ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.660/2006)
17 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EΛΕΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΘΕΟΔΟΤΟΥ
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄Ης η Αίτηση
_________
Ε.Γεωργίου και Α.Πηλείδου, για την Αιτήτρια
Λ.Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Mε απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας. 9.12.2003 τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ.) διορίστηκαν στη θέση Δημοσίου Κατηγόρου της Αστυνομίας. Ο διορισμός αυτός ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση σε προσφυγή της αιτήτριας η οποία συνεκδικάστηκε με προσφυγή άλλων δύο μη διορισθέντων υποψηφίων (Χ΄Κωνσταντή κ.α. ν. Δημοκρατίας, προσφυγή 320/04, Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή 472/04, ημερομηνίας 3.10.2005), για το λόγο ότι η ΕΔΥ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και δεν έδωσε τη δέουσα αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος των αιτητριών το οποίο δεν διέθεταν τα Ε.Μ., ούτε εδόθη επαρκής σημασία στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα (σελίδες 8-10):
«Η νομολογία, στην οποία παραπέμπει επαρκέστατα ο ευπαίδευτος συνήγορος για τις Αιτήτριες στην προσφυγή 320/2004, καταδεικνύει όχι μόνο τη σημασία της κατοχής του πλεονεκτήματος, τοσούτο μάλλον αφού στην προκειμένη περίπτωση αυτό αφορούσε πείρα όχι απλώς σχετική αλλά απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά και την ανάγκη, ως εκ τούτου, παροχής ειδικής αιτιολογίας για ενδεχόμενη παραγνώριση του. Κατ΄αρχή, δεν είναι καν ορθή η άποψη της ΕΔΥ ότι και οι τρεις Αιτήτριες στην προφορική εξέταση απέδωσαν σε «πολύ χαμηλότερο» επίπεδο από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα. Ορθώς παρατηρεί ο κ.Κωνσταντίνου ότι η νομολογία, στην οποία και παραπέμπει, καταδεικνύει ότι η διαφορά απόδοσης τουλάχιστον, θα έλεγα ως προς τις κυρίες Ναθαναήλ και Δημητρίου, δεν επέτρεπε κρίση απόδοσης σε «πολύ χαμηλότερο» επίπεδο παρά μάλλον ήταν μόνο ελαφρά τέτοια. Θα έλεγα ακόμα ότι η ΕΔΥ, βασιζόμενη αποκλειστικά στη δική της αξιολόγηση, δεν έδωσε επαρκή σημασία στην αντίστοιχη κρίση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ως του κατ΄εξοχήν ειδικού και εφ΄όσον μάλιστα η προφορική εξέταση, που ήταν πληρέστατη, ήταν καθαρά επί νομικών θεμάτων, και η οποία κρίση εξουδετέρωνε ή εμείωνε ακόμα περισσότερο τη διαφορά απόδοσης των υποψηφίων. ΄Επειτα, και κυρίως, η γενικότητα με την οποία η ΕΔΥ επιχείρησε να αιτιολογήσει την επιλογή της μαρτυρά το ανεπαρκές της. ΄Όπως δείχνει η νομολογία (ίδε Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 1, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, 806/99, 22.6.2000, Κουής ν. Δημοκρατίας, 136/2003, 16.3.2004, Δημοκρατία ν. Γερμανού, ΑΕ 3342, ΑΕ 3254, 21.3.2005), απλή αναφορά σε καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη δεν συνιστά εξειδίκευση λόγων για παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Καταλήγω λοιπόν ότι η ΕΔΥ, αποδίδοντας ουσιαστικά αποκλειστική βαρύτητα στη δική της κρίση της απόδοσης των υποψηφίων, απέτυχε και να αιτιολογήσει δεόντως την παραγνώριση του πλεονεκτήματος των Αιτητριών την οποία εξυπάκουε η επιλογή της εκείνων των Ενδιαφερομένων Μερών που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα»
Κατά την επανεξέταση, και εφόσον η ακυρωτική απόφαση δεν εφεσιβλήθη, η ΕΔΥ διόρισε και πάλη τα Ε.Μ. με το ακόλουθο σκεπτικό.
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τις πιο πάνω, έλαβε υπόψη ότι αυτές στην ενώπιόν της προφορική εξέταση έχουν αξιολογηθεί ως Εξαίρετες, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησή της και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες υποψηφίους επίπεδο. Αναφορικά με την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, χωρίς να δοθεί ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος σ΄ό,τι αφορά τις υποψήφιες Χατζηκωνσταντή Χρυσταλλένη, Ναθαναήλ Στέλλα και Δημητρίου ΄Ελενα Φιλίππου, αιτήτριες στις Προσφυγές 320/04 και 472/04, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, από τη φύση των ερωτήσεων που τέθηκαν στους υποψηφίους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, οι οποίες αφορούσαν το αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, ανέμενε ότι οι κατέχοντες το πλεονέκτημα της πείρας της θέσης του Δημόσιου Κατήγορου Αστυνομίας, Νομική Υπηρεσία, «Πείρα συνεχούς διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών σχετική με την ... θα αποτελεί πλεονέκτημα». Θα απέδιδαν κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό που πραγματικά απέδωσαν. Εντούτοις, αυτές υστέρησαν καταφανώς στις απαντήσεις που έδωσαν συγκρινόμενες με τις επιλεγείσες υποψήφιες. Περαιτέρω, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την κρατούσα Νομολογία, και συγκεκριμένα την υπόθεση Κρασσέν Ντόνεβ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (10/2004), σύμφωνα με την οποία η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν προσδιορίζει και την επιλογή του κατέχοντος το πλεονέκτημα, θεωρεί ότι, υπό τας παρούσας περιστάσεις, η διαφορά στις αξιολογήσεις μεταξύ των επιλεγεισών και των κατεχόντων το πλεονέκτημα υποψηφίων είναι ουσιαστική και σε τέτοιο βαθμό που η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν μπορεί από μόνη της να ανατρέψει την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.
Επίσης, η Επιτροπή σημείωσε την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι βασίστηκε αποκλειστικά στη δική της αξιολόγηση και δεν έδωσε επαρκή σημασία στην αντίστοιχη κρίση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ως του κατ΄εξοχή ειδικού. Ωστόσο, σημείωσε ότι, σύμφωνα με σχετική επί του θέματος Νομολογία (Λιμνατίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1014, 28.11.90), η διαφορετική κρίση του Διευθυντή (Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα) δε δημιουργεί την υποχρέωση αιτιολογίας για διαφορετική εκτίμηση εκ μέρους τους, για το λόγο ότι ο λόγος του Διευθυντή (Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα) είναι μόνο συμβουλευτικός. Εξ΄άλλου, η εκτίμηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά είναι ένας παράγοντας για τη διαμόρφωση κρίσης από την Επιτροπή Σχετική είναι η απόφαση Μ.Δρουσιώτης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Πρ.701/86, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, Πρ.755 - ημερ. 21.10.92».
Το βάρος των εισηγήσεων της αιτήτριας συναρτάται προς το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης. Και πάλιν, εισηγείται η αιτήτρια, εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και δεν εδόθη η δέουσα αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος της. Συναφώς γίνεται και εισήγηση για παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Γίνονται και άλλες επί μέρους εισηγήσεις που δεν απασχολούν στο παρόν στάδιο.
Ασφαλώς οι εισηγήσεις της αιτήτριας δεν μπορούν να αξιολογηθούν παρά σε συνάρτηση με το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης προς το οποίο το σκεπτικό της ΕΔΥ στοχευμένα κατευθύνεται. Η ΕΔΥ στήριξε την απόφαση της σε δύο βάσεις:
1. Ότι η αιτήτρια, παρά το ότι κατείχε το πλεονέκτημα, δεν απέδωσε, όπως θα ανεμένετο, σε υψηλότερο επίπεδο αλλά «υστέρησε καταφανώς» έναντι των Ε.Μ. στην προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα η διαφορά απόδοσης να ήταν «ουσιαστική και σε τέτοιο βαθμό» που να δικαιολογούσε παραγνώριση του πλεονεκτήματος.
2. Η διαφορετική κρίση του Γενικού Εισαγγελέα δεν δημιουργούσε στην ΕΔΥ υποχρέωση αιτιολογίας για απόκλιση της από αυτή, εφόσον ο λόγος του Γενικού Εισαγγελέα ήταν μόνο συμβουλευτικός και ενεργούσε μόνο ως παράγων διαμόρφωσης από την ΕΔΥ της δικής της κρίσης.
Φρονώ ότι αυτό που ουσιαστικά έκανε η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση ήταν να επιχειρηματολογήσει σε σχέση με το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης. Θεμελιακής σημασίας είναι βεβαίως το γεγονός ότι η απόφαση εκείνη δεν εφεσιβλήθη. Εδέσμευε λοιπόν την ΕΔΥ εφ΄όσον κατέστη δεδομένα ορθή κατά νόμο. Μέρος του σκεπτικού της ήταν και το ότι λανθασμένα η ΕΔΥ θεώρησε ότι η διαφορά της αξιολόγησης της μεταξύ του «πολύ καλή» για την αιτήτρια και «εξαίρετη» για τα ενδιαφερόμενα μέρη δικαιολογούσε την κρίση της ότι η αιτήτρια απέδωσε σε «πολύ χαμηλότερο επίπεδο» από ότι τα Ε.Μ. ώστε να δικαιολογείτο και η παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας. Η αιτιολογία που έδωσε τώρα η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, ότι δηλαδή η αιτήτρια, αν και κατείχε το πλεονέκτημα, υστέρησε στην προφορική εξέταση «καταφανώς» των ΕΜ, ευθέως αντιστρατεύεται τη διαπίστωση εκείνη στην ακυρωτική απόφαση αφού το «καταφανώς υστέρησε», αν οτιδήποτε, είναι ακόμα πιο έντονη αναφορά από το «πολύ χαμηλότερο επίπεδο». Δεν εδικαιούτο λοιπόν η ΕΔΥ, μετά από την ακυρωτική απόφαση και εφ΄όσον αυτή δεν εφεσιβλήθη, να θεωρεί ότι η απόδοση της αιτήτριας στην προφορική εξέταση υστερούσε καταφανώς εκείνης των ΕΜ και συνακολούθως να στηρίξει σε τέτοια κρίση την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας. Αυτό από μόνο του καθιστά την απόφαση της ΕΔΥ τρωτή.
Τα ίδια ισχύουν κατ΄αναλογία και ως προς την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα. Το κριθέν στην ακυρωτική απόφαση ήταν ότι δεν εδόθη επαρκής σημασία στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα. Και αυτό κατέστη μέρος του δεδικασμένου εφ΄όσον η ακυρωτική απόφαση δεν εφεσιβλήθη. Τι έκανε τώρα η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση ήταν να επιχειρηματολογήσει γιατί ορθώς είχε θεωρήσει και συνέχιζε να θεωρεί ότι δεν έπρεπε να είχε δώσει σημασία στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα.
Χωρίς λοιπόν να εξετάζονται οι λοιποί και επί της ουσίας λόγοι ακύρωσης, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στην αιτήτρια.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΜΑ