ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1628/2005)
8 Οκτωβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΥΡΓΟΥ
3. ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΤΑΤΑ
4. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Χ" ΑΝΤΩΝΑ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ελ. Συμεωνίδου (κα), Νομική Λειτουργός για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 26.9.2005, για έκδοση στον Ανδρέα Ελευθερίου Δημοφάνους (στο εξής «το ενδιαφερόμενο μέρος»), πολεοδομικής άδειας για ανέγερση πτηνοσφαγείου, στο τεμάχιο αρ. 50, Φ/Σχ. 04/03/2002 που βρίσκεται στην Παρεκκλησιά, πλησίον του χωριού Πύργος.
Οι αιτητές 1 και 2 είναι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αιτητές 3 και 4 είναι γείτονες, ιδιοκτήτες παρακείμενης κατοικίας ή ιδιοκτησίας του εν λόγω τεμαχίου.
Οι καθ΄ ων η αίτηση προδικαστικά υπέβαλαν ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν την επίδικη απόφαση γιατί στερούνται εννόμου συμφέροντος. Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Για θεμελίωση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος αρκεί ο εύλογος ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος χωρίς να απαιτείται απόδειξη, αλλά απλή πιθανολόγηση. Στην παρούσα υπόθεση όσον αφορά τους αιτητές 3 και 4 δεν τίθεται θέμα, γιατί αυτοί ως περίοικοι, δηλαδή φυσικά πρόσωπα που η ιδιοκτησία τους γειτνιάζει του τεμαχίου εντός του οποίου θα ανεγερθεί το πτηνοσφαγείο, έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν. Όπως πολύ σωστά αναφέρεται στην απόφαση Πρόεδρος και Μέλη Χωρητικής Αρχής Τόχνης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 785/97, ημερ. 10.3.1998, η λειτουργία του πτηνοσφαγείου θα έχει επιπτώσεις στην περιοχή την οποία επέλεξαν οι αιτητές 3 και 4 να κατοικήσουν. Πιθανολογείται στον απαιτούμενο βαθμό πως οι εργασίες του πτηνοσφαγείου θα προκαλέσουν οχληρία. Δεν συμφωνώ με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι θα επηρεαστεί η ανάπτυξη της περιουσίας τους, είναι γενικευμένος και απροσδιόριστος.
Οι αιτητές 1 και 2 είναι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Όπως υποστηρίχτηκε από τους δικηγόρους τους δεν φέρουν ένσταση στη συγκεκριμένη ανάπτυξη μόνο για σκοπούς επηρεασμού του περιβάλλοντος, αλλά προσφεύγουν κυρίως γιατί δεν τηρήθηκαν, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, οι πολεοδομικές ζώνες.
Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498 και Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189).
Η προσφυγή μπορεί βέβαια να ασκηθεί τόσο από φυσικό, όσο και από νομικό πρόσωπο. Η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος από κάθε πιθανό κίνδυνο καταστροφής διακηρύχθηκε στην απόφαση Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 472. Στην ίδια απόφαση τονίστηκε επίσης ότι ακόμα και ο πιο απομακρυσμένος κίνδυνος πρόκλησης καταστροφής στο φυσικό περιβάλλον πρέπει να εξουδετερώνεται. Το παραδεκτό μιας προσφυγής συνδέεται με την έννοια του κινδύνου να προσβληθούν, έστω και εμμέσως, δικαιώματα ή συμφέροντα του ανθρώπου (βλέπε Α. Τάχος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη ΄Εκδοση, 1982, σελ. 300 και Γλυκερία Σιούτη, Η Συνταγματική Κατοχύρωση της Προστασίας του Περιβάλλοντος, σελ. 65 και επ.).
Το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή που διακηρύσσει το ΄Αρθρο 7.1 του Συντάγματος που έχει ως πρότυπο το άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503). Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι το δικαίωμα δεν είναι μόνο ατομικό, αλλά και συλλογικό, ενώ το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να ανήκει μόνο στον προσφεύγοντα. Μπορεί να είναι επίσης κοινό σε ορισμένο κύκλο προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς γεωγραφικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς και άλλους δεσμούς.
Η έννοια του εννόμου συμφέροντος πρέπει να διευρύνεται όταν τα προσβαλλόμενα αγαθά είναι βασικά φυσικά περιβαλλοντικά αγαθά που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο και που από την προσβολή τους επηρεάζεται ο τρόπος ζωής, αλλά και η υγεία, τα κατ΄ εξοχήν καθοριστικά κριτήρια «του οικολογικού υπαρξιακού ελάχιστου», γεγονός που προσδίδει σ΄ αυτά μια αντικειμενική υπόσταση (Γλυκερία Σιούτη, ανωτέρω, σελ. 68. Βλέπε ακόμα Αλ. Σακελλαρόπουλος, Σκέψεις για το πρόβλημα του περιβάλλοντος από τη νομική σκοπιά, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1979, Τόμος 2, σελ. 223, 304, ο οποίος θεωρεί τη λαϊκή αγωγή για την προστασία του περιβάλλοντος ως «έμπρακτη εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής»). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας παρουσιάζει μια διαρκή τάση διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος.
Επαναλαμβάνοντας όλα όσα ανέφερα σχετικά στην υπόθεση Σωματείο "Φίλοι του Ακάμα" και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ., 767, επισημαίνω ότι η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί μορφή, αλλά και αναγνώριση του δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν το κοινωνικό σύνολο.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών, ανωτέρω, η ανάπτυξη μιας περιοχής που θα διαμορφώσει και επηρεάσει δυσμενώς το φυσικό περιβάλλον μιας κοινότητας είναι κατ΄ εξοχήν κοινοτική ευθύνη.
Η ανάπτυξη περιοχής, αστικής ή αγροτικής, είναι θέμα που έχει σχέση με την κοινότητα στην ολότητά της. Επηρεάζει την ποιότητα ζωής του καθενός που χρησιμοποιεί την περιοχή, καθώς και τις ανέσεις των κατοίκων της. Αναγνώριση δικαιώματος ανάπτυξης ακίνητης περιουσίας κατά βούληση σε ιδιοκτήτη, θα ήταν καταστροφική για τον πολεοδομικό προγραμματισμό (Symonis and another v. The Improvement Board of Latsia (1984) 3 C.L.R. 109).
Ειδικότερα η επιβολή ζωνών κρίθηκε ότι συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Η επιβολή ζωνών αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο (Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβούλιου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85).
Οι διάφοροι περιορισμοί που προβλέπονται είτε από πολεοδομικές ζώνες είτε από άλλες διατάξεις παρόμοιας φύσης συνιστούν μέτρο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και οροθέτηση του τρόπου μελλοντικής ανάπτυξής της. Αποτελούν ουσιαστικά μέτρο προστασίας των συμφερόντων των πολιτών στην απόλαυση του περιβάλλοντος που αποτελεί αγαθό απόλυτα συνδεδεμένο με την ποιότητα ζωής.
Τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον που θεωρείται προσωπικό για την άσκηση προσφυγής, όταν η πράξη ή παράλειψη προξενεί βλάβη είτε στα συμφέροντα του ίδιου του νομικού προσώπου, η προστασία και η επιδίωξη των οποίων περιλαμβάνεται στους σκοπούς του νομικού προσώπου, όπως αυτοί καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις ή από την ιδρυτική του πράξη, είτε στα συμφέροντα του συνόλου των μελών του, εφ΄ όσον η προάσπιση ή προαγωγή των συμφερόντων αυτών περιλαμβάνεται επίσης στους σκοπούς του.
Οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους εφ΄ όσον προκύπτει δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον ιδωμένο όπως πρόκειται διαχρονικά να διαμορφωθεί (Δημοκρατία κ.α ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 210).
Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές 1 και 2 έχουν δείξει τα στοιχεία που συνθέτουν το δυσμενή επηρεασμό των κοινοτήτων τους. Ισχυρίζονται ότι το περιβάλλον των περιοχών τους θα επηρεαστεί, αλλά προσφεύγουν κυρίως γιατί οι πολεοδομικές ζώνες, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα δεν τηρήθηκαν. Εξάλλου, όπως είδαμε και πιο πάνω, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμηριώνεται αν η προσβαλλόμενη πράξη θίγει το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος χωρίς να απαιτείται απόδειξη, με αρκετή μόνο την πιθανολόγηση (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, 82).
Θα εξετάσω στη συνέχεια την ουσία της προσφυγής. O Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως υπέβαλε αίτημα προς τον Υπουργό Εσωτερικών για απόκλιση από την Εντολή 1/1994, έτσι που το δικαίωμα διάβασης μέσω των τεμαχίων υπ΄ αρ. 200, 249 και 767 του Φ/Σχ. LIV/15 στην Παρεκκλησιά να θεωρηθεί ως ικανοποιητική προσπέλαση προς το τεμάχιο αρ.50, ούτως ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα έκδοσης της αιτούμενης άδειας με τους κατάλληλους όρους.
Στις 26.9.2005 η πολεοδομική αρχή αφού έλαβε υπ΄ όψιν της όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης και της θέσης του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη αναμένεται να δώσει λύση σε ένα σοβαρό πρόβλημα εναρμόνισης όλων των μικρών πτηνοτρόφων της περιοχής, αποφάσισε τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας για ανέγερση πτηνοσφαγείου, για περίοδο τριών ετών.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για παρέκκλιση από την Εντολή 1/1994, πάσχει και συνεπώς ό,τι επακολούθησε συμπαρασύρεται σε ακύρωση.
Η σχετική απόκλιση από την Εντολή 1/1994, ζητήθηκε γιατί το συγκεκριμένο τεμάχιο εφάπτεται δημόσιου δρόμου ο οποίος όμως διακόπτεται σε δύο τμήματα στα οποία παρεμβάλλονται δύο τεμάχια με αποτέλεσμα η προτεινόμενη ανάπτυξη να μη διαθέτει ικανοποιητική προσπέλαση από δημόσιο δρόμο, όπως απαιτείται από την Εντολή.
Η εν λόγω Εντολή είχε εκδοθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών κέκτηται την εξουσία να εκδίδει τέτοια διατάγματα και να δώσει τέτοιες εντολές τις οποίες θεωρεί αναγκαίες ή επιθυμητές προς επίτευξη των σκοπών του Νόμου. Ο Υπουργός έχει επίσης την εξουσία χορήγησης απόκλισης από Εντολή που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 ο Υπουργός Εσωτερικών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του μπορεί να συμβουλεύεται, μεταξύ άλλων, οιανδήποτε αρχή ή σώμα ή πρόσωπο που διαθέτουν ειδικές γνώσεις εφ΄ οιουδήποτε θέματος επί του οποίου ο Υπουργός θα θεωρήσει σκόπιμο να λάβει συμβουλή.
Στην παρούσα περίπτωση το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ζήτησε από τον Υπουργό απόκλιση από την Εντολή. Πουθενά όμως δεν επισημαίνεται οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού, ούτε βέβαια τι έλαβε υπ΄ όψιν του για να εγκρίνει την απόκλιση, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση. Απλώς, στο διοικητικό φάκελο περιέχεται επιστολή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 20.10.2004, στην οποία αναφέρεται ότι ο Υπουργός ενέκρινε τη συγκεκριμένη απόκλιση και ότι θεωρεί ως ικανοποιητική προσπέλαση προς το τεμάχιο αρ. 50, το δικαίωμα διάβασης μέσω των τριών άλλων τεμαχίων.
Αυτή καθ΄εαυτή η απόφαση του Υπουργού δεν παρουσιάστηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος. Για παράδειγμα δεν φαίνεται τι ο Υπουργός έλαβε υπ΄ όψιν για να προβεί στην απόφασή του αυτή. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης. Το θέμα είναι ουσιαστικό γιατί όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, χωρίς την έγκριση του Υπουργού για απόκλιση, η διαδικασία δεν θα μπορούσε να προχωρήσει και να εκδοθεί, έστω και προσωρινά, η αιτούμενη από το ενδιαφερόμενο μέρος πολεοδομική άδεια για ανέγερση πτηνοσφαγείου.
Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε νόμιμα και με διαφάνεια. Η παράλειψη παρουσίασης της απόφασης του Υπουργού για απόκλιση, στην οποία στηρίχτηκε η μετέπειτα διαδικασία, καθιστά τη διαδικασία μεμπτή και ως εκ τούτου παρασύρει σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με £600 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ