ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1442/2006)
17 Οκτωβρίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHANDAN PODDAR,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα, Νομικός Λειτουργός για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές. Εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα ως φοιτητής στις 15.10.2001. Στις 10.2.2004 υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή είχε πολιτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, ανήκε στο αντιπολιτευόμενο πολιτικό κόμμα και, παρόλο που δεν συνελήφθη ή καταδικάστηκε οποτεδήποτε, εν τούτοις, αν επέστρεφε στη χώρα του, κινδύνευε να τον σκοτώσουν.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη στις 25.1.2005 στην Υπηρεσία Ασύλου. Στη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν και ο βασικός λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ήλθε στην Κύπρο για να εργαστεί και κερδίσει χρήματα και έτσι μπορέσει και στηρίξει την οικογένειά του. Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση στη βάση του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου με το οποίο καθορίζεται η έννοια του πρόσφυγα. Ο αιτητής καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επίσης απέρριψε.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης, (β) ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας, (γ) ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (δ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 28Ζ του Νόμου (ε) ότι χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα κριτήρια και ότι (στ) δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς του και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Το Παράρτημα 9, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. σελ. 6 στο Παράρτημα 9). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 28 Ζ του Νόμου, σημειώνω απλώς ότι αυτό παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Harpreet Singh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 και Shahidul (Sumon) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2005, ημερ. 26.6.2006.
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ