασμένο, τις αρχές που καταγράφει στο σχετικό πρακτικό ότι ακολούθησε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και ενάντια στις νομολογιακές αρχές, δεν προτάσσει το κριτήριο της αρχαιότητας εκεί που υπάρχει ισοτιμία στα υπόλοιπα κριτήρια.
Περαιτέρω εισηγούνται πλάνη περί το νόμο υποδεικνύοντας ότι ο Κανονισμός 23(2) της ΚΔΠ 291/86 δεν προβλέπει δυνατότητα «παράκαμψης» της αρχαιότητας. Υποβάλλουν συναφώς ότι η αρχαιότητα και η πείρα είναι ίσης αξίας κατά το Νόμο και δεν μπορεί να παρακαμφθούν. Είναι η θέση τους ότι η παντελής έλλειψη αναφοράς, τόσο στη σύσταση όσο και στην τελική απόφαση, στην υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα και πραγματική πείρα καθιστά τη σύσταση και την τελική κρίση της Αρχής αναιτιολόγητη και αντίθετη στα στοιχεία των φακέλων.
Περαιτέρω προβάλλεται η θέση για πάσχουσα σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής Επιλογής. Κάνουν αναφορά στο σχετικό κανονισμό 3 του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα της ΚΔΠ 291/86 ο οποίος απαιτεί την αιτιολόγηση της απόφασης της Υπεπιτροπής η οποία, κατά την εισήγησή τους, απουσιάζει εν προκειμένω και ή πάσχει ένεκα αοριστίας, γενικότητας και αντιφατικότητας. Κατά τους αιτητές οι γενικές, αόριστες και αντιφατικές διατυπώσεις στις οποίες προβαίνει και πάλι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όπως αυτές εμφαίνονται στο πρακτικό του Παραρτήματος 7 επαναλαμβάνονται στη συνέχεια από το Διοικητικό Συμβούλιο στην απόφασή του. Το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθετεί το πρακτικό της Συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, χωρίς το ίδιο να προβαίνει σε δική του έρευνα. Συνακόλουθα και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πρόχειρη, χωρίς πραγματική έρευνα και αιτιολογία, γεμάτη αντιφάσεις. Το Διοικητικό Συμβούλιο όφειλε να διεξάγει τη δική του έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις και όχι να υιοθετήσει παθητικά τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση λανθασμένα θεώρησαν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης κάποια προσόντα σε σχέση με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Κυπρίδημο και Λυσάνδρου, αναφέροντας συγκεκριμένα στη σελίδα 21 της γραπτής αγόρευσης, ότι δεν αιτιολογείται:
«. πως και γιατί το εν λόγω δίπλωμα που κατέχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κυπρίδημος θα μπορούσε να θεωρηθεί συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Τα ίδια ισχύουν και για τα δήθεν «πρόσθετα προσόντα» του ενδιαφερομένου προσώπου Δ. Λυσάνδρου για τα οποία οι Καθ' ων η Αίτηση πέρα από το γεγονός ότι δεν εξήγησαν γιατί τα εκτίμησαν ως ακαδημαϊκά ενώ πρόκειται για απλή παρακολούθηση σεμιναρίων (κατά πάσα πιθανότητα μονοήμερων ή ολιγοήμερων ως είθισται σε σεμινάρια αυτού του τύπου), δεν εξήγησαν ποίαν συνάφεια παρουσίαζαν με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Απλώς επρόκειτο για βεβαιώσεις σεμιναρίων προγραμμάτων της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης και πιστοποιητικά παρακολούθησης για τη χρήση ηλεκτρονικών υπoλoγιστών που καμία σχέση δεν είχαν με πρόσθετα προς το πτυχίο προσόντα ή σχετικά προσόντα.»
Προβάλλεται τέλος η θέση περί έλλειψης δέουσας έρευνας της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λυσάνδρου του απαιτούμενου προσόντος, από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που είναι κάτοχος Διπλώματος Ηλεκτρολόγου Μηχανικού της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κρίθηκε ότι κατέχει το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από την πανεπιστημιακή του μόρφωση, με το σκεπτικό ότι: «από την αναλυτική κατάσταση των μαθημάτων του φαίνεται επίσης ότι κατά τη διάρκεια των σπουδών του έχει παρακολουθήσει μαθήματα Αγγλικής γλώσσας και παρακάθισε με επιτυχία στις γραπτές εξετάσεις».
Ποίου όμως επιπέδου και από πού πήραν στοιχεία οι καθών η αίτηση επί του συγκεκριμένου προσόντος, διερωτώνται οι αιτητές. Υποβάλλουν ότι στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, τότε το όργανο της αποφασιστικής αρμοδιότητας βαρύνεται με την υποχρέωση να προβεί στη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστώσει κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας (Γίνεται παραπομπή στις αποφάσεις Επαμεινώνδα v. Ρ.Ι Κ., Α.Ε. 1846/29.5.98 και Παπαδάμου v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2674).
Είναι η θέση των αιτητών ότι η παράλειψη τόσο του Διοικητικού Συμβουλίου όσο και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής να διενεργήσουν δέουσα έρευνα όσον αφορά τα απαιτούμενα προσόντα, οδήγησε σε εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας, γεγονός που θα πρέπει κατά την εισήγησή τους να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σε απάντηση των πιο πάνω ισχυρισμών των αιτητών, οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι καμιά παραβίαση του δεδικασμένου υπήρξε εν προκειμένω αλλά αντίθετα, η Αρχή, πλήρως συμμορφούμενη μ' αυτό, προέβη σε ενδελεχή σύγκριση των υποψηφίων, δίδοντας με σαφήνεια τους λόγους επιλογής των Ενδιαφερόμενων Μερών, οι οποίοι λόγοι, καθώς εισηγούνται βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία. Η Αρχή έκρινε ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ των υποψηφίων που υπερέχουν σε αρχαιότητα, το τεκμήριο υπεροχής σε πείρα, αφού αυτό εξυπακούει τουλάχιστο ίσους υποψήφιους σε αξία και προσόντα. Εδώ, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση των καθων η αίτηση, δεν υπήρξε ισοδυναμία σε αξία και προσόντα, γι' αυτό και η αρχαιότητα δεν αναδυκνείεται σε σημαντικό παράγοντα. Υποβάλλουν συναφώς ότι ο τρόπος που η Αρχή αντιμετώπισε την αρχαιότητα και την πείρα, καταγράφεται με λεπτομέρεια, τόσο στο πρακτικό της σύστασης όσο και στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης και ότι είναι καθόλα νόμιμος και αποδεκτός.
Τέλος, ως προς τον τελευταίο ισχυρισμό των αιτητών, είναι η θέση των καθών η αίτηση ότι οι αιτητές δεν μπορούν να προβάλλουν με την παρούσα προσφυγή το θέμα της μη κατοχής απαιτουμένων προσόντων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, καθότι καλύπτεται από το δεδικασμένο.
Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή τα πρακτικά των αντίστοιχων συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και έχω την άποψη ότι και πάλι η αιτιολογία για την επιλογή Λυσάνδρου και Κυπρίδημου πάσχει. Θεωρώ ότι στις περιπτώσεις των συγκεκριμένων ενδιαφερομένων προσώπων, με τους οποίους ο αιτητής Χαραλάμπους ισοδυναμεί ή και υπερτερεί (συγκεκριμένα ισοδυναμεί με τον Κυπρίδημο και υπερτερεί έναντι Λυσάνδρου) σε βαθμολογημένη αξία, η αιτιολόγηση για την παράκαμψη της αρχαιότητας του και της εκ της αρχαιότητας πείρας που επαυξάνει την αξία αντιβαίνει στις νομολογιακές αρχές .
Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται από την μια πλευρά ότι: «δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των υποψηφίων που υπερέχουν σε αρχαιότητα το τεκμήριο υπεροχής σε πείρα, αφού αυτό εξυπακούει τουλάχιστον ίσους υποψήφιους» και από την άλλη, αντιφατικά κατά την άποψη μου, κρίνουν συγκρίνοντας τον Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους με τον υποψήφιο Λυσάνδρου: «ότι ναι μεν ο Λυσάνδρου υστερεί σε βαθμολογία με βάση τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις ωστόσο κρίνουν ότι είναι καταλληλότερος του Χαραλάμπους Ι. Χαραλάμπους καθ' ότι, διαθέτει πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, σχετικά όμως με την άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης».
Είναι προφανής λοιπόν η παραγνώριση των νομολογιακών αρχών, οι οποίες έχουν παρατεθεί και στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση, ότι υπεροχή σε αρχαιότητα σημαίνει μεγαλύτερη υπηρεσία και περισσότερη πείρα και ότι η πείρα προσμετρά στην αξία (Δέστε: Μουρτζή ν Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1091 και Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 597/99, ημερ. 19/9/2000).
Η Αρχή ενάντια στις ίδιες τις αρχές που καταγράφηκαν στα αντίστοιχα πρακτικά ότι ακολούθησε, αλλά και ενάντια στις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, παρακάμπτει την σημαντική υπεροχή του αιτητή Χαραλάμπους εκεί που υπάρχει τουλάχιστον ισοτιμία στα υπόλοιπα κριτήρια.
Είναι σωστή η παρατήρηση των αιτητών ότι ο Κανονισμός 23 (2) της ΚΔΠ 291/86 δεν προβλέπει δυνατότητα «παράκαμψης» της αρχαιότητας:
«Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως 'τα παραδεδεγμένα κριτήρια' αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου».
Κατά το Νόμο, η αρχαιότητα και η πείρα είναι ίσης αξίας στοιχεία κρίσης που δεν μπορούν να «παρακαμφθούν» όταν οι υποψήφιοι ισοδυναμούν σε αξία και προσόντα. Μόνο έκδηλη υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων Λυσάνδρου και Κυπρίδημου θα δικαιολογούσε, κατά την άποψη μου, την παράκαμψη της σημαντικής αρχαιότητας του αιτητή Χαραλάμπους. Παρατηρώ ωστόσο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προέβησαν εν προκειμένω σε διαπίστωση έκδηλης υπεροχής των συγκεκριμένων ενδιαφερομένων προσώπων που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παράκαμψη της πραγματικά σημαντικής αρχαιότητας του αιτητή Χαραλάμπους .
Με δεδομένη την υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή Χαραλάμπους και την ισοδύναμη περίπου βαθμολογία με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους Κυπρίδημου, καθώς επίσης την οριακά καλύτερη βαθμολογία του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Λυσάνδρου, οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα, κατά την κρίση μου, απέδωσαν και πάλι υπέρμετρη βαρύτητα σε «πρόσθετα» προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας χωρίς να προβούν στη στάθμιση των «πρόσθετων» αυτών προσόντων έναντι των κριτηρίων της αξίας ,αρχαιότητας και πείρας, στην περίπτωση του αιτητή Χαραλάμπους.
Τα πρόσθετα δε μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου Λυσάνδρου δεν είναι παρά βεβαιώσεις σεμιναρίων προγραμμάτων της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης και πιστοποιητικά παρακολούθησης για τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η νομολογία επιτρέπει την απόδοση δέουσας βαρύτητας σε μη απαιτούμενα, από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα υπό προϋποθέσεις που καθορίζει με σαφήνεια. Η βαρύτητα αυτή πρέπει ωστόσο να εξηγείται, να αιτιολογείται και να οριοθετείται ο βαθμός έκτασης της σε συνάρτηση με τα άλλα κριτήρια και να συνεκτιμάται το τελικό αποτέλεσμα.
Ως προς τον τελευταίο λόγο ακυρότητας που αφορά στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή του απαραίτητου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λυσάνδρου , συμφωνώ με την παρατήρηση των καθ΄ ων η αίτηση ότι δέν μπορεί να εξεταστεί. Θα μπορούσε να τεθεί στις αρχικές προσφυγές των Αιτητών (αρ. 173/02 και 185/02) και στην προσφυγή (αρ. 1075/03). Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, η εξέταση λόγων ακύρωσης που μπορούσαν να τεθούν και δεν τέθησαν σε προηγούμενη προσφυγή, είναι ανεπίτρεπτη, λόγω της εφαρμογής του δεδικασμένου, όπως η αρχή αυτή καθιερώθηκε στην Παπαδόπουλος v. Οργαvισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και επεκτάθηκε στη Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1104/00, ημερ. 15.4.02, με επιβεβαίωση στην Λεμεσιαvός κ..α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 640.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, καταλήγω ότι η αιτιολογία για την επιλογή των Λυσάνδρου και Κυπρίδημου, τόσο στο προπαρασκευαστικό στάδιο αλλά και στην τελική απόφαση , εξακολουθεί να είναι πλημμελής και να παραβιάζει το δεδικασμένο αναφορικά με τους λόγους προτίμησης τους έναντι του αιτητή Χαραλάμπους. Οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν, κατά την κρίση μου, σε παρερμηνεία των νομολογιακών αρχών και σε ισοπεδωτικές υπεραπλουστεύσεις αγνοώντας με αυτό τον τρόπο τη δέσμευση που προέκυπτε από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αιτιολόγηση της προτίμησης και επιλογής των συγκεκριμένων ενδιαφερόμενων προσώπων (Κυπρίδημο και Λυσάνδρου) έναντι του αιτητή Χαραλάμπους.
Η προσφυγή 611/06 επιτυγχάνει εν μέρει, δηλαδή ως προς τον πρώτο αιτητή Χαράλαμπο Ι. Χαραλάμπους.
Η προαγωγή των ενδιαφερόμενων προσώπων Κυπρίδημου και Λυσάνδρου ακυρώνεται.
Έξοδα υπέρ του αιτητή Χαραλάμπους και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση. Καμία άλλη διαταγή για έξοδα.
Προσφυγή 765/06.
Ο αιτητής Νικολάου προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση «λήφθηκε από ελαττωματικά συγκροτημένο διοικητικό όργανο». Η θέση του αυτή βασίζεται στο ότι τα τρία μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής συμμετείχαν και στη λήψη της τελικής απόφασης κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 28.2.06. Υποβάλλουν συναφώς ότι η εν λόγω συμμετοχή τους επηρέασε την αμεροληψία τους κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνο εφόσον σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν τη σύσταση και λειτουργία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και συγκεκριμένα τον Κανονισμό 19(4) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας), Κανονισμών του 1989, ΚΔΠ 291/86 όπως έχει τροποποιηθεί:
«(4) Η Αρχή ουδόλως θα δεσμεύεται εξ οιασδήποτε συστάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τα δε μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν θα παρακάθηνται εις την ολομέλεια της Αρχής ουδόλως θα δεσμεύονται υπό οιασδήποτε αποφάσεως ληφθείσης υπό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έστω και εάν ταύτα συμμετέσχον εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως. Η Αρχή εν ολομελεία θα έχη αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικάς αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού.» (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Κατά την κρίση μου οι ισχυρισμοί περί αμεροληψίας των μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί , έχουν προβληθεί γενικά και αόριστα και επομένως λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό της πιο πάνω κανονιστικής πρόνοιας , απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή για συμμετοχή αριθμού μελών πέραν από του προβλεπόμενου από το Νόμο, κρίνω ότι δεν ευσταθεί . Στη συνεδρίαση λήψης της επίδικης απόφαση, όπως φαίνεται στο Παράρτημα «8» της Ένστασης της Αρχής, παρόντα ήσαν 8 από τα 9 Μέλη, το δε 9ον Μέλος κλήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να παραστεί λόγω κωλύματος.
Το σύνολο των Μελών της Αρχής είναι 9, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμο του 1988 (Ν.149/88) όπως έχει τροποποιηθεί .
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι: «Δεν προκηρύχθηκαν όλες οι υπό πλήρωση θέσεις ταυτόχρονα για να λάβουν γνώση οι Ενδιαφερόμενοι και να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των στην διεκδίκηση των θέσεων σύμφωνα με το Νόμο και/ή τις αρχές της χρηστής Διοίκησης». Ο Αιτητής κωλύεται κατά την κρίση μου να εγείρει το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, εφόσον είχε τη δυνατότητα να το θέσει είτε στην προσφυγή του αρ. 191/02, είτε στην προσφυγή του αρ. 1241/03 και δεν το έπραξε. Επίσης κρίνω ότι εφόσον και ο ίδιος υπήρξε υποψήφιος και για τις τέσσερεις θέσεις, απαραδέκτως επιδοκιμάζει και ταυτοχρόνως αποδοκιμάζει.
Ως προς την εισήγηση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «λήφθηκε κατά παράβαση των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων » είναι σωστή η τοποθέτηση των καθών η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό, καθότι καλύπτεται και πάλι από το δεδικασμένο. Ενώ δηλαδή, το ίδιο θέμα τέθηκε στις προηγούμενες προσφυγές του (πρ. 191/02 και 1241/03) στις οποίες εκδόθησαν αντίστοιχες ακυρωτικές αποφάσεις για άλλους λόγους, ο Αιτητής δεν εφεσίβαλε τις αντίστοιχες ακυρωτικές αποφάσεις, ώστε να ζητήσει να εκδικαστεί και το θέμα των προσόντων που αφορούσε την κατά τον ισχυρισμό του πλημμέλεια που προηγείτο των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε και η πρώτη απόφαση της Αρχής και η δεύτερη απόφαση της Αρχής.
Με την πρώτη ακυρωτική απόφαση σημειώνω ότι κρίθηκε ότι οι προφορικές συνεντεύξεις έγιναν από αναρμόδιο όργανο και αυτό αποτέλεσε και το μόνο λόγο ακύρωσης. Το στάδιο όμως του κατά πόσο οι υποψήφιοι ήσαν προσοντούχοι, προηγείτο του σταδίου της συνέντευξης.
Στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, που ακολούθησε την επανεξέταση που διενήργησε η Αρχή με βάση τα όσα προέκυψαν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης ακυρωτικής απόφασης (μη λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων) το Δικαστήριο ασχολήθηκε αφενός, με το γεγονός ότι η Αρχή έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, που αποτέλεσε νέο στοιχείο και ακύρωσε την πράξη ως παραβαίνουσα το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και αφετέρου, προχώρησε στην εξέταση και λόγων ουσίας που αφορούσαν την αιτιολογία της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, με αναφορά στη συγκριτική εικόνα των υποψηφίων.
Σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, όπως συνοψίστηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, στην Υπόθεση αρ. 810/04, Pένoς Nαζίpης ν.- ΡΙΚ, ημερ. 12.2.07, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Ναζίρη (πιο πάνω) παρατίθεται:
«Ο κ. Χατζήκυριακου προσέβαλε και τη δεύτερη απόφαση του Ρ.Ι.Κ. με την προσφυγή αρ. 284/2002, με την οποία προέβαλε περίπου τα ίδια όπως και πριν. Αλλά, με βάση την ακυρωτική απόφαση, εκείνο που αναμενόταν ήταν μόνο η περαιτέρω διερεύνηση και αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων του κ. Χατζήκυριακου και, συνακόλουθα, η εκ νέου στάθμιση, ανάλογα με τις όποιες διαπιστώσεις, ενώ προηγηθείσες πλημμέλειες δεν μπορούσαν πια να απασχολήσουν: βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Εξάλλου ο τότε αιτητής, κ. Χατζήκυριακου, δεν αμφισβήτησε με έφεση τη δικαστική προσέγγιση σε οποιαδήποτε πτυχή. Η δυνατότητα και επιτυχόντος προσφεύγοντος να ασκήσει έφεση αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια στη Θεοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796.»
Προβάλλεται τέλος ο ισχυρισμός ότι η επίδικη πράξη «Δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη». Ο αιτητής αποφεύγει να αναφερθεί στην ουσία της επιλογής, δηλαδή στη συγκριτική εικόνα του με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Όμως από μια απλή σύγκριση των υποψηφίων σε ότι αφορά τη βαθμολογημένη αξία, προκύπτει ότι για τα τελευταία πέντε χρόνια, ο αιτητής υστερεί έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών. Συγκεκριμένα, έχει μόνο 3Α έναντι 8Α του Λυσάνδρου. Υστερεί δε έναντι των 24Α του Αλεξάνδρου, 18Α του Χαραλάμπους και 10Α του Κυπρίδημου οι οποίοι είναι και αρχαιότεροι στην υπηρεσία.
Ο αιτητής δεν έχει προβάλει εν προκειμένω βάσιμους ισχυρισμούς που να κλονίζουν κατά την κρίση μου το εύλογο της επιλογής των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του ιδίου.
Η Προσφυγή 765/06 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.