ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2122/2006)

 

9 Νοεμβρίου, 2007

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΥΤΥΧΙΟΣ  ΚΟΝΙΩΤΗΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Γεωργία Πετάση - Κορφιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται στη διαδικασία χωρίς συνήγορο, εκείνο το οποίο ουσιαστικά ζητά με την προσφυγή του είναι ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση σ' αυτόν σύνταξης ανικανότητας.  Στην προσφυγή του δεν παραθέτει νομικά σημεία.  Αυτό, βέβαια, δεν επηρεάζει, αφού, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν υποχρεούται σε κάτι τέτοιο.  Επισυνάπτει αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, ημερομηνίας 25/10/2006, και ισχυρίζεται ότι αυτή είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.

 

Οι καθ' ων αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικά ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ισχυρίζονται ότι αυτή είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 9/9/2005 και/ή πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Ο αιτητής, στις 13/6/2005, υπέβαλε αίτηση προς τους καθ' ων η αίτηση, για παραχώρηση σ' αυτόν σύνταξης ανικανότητας, επισυνάπτοντας ιατρική έκθεση για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, τα οποία τον εμποδίζουν να εργάζεται.  Η αίτησή του εξετάστηκε και απορρίφθηκε, επειδή οι ασφαλιστέες αποδοχές του το 2004 και ο μέσος όρος των ασφαλιστέων αποδοχών του για τα έτη 2003 και 2004 ήταν λιγότερες από £1.549,40.

 

Στις 14/12/2005, ο αιτητής ζήτησε γραπτώς επανεξέταση του αιτήματός του, χωρίς αναφορά σε ο,τιδήποτε πέραν των όσων αρχικά υπέβαλε.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 2/1/2006, απέρριψαν το αίτημά του, αναφέροντας τα εξής:-

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 14/12/2005 σε σχέση με την απόρριψη της αίτησης σας για σύνταξη ανικανότητας και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα πιο κάτω:

 

Σύμφωνα με τη νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται σε ασφαλισμένους που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις εισφοράς και έχουν απώλεια της ικανότητας τους για εργασία σε βαθμό τουλάχιστο 66 2/3%.

 

Βασικές προϋποθέσεις για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας είναι:

 

(α)  να έχουν περάσει 3 χρόνια από την ημέρα ασφάλισης και ο ασφαλισμένος να έχει πληρωμένες ασφαλιστέες στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών ίσες τουλάχιστο με 156 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών (156 Χ 77,47 = £12.085).

 

(β)  ο  εβδομαδιαίος  μέσος όρος των πληρωμένων ή πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών από το χρόνο μέσα στον οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των 16 ετών, μέχρι την τελευταία συμπληρωμένη εβδομάδα πριν από την εβδομάδα που καθίσταται μόνιμα ανίκανος για εργασία, να είναι ίσος τουλάχιστο με το ¼ του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών (£77,47 : 4 = £19,37).

 

(γ)  να έχει πληρωμένες ή πιστωμένες αποδοχές στον προηγούμενο χρόνο (2004) ή μέσο όρο τέτοιων αποδοχών στα προηγούμενα δύο χρόνια (2003 - 2004), ίσο τουλάχιστο με 20 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών (20 Χ £77,47 = £1549,40).

 

Από την εξέταση της αίτησης σας διαπιστώθηκε ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση (γ) ανωτέρω για σκοπούς δικαιώματος σε σύνταξη ανικανότητας. 

 

Με βάση τα πιο πάνω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι η απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων να απορρίψει την αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας είναι ορθή και δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, γιατί τούτο θα ήταν αντίθετο με ρητές πρόνοιες της Νομοθεσίας.»

 

 

 

Ισχυρίζονται, οι καθ' ων η αίτηση, ότι εκτελεστή απόφαση είναι η απόφαση της 9/9/2005, η οποία ουδέποτε προσεβλήθη.  Η  προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η θέση τους, αποτελεί βεβαιωτική της προγενέστερης εκτελεστής, αφού καμιά αλλαγή δεν υπήρξε και ούτε τέθηκε ενώπιόν τους ο,τιδήποτε, το οποίο να δικαιολογούσε νέα έρευνα.

 

Αίτηση ακύρωσης χωρεί κατά εκτελεστών πράξεων διοικητικών οργάνων.  Η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης αποτελεί αντικειμενική προϋπόθεση για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, με βάση το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος, η ύπαρξη της οποίας εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. 

 

Στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, σε σχέση με βεβαιωτικές πράξεις, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 401-404)

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'.  Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

 

(α)  Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

(β)  Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

(γ)  Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

(δ)  Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

(ε)  Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(Βλ. Τσάτσου, 'Αίτησις Ακυρώσεως', ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας).

 

..............................................................................................................

 

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)

 

Το τι αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών', ΄Εκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

 

'Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.  Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων. 

 

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν.  Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'

 

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)

 

Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:

 

'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί.  Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή.  Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

 

..............................................................................................................

 

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής.   Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής.  Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'

 

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241:  'Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.')

 

Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε 'ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων' αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης.  Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 A.A.Δ. 1529, 1532).»

 

 

 

΄Εχοντας εξετάσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με την επιστολή του αιτητή για επανεξέταση, καταλήγω ότι αυτή είναι βεβαιωτική και, συνεπώς, μη δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται. 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                          Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο