ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 693
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 739/2006)
8 Οκτωβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Η
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 558/04 στις 18.10.2005 των διορισμών τεσσάρων λοχιών στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων, συνεστήθη η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 16(5)(β)(i) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (στο εξής «η Επιτροπή»), συνήλθε σε δύο συνεδρίες και εξέτασε την υπόθεση με βάση τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Στην προφορική εξέταση των υποψηφίων που διευθετήθηκε να γίνει στις 28.2.2006, κλήθηκαν 18 συνολικά υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων λοχιών των οποίων είχε ακυρωθεί ο διορισμός.
Στην εξέταση προσήλθαν τελικά δέκα υποψήφιοι στους οποίους υποβλήθηκαν ερωτήσεις, με σκοπό τη διαπίστωση κατοχής των κριτηρίων και προσόντων που είχαν καθοριστεί. Η Επιτροπή συμπλήρωσε την αξιολόγηση των υποψηφίων και συνέταξε έκθεση η οποία υποβλήθηκε στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Αφού ζητήθηκε η κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, δημοσιεύτηκε στην έκδοση των Εβδομαδιαίων Διαταγών (Μέρος ΙΙ), αύξων αρ.10, παράγραφος 172, ημερομηνίας 6.3.2006, η απόφαση του Αρχηγού για αναδρομικό διορισμό των τεσσάρων λοχιών στη θέση. Η πιο πάνω απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η προηγούμενη απόφαση είχε ακυρωθεί γιατί το Συμβούλιο Προσλήψεων, που είχε προβεί στην εξέταση των υποψηφίων, παρέλειψε να δώσει ικανοποιητική αιτιολογία ως προς την αριθμητική αξιολόγηση των υποψηφίων για την απόδοσή τους στην προσωπική συνέντευξη. Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι, παρ΄όλον ότι οι κανονισμοί δεν προνοούν ειδικό έντυπο για την αξιολόγηση των υποψηφίων για διορισμό στην Αστυνομία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση προαγωγών, το Συμβούλιο Προσλήψεων προέβη σε βαθμολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη σε έντυπο αξιολόγησης με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, υπό τύπο αριθμητικής αποτίμησης της απόδοσής τους.
Για να εξηγήσει τον τρόπο σκέψης του το δικαστήριο αναφέρθηκε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ., 485, 489:-
«Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ΄ εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επί μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.
Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της «Α» ή της «Β» γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους. Η προφορική εξέταση παρέχει ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου που επίσης λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση, τηρουμένης πάντα της αρχής της ισότητας που ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και της διοίκησης και αποκλείει κάθε διάκριση αντινομική προς αυτή. (΄Αρθρο 28.1.2 του Συντάγματος.)».
Ως πρώτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται παραβίαση του δεδικασμένου αφού ο Αρχηγός της Αστυνομίας παρέλειψε να συμμορφωθεί αμέσως με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 558/04, ούτε και ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης. Πράγματι, όπως και ο ίδιος ο Αρχηγός της Αστυνομίας παραδέχεται στην επιστολή του ημερ. 22.2.2006 προς τον Βοηθό Αρχηγό (Εκπ.), επειδή θεωρούσε ότι αν προχωρούσε στην ακύρωση των διορισμών (που είχαν βεβαίως ακυρωθεί με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου), θα δημιουργούνταν λειτουργικά προβλήματα, θα προχωρούσε στην ακύρωση των διορισμών την ημέρα που η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής θα καλούσε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση, ούτως ώστε να παρουσιαστούν, όπως ο ίδιος το θέτει, ως πολίτες. Και έτσι έγινε. Όταν ο Βοηθός Αρχηγός (Εκπ.), υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, πληροφόρησε για την κλήση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση στις 28.2.2006, ο Αρχηγός της Αστυνομίας προχώρησε και στις 27.2.2006 «συμμορφούμενος με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι από τις 27.2.2006 οι προαγωγές των τεσσάρων Λοχιών που είχαν ήδη ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνονται αναδρομικά από 9.3.2004 και 10.3.2004 αναλόγως».
Το σημείο δεν απαντάται καθόλου από την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση. Παρά ταύτα δεν θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι έχουμε παραβίαση του δεδικασμένου. Κάθε απόφαση που ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν χρειάζεται να ακυρωθεί και από οποιοδήποτε όργανο. Η προαγωγή των συγκεκριμένων λοχιών ήταν ήδη άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος από τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στις 18.10.2005. Απλώς, ο Αρχηγός της Αστυνομίας δυστροπώντας έναντι του ακυρωτικού αποτελέσματος και ίσως καταδεικνύοντας περιφρονητική και αλαζονική στάση προς το Ανώτατο Δικαστήριο, παρέλειψε να εφαρμόσει την απόφαση. Η δικαιολογία ότι αν συμμορφωνόταν προηγουμένως θα αντιμετώπιζε προβλήματα, δεν δικαιολογεί την άρνησή του να συμμορφωθεί με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, του θεσμού που εξετάζει τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων. ΄Ανκαι δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου, εν τούτοις, θα πρέπει να παραδεκτώ ότι με εξέπληξε η συμπεριφορά αυτή του Αρχηγού της Αστυνομίας ο οποίος συνειδητά και εν ψυχρώ, απέφυγε να συμμορφωθεί με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί «θα δημιουργούνταν λειτουργικά προβλήματα».
Όπως το θέτει και ο Β. Μ. Ρώτης στη μελέτη του «Το Φαινόμενο της Δυστροπίας της Διοικήσεως στην Εκτέλεση Ακυρωτικών Αποφάσεων, Το Αδιέξοδο και τα Αντίδοτα» που δημοσιεύτηκε στον Τόμο Τιμητικό του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος 1, σελ. 343, 363, «η δυστροπία της διοίκησης να συμμορφωθεί με απόφαση που ακυρώνει απόφασή της, κρύβει ένα επικίνδυνο δεσποτισμό της διοίκησης, ασυμβίβαστο προς κάθε έννοια νομιμότητας και Κράτους Δικαίου. Η έλλειψη αποτελεσματικότητας της απόφασης για ακύρωση δεν οδηγεί, μόνο σε αδιέξοδο και σε απόγνωση τους διοικούμενους, αλλά δημιουργεί σε ευρείς κύκλους της κοινής γνώμης εκτιμήσεις και πεποιθήσεις διαλυτικές που εξασθενίζουν την επιρροή και φθείρουν το κύρος και το γόητρο της διοικητικής δικαιοσύνης».
Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής υποστηρίζει ότι έχουμε παραβίαση του δεδικασμένου και για ένα ακόμα λόγο. Εφαρμοστέο δίκαιο κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν, κατά την επιχειρηματολογία του, οι περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89. Δυνάμει του κανονισμού 5 το όργανο το οποίο είχε αρμοδιότητα να αξιολογήσει τους υποψήφιους ήταν το Συμβούλιο Προσλήψεων. Το ίδιο Συμβούλιο είχε αξιολογήσει τους υποψήφιους και στην ακυρωθείσα διαδικασία. Η διοίκηση, συνεχίζει ο αιτητής, υποχρεούται να προβεί σε επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης, πράγμα το οποίο δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση. Η αξιολόγηση των υποψηφίων θα έπρεπε να γίνει από το Συμβούλιο Προσλήψεων και όχι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής η οποία εισήχθη στη διαδικασία με το Νόμο 73(Ι)/2004. Είναι η θέση του αιτητή ότι ο Νόμος 73(Ι)/2004 δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 73(Ι)/2004 είναι διαδικαστικής φύσης και συνεπώς η πρόνοια για τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής θα πρέπει να ισχύσει αναδρομικά. Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε ότι η σχετική πρόνοια του άρθρου 16(5) διαγράφηκε με το άρθρο 4 του Νόμου 73(Ι)/2004. Όπως αποφασίστηκε και από την πλειοψηφία στην υπόθεση Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293, οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη φέρουν μέσα τους την αναδρομική δύναμη.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η παράλειψη αιτιολόγησης των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής από τις προφορικές συνεντεύξεις συνιστά επίσης παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου. Στη διαδικασία που ακυρώθηκε, μετά τις συνεντεύξεις συμπληρώθηκαν έντυπα και η αξιολόγηση στηρίχτηκε σε τέσσερα κριτήρια στα οποία δόθηκαν αριθμητικές μονάδες από κάθε μέλος ξεχωριστά, για να καταγραφεί ο μέσος όρος. Το δικαστήριο έκρινε ότι παρ΄όλον ότι οι κανονισμοί δεν προνοούν ειδικό έντυπο για την αξιολόγηση των υποψηφίων, το Συμβούλιο Προσλήψεων είχε χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο έντυπο αξιολόγησης με βάση προκαθορισμένα κριτήρια υπό τύπο αριθμητικής αποτίμησης της απόδοσής τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι βαθμολογίες δεν παρείχαν τους λόγους για τους οποίους δόθηκαν και το άθροισμα των βαθμολογήσεων δεν μετέβαλλε το χαρακτήρα τους. ΄Ετσι κατέληξε ότι υπήρχε έλλειψη αιτιολογίας και αξιολόγησης η οποία επέφερε την ακυρότητα της διοικητικής πράξης.
Κατά την επανεξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής χρησιμοποίησε επίσης έντυπο για να αξιολογήσει τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση. Το έντυπο αυτό είναι ίδιο με το έντυπο που χρησιμοποιήθηκε κατά την προηγούμενη φορά και σύμφωνα με τον αιτητή αποδόθηκαν συγκεκριμένες μονάδες, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία.
Είναι αλήθεια ότι η Κ.Δ.Π. 51/89 δεν προνοεί την υιοθέτηση οποιουδήποτε εντύπου, ούτε όμως και την απαγορεύει. Αν πράγματι η Επιτροπή χρησιμοποιούσε για την αξιολόγηση απλώς βαθμολογία σε διάφορα κριτήρια χωρίς να δώσει οποιανδήποτε δικαιολογία για τούτο, θα συμφωνούσα με την επιχειρηματολογία του αιτητή. Όμως, στην παρούσα περίπτωση, αιτιολογία δίδεται διεξοδικά θα έλεγα και σε βάθος. Εξηγείται γιατί η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της με λεπτομερή αναφορά στην απόδοση των υποψηφίων. Η αιτιολογία ανάγεται σε κάθε κριτήριο χωριστά, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, παρά το ότι έχει χρησιμοποιηθεί και αριθμητική βαθμολογία, να είναι σε θέση, με την αιτιολόγηση που έπεται, να ασκήσει τον αρμόζοντα δικαστικό έλεγχο.
Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής πάσχει γιατί λαμβάνει υπ΄ όψιν εξωγενή κριτήρια. Υποστηρίζει ότι μέσα στα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα δεν αναφέρονται η ωριμότητα, εγκυκλοπαιδική κατάρτιση, κοινωνική δραστηριότητα κλπ, τα οποία έλαβε υπ΄ όψιν η Συμβουλευτική.
Δεν θα συμφωνήσω ούτε με αυτό το επιχείρημα. Είναι αλήθεια ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν υπάρχει απαίτηση για εγκυκλοπαιδική κατάρτιση, ωριμότητα και κοινωνική δραστηριότητα, αλλά ήταν καθήκον της Επιτροπής να εξετάσει, μέσα στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας, όπως ικανότητα επόπτευσης και εκπαίδευσης προσωπικού, πρωτοβουλία, ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανική και διοικητική ικανότητα κλπ, την προσωπικότητα των υποψηφίων, στοιχεία της οποίας αποτελούν βεβαίως και τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Δεν μπορώ να θεωρήσω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν εξωγενή στοιχεία στην απόφασή της.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκε πρόσθετο προσόν του, χωρίς ειδική αιτιολογία. Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ότι προηγούμενη σχετική πείρα και επιπρόσθετα προσόντα θεωρούνται πλεονέκτημα. Ο αιτητής πέραν του βασικού πανεπιστημιακού του διπλώματος κατέχει και μεταπτυχιακό δίπλωμα Master του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου του Kharkov, ενώ είναι και εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής. Τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 3 και 4 δεν έχουν να επιδείξουν τέτοια προσόντα και συνεπώς για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος αυτού θα έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία η οποία, σύμφωνα με τον αιτητή, ελλείπει.
Στην πραγματικότητα ο αιτητής δεν κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα και συνεπώς δεν παραγνωρίστηκε πρόσθετο προσόν του. Το δίπλωμα που κατέχει απονέμεται ως πρώτος και μοναδικός τίτλος και όπως έχει νομολογηθεί (Aργυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 393), ο τίτλος Master δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταπτυχιακός, αν δεν προηγηθεί ανάλογος βασικός τίτλος σπουδών. Ο τίτλος Master συνιστά, εκ πρώτης όψεως, μεταπτυχιακό προσόν, επειδή κατά κανόνα έπεται του βασικού πανεπιστημιακού πτυχίου. Όταν δεν είναι έτσι η περίπτωση το δίπλωμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακός τίτλος.
Ο αιτητής ακόμα υποστηρίζει ότι τόσο η απόφαση του Aναπληρωτή Αρχηγού της Αστυνομίας, όσο και η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως είναι εντελώς αναιτιολόγητες και χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ούτε με την τελευταία αυτή εισήγηση θα συμφωνήσω. Η απόφαση του Αρχηγού είναι αιτιολογημένη και η αιτιολογία βρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης και ιδιαίτερα στη λεπτομερή αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αιτιολογία δυνατόν να βρίσκεται, όπως και στην παρούσα περίπτωση και στο περιεχόμενο του φακέλου. ΄Οσον δε αφορά την έγκριση από τον Υπουργό αρκεί να λεχθεί ότι στους διορισμούς προβαίνει ο Αρχηγός της Αστυνομίας τη εγκρίσει του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (βλέπε σχετικά Παντελή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 808/92, ημερ. 10.5.1994).
Εν όψει όλων των πιο πάνω, κρίνω την παρούσα προσφυγή αβάσιμη και την απορρίπτω, με £600 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ