ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 631/06)
3 Οκτωβρίου, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SOHRAB GHOLIPOUR KHERESHKI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.
Ειρ. Νεοφύτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα. Ηρθε νόμιμα στην Κύπρο τον Ιούνιο του 1999 και σύντομα, μετά την άφιξή του, υπέβαλε αίτηση ασύλου προς την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών γα τους Πρόσφυγες. Κατόπιν εξέτασης, η αίτηση απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό. Στις 26.2.04 ο αιτητής υπέβαλε άλλη αίτηση προς την Υπηρεσία Ασύλου για πολιτικό άσυλο. Ο αρμόδιος λειτουργός ο οποίος εξέτασε την αίτηση, έκρινε ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος και ενόψει τούτου, η αίτηση απορρίφθηκε. Κατά τη συνέντευξη, στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης, ο αιτητής ανέφερε ότι είναι μέλος του αντικαθεστωτικού κομμουνιστικού κόμματος Tudeh και ότι από το 1976 μέχρι το 1987 είχε έντονη αντικαθεστωτική δράση στη χώρα του. Φυλακίστηκε κατά την περίοδο 1974 - 1976 και μετά την αποφυλάκισή του συνελήφθη ξανά το 1983 για αντικαθεστωτική δράση και παρέμεινε υπό κράτηση για ένα περίπου χρόνο. Από το 1987 ήταν φυγάς προσπαθώντας να μην προσελκύει το ενδιαφέρον των αρχών της χώρας του ενώ το 1989 μέχρι το 1993 φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Καράτς και πήρε δίπλωμα φιλολογίας.
Μετά την κηδεία φίλου του υπέστη εκ νέου καταδίωξη από τις αρχές της χώρας του επειδή, όπως ισχυρίστηκε, εκφώνησε ομιλία και απάγγειλε ποίημα με αντικαθεστωτικό περιεχόμενο. Ενεργώντας υπό το κράτος φόβου νέων δεινών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του.
Ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης την οποία απέρριψε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Διαπιστώθηκε κατά την εξέταση της προσφυγής ότι η αιτιολόγηση που δόθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ελλιπής στα ακόλουθα σημεία:
«Συγκεκριμένα μετά από εξέταση του αιτήματος του προσφεύγοντα ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αναφέρει ότι ο προσφεύγων εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του χωρίς δυσκολία αφού ήταν σε θέση να αποκτήσει νόμιμα εκδομένο διαβατήριο έστω και αν ισχυρίζεται δίωξη από τις αρχές της χώρας του. Ωστόσο, λανθασμένα αναφέρεται ότι οι λόγοι που ανάγκασαν τον προσφεύγοντα να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του πρόσφυγα αφού ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος και συνεπώς το αίτημα του δεν εξετάστηκε νομικά. Επιπλέον, λανθασμένα αναφέρεται στην αιτιολόγηση ότι ο προσφεύγων κρίνεται ότι δεν είναι άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας και ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν αποτέλεσμα της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του αφού το συγκεκριμένο σημείο δεν μπορεί να αναφερθεί και ούτε είναι λόγος απόρριψης στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού ο προσφεύγων απορρίφθηκε αποκλειστικά λόγω της αναξιοπιστία του. Επίσης, λανθασμένα αναφέρεται στην αιτιολόγηση ότι ο φόβος του προσφεύγοντα δεν πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος αφού τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβη σε αυτόν και ότι η δυσμενής μεταχείριση δεν εξυπακούει κατ΄ ανάγκη θύμα δίωξης αφού ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του για φόβο δίωξης και εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του.»
Η απόφαση καταλήγει ότι οι πραγματικοί λόγοι απόρριψης του αιτήματος είναι ότι ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης, το χώρο διαμονής του ιδίου και της οικογένειας του καθώς και τη δράση του ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Η Αναθεωρητική Αρχή επικύρωσε την απορριπτική πρωτοβάθμια απόφαση αφού κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν άτομο που έχρηζε διεθνούς προστασίας και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης ώστε να μπορεί να τύχει του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας ή του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής δυνάμει των άρθρων 3, 19 και 19 Α των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2004 αντίστοιχα.
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής υποστηρίζοντας ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τις πλείστες υποθέσεις αιτητών ασύλου και ότι η απόφαση πάσχει νομικά για τους πιο κάτω λόγους:
· Υπάρχει παράβαση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου όπως οριοθετείται στο Εγχειρίδιο για Διαδικασίες και Κριτήρια για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα το οποίο εκδόθηκε από τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.
· Δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία και δεν ζητήθηκαν οι αναγκαίες διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης .
· Έλλειψη επαρκούς και /ή δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
· Πλάνη σχετικά με τις συνθήκες έκδοσης του διαβατηρίου του αιτητή (με άλλο όνομα και ημερ. γέννησης) καθώς και το βάσιμο φόβο δίωξης του από τις αρχές.
Φαίνεται ότι η ουσία της απόρριψης της αίτησης του αιτητή είναι ότι δεν τεκμηρίωσε δίωξη του από τις αρχές του Ιράν τουλάχιστον κατά την περίοδο από το 1985 μέχρι το 1999 που εγκατέλειψε την χώρα του ούτε και κατά την περίοδο διαμονής του στην Κύπρο. Η πολιτική του δράση για τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται πως δεν αμφισβητήθηκε. Κατά την περίοδο από το 1985 μέχρι και το περιστατικό της κηδείας, ο αιτητής παραδέχεται ότι δεν ήρθε σε επαφή με τις αρχές παρότι εργαζόταν και σπούδαζε νόμιμα. Τα σημεία αναξιοπιστίας που εξηγούνται με λεπτομέρεια στην προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και οι πιο πάνω παρατηρήσεις, εύλογα οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν αντιμετώπιζε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιοδήποτε σοβαρό κίνδυνο δίωξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε αριθμό αποφάσεων σχετικά με το θέμα αυτό, η ουσία των οποίων είναι ότι, από τη στιγμή που οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν ακολουθήσει την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους διαδικασία, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα εκτίμησης των γεγονότων. (Batim Bokov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 492/05, ημερ. 21/9/06, Abul Kalam Kalam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 489/05, ημερ. 21/9/06, Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 352/05, ημερ. 21/9/06, Mehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 412/05, ημερ. 21/9/96.)
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του. Το Δικαστήριο, ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα.
Δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η εν λόγω απόφαση είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Η αιτιολογία της απόφασης, όπως τελικά διαμορφώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή είναι επαρκής και εμπεριστατωμένη.
Σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την εξακρίβωση της ιδιότητας του πρόσφυγα, η Αρχή, βάσει του άρθρου 17(1)(β) του Νόμου, αντλεί καθοδήγηση από το Εγχειρίδιο. Αποτελεί ένα πρακτικό και καθοδηγητικό εργαλείο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης, χωρίς να υπέχει θέση δεσμευτικού νομικού εγγράφου για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ώστε η παραβίαση του να επιφέρει δίχως άλλο την ακύρωση των αποφάσεων του.
Η παρ. 204 του εν λόγω Εγχειριδίου προνοεί:
«Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.»
Στον αιτητή δεν παραχωρήθηκε αυτό το ευεργέτημα λόγω των αντιφάσεων που επισήμανε ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ότι κλόνιζαν την αξιοπιστία του.
Ο αιτητής θέτει θέμα της μη κλήσης του σε συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ζήτημα που έχει ήδη κριθεί στην Harpreet Singh v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 ότι στερείται ερείσματος.
Ο αιτητής προβάλλει επίσης ότι δεν λήφθηκε υπόψη το πνεύμα της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ και ιδιαίτερα η διάταξη που καθορίζει ότι «η προηγούμενη δίωξη καθορίζεται ως σοβαρή ένδειξη για δίωξη του συγκεκριμένου προσώπου». Οταν λαμβανόταν η επίδικη απόφαση, δεν είχε ακόμα εκπνεύσει ο χρόνος που είχε οριστεί για ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Σημειώνω ότι η Οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 29 Απριλίου 2004 και παρεχόταν για τη μεταφορά της περιθώριο μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 2006. Δεν μπορούσε λοιπόν ο αιτητής να αντλεί δικαιώματα από την Οδηγία. Βλ. Joudine και Joudine ν. Δημοκρατίας, ΑΕ55/06 κ.α., ημερ. 28/07/06.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300 σε βάρος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.