ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1831/2006)
22 Oκτωβρίου 2007
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SVETLANΑ VORONOVA ΠΑΣΤΕΛΛΑ
Αιτήτρια,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η αίτηση
_________
Ρ. Ερωτοκρίτου, για την αιτήτρια
Δ. Εργατούδη-Δημοσθένους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθών η αίτηση
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το δικαστήριο δήλωση και/ή απόφαση ότι η απόφαση των καθών η αίτηση 1 και 2 ημερ. 10/7/06 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για απόκτηση της Κυπριακής Υπηκοότητας με εγγραφή, με την επίκληση της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου 2 του άρθρου 110 του Νόμου 141(1)/2002 λόγω ισχυριζόμενης προηγούμενης παράνομης εισόδου της στην Κύπρο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Ρωσσίας και γεννήθηκε το 1974. Ήλθε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 5/10/98 με τα στοιχεία Svetlana Tsapovitch για να εργαστεί ως καλλιτέχνιδα στο καμπαρέ «Felix" στη Λεμεσό. Στις 11/1/99 αποτάθηκε για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας της μέχρι 12/4/99 ως καλλιτέχνιδα στο πιο πάνω καμπαρέ. Στη συνέχεια στις 20/3/99 αναχώρησε για τη χώρα της.
Σε έκθεση του ο Υπεύθυνος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Πάφου ημερ. 13/12/99 αναφέρει ότι την 1/12/99 λήφθηκε κατάθεση από την Ανθούλα Θεοφάνους Παστελλά από τον Κάψαλο όπου αναφέρει ότι ο σύζυγος της Ανδρέας Παστελλάς είχε σχέσεις με την Svetlana Tsapovitch και ότι αυτή επανήλθε στην Κύπρο με άλλα στοιχεία. Κατόπιν εξετάσεων που διενεργήθηκαν η αναφερόμενη αλλοδαπή εντοπίστηκε στην Πάφο με τα στοιχεία Svetlana Voronova όπου μετά από ανακρίσεις παραδέχθηκε ότι έχει σχέσεις με τον πιο πάνω Ανδρέα Παστελλά και κλήθηκε να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο μαζί με τη κόρη της. Στις 11/12/99 αναχώρησε για τη χώρα της με την κόρη της. Καταχωρήθηκαν τα στοιχεία της αιτήτριας στο stop-list ώστε να της απαγορεύεται η είσοδος στην Κύπρο. Ο Ανδρέας Παστελλάς αφού εξασφάλισε διαζύγιο από το γάμο του μετέβη στη Ρωσσία όπου τέλεσε πολιτικό γάμο με την αιτήτρια την 1/4/00. Στις 7/4/00 αυτή αφίχθηκε στην Κύπρο μαζί με την κόρη της και τους επιτράπηκε η είσοδος στην Κύπρο ως επισκέπτριες μέχρι 22/4/00. Στη συνέχεια στις 5/6/00 η αιτήτρια αποτάθηκε για να διευθετήσει την παραμονή της ως σύζυγος Κύπριου πολίτη. Ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε όπως της παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 25/2/01 και παραμείνει στο stop-list. Στις 11/9/01 αποτάθηκε για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της και κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Εσωτερικών της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 30/10/02 και έχει επίσης αφαιρεθεί από το stop-list. Στις 4/12/03 η αιτήτρια αποτάθηκε ξανά για ανανέωση της άδειας παραμονής και της παραχωρήθηκε μέχρι 4/12/08. Στο μεταξύ από τις 14/5/04 υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Υπεύθυνος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΛΜ) Λεμεσού δε σύστησε την αίτηση παρόλο που όπως αναφέρει το ζεύγος συζεί αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη και η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου και Πληθυσμού απέρριψε την αίτηση της στις 30/6/06 με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110(2) του Ν. 141(1)/02 λόγω παράνομης εισόδου με ψευδή στοιχεία. Η σχετική επιστολή ημερ. 10/7/06 στάληκε στην αιτήτρια και ακολούθησε η προσφυγή στις 22/9/06.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η αιτήτρια βασίζει την προσφυγή της στους ακόλουθους νομικούς λόγους: (α) ότι η πράξη ή απόφαση των καθών είναι παράνομη, (β) ότι λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου, Κανονισμών και διαδικασίας και/ή με κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας και με καταφανή πλάνη περί τα πράγματα, (γ) ότι η απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης (δ) είναι προϊόν αυθαιρεσίας, υπέρβασης εξουσίας και (ε) ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Οι καθών η αίτηση υποστηρίζουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι είναι πλήρως αιτιολογημένη.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Παρά τους προαναφερθέντες νομικούς λόγους με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας ουσιαστικά περιορίστηκε στους ισχυρισμούς ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά πάραβαση του άρθρου 110(2) του Νόμου 141(1)/02 που οι καθών η αίτηση επικαλούνται στην απόφαση και ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η απόφαση που στάληκε στην αιτήτρια έχει ως ακολούθως:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά απορρίφθηκε δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του εδαφίου 2 του Άρθρου 110 του Ν. 141(1)/2002 λόγω προηγούμενης παράνομης εισόδου σας στην Κύπρο.»
Για να γίνει κατανοητή η εν λόγω επιφύλαξη του εδαφίου 2 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(1)/2002) θα πρέπει να παραθέσουμε ολόκληρο το εδάφιο (2) του άρθρου 110 (ιδιότητα του πολίτη δυνάμει εγγραφής) που έχει ως ακολούθως:
«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι -
(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/ή σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας,
(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων,
(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και
(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι ο Υπουργός μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, να μεριμνήσει για τη συντέλεση της εγγραφής δυνάμει του παρόντος εδαφίου, έστω και αν ο/η σύζυγος είχε διαμείνει με τη/το σύζυγο του/της στην Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών χρόνων, αλλά όχι μικρότερο των δυο χρόνων. Στις περιπτώσεις προσώπων που μένουν μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό, η διαμονή με το/τη σύζυγο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερη από τρία χρόνια:
Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας στην αγόρευση του αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 110 και εισηγήθηκε ότι η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτεί το άρθρο 26(1)(δ) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) και η σχετική νομολογία αφού στην απόφαση δε φαίνεται η αιτιολογία που έδωσαν οι καθών η αίτηση.
Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των Διοικητικών πράξεων σχετική είναι η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Είναι γεγονός ότι υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Η ρητή αναφορά στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 110 του Ν. 141(1)/02 αλλά και η προσθήκη «λόγω προηγούμενης παράνομης εισόδου σας στην Κύπρο» θα καθιστούσε την απόφαση ως επαρκώς αιτιολογημένη, νοουμένου όμως ότι τα γεγονότα ήσαν τέτοια που φαινόταν ότι πράγματι υπήρχε παράνομη είσοδος στη Δημοκρατία. Με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως τα επικαλούνται και οι καθών η αίτηση, δεν είναι σαφές πότε εισήλθε παράνομα η αιτήτρια στη Δημοκρατία. Οι εξηγήσεις που δίνει ο συνήγορος της γιατί κάθε φορά είχε εισέλθει με διαφορετικό όνομα, φαίνεται να συνάδουν με τα γεγονότα όπως τα επικαλούνται και οι καθών η αίτηση στην ένσταση τους. Ενόψει δε και των επανειλημμένων παρατάσεων που είχαν δοθεί στην αιτήτρια (η τελευταία παράταση λήγει στις 4/12/08) για νόμιμη παραμονή στην Κύπρο, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας με την έννοια που ανάπτυξα πιο πάνω με αναφορά στην Φράγκου ν. Δημοκρατίας κα (1990) 3 Α.Α.Δ. 270, 273.
Η υπόθεση αρ. 261/06 Yousife Mohammad v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 19/3/07 στην οποία αποφασίστηκε ότι «η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110 φαίνεται αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει περιπτώσεις παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός έχει νόμιμη παραμονή κατά το χρόνο της αίτησης του για πολιτογράφηση», δεν βοηθά τους καθών η αίτηση για το λόγο ότι εδώ κατάληξα ότι δεν αναφέρεται ρητά και/ή με σαφήνεια πότε ήταν η παράνομη είσοδος της αιτήτριας στη Δημοκρατία.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με £400 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς