ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1544/2005)
6 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SALIM,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές. Εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 12.11.2002 ως φοιτητής. Υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή είχε πολιτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ήταν ο αρχηγός της φοιτητικής οργάνωσης του κολεγίου όπου φοιτούσε και είχε προβλήματα με το κυβερνών κόμμα διότι σκότωσαν τον πατέρα του. Η ζωή της μητέρας του δεν ήταν ασφαλής, ενώ η δική του ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη στα Γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου στις 18.10.2004. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του διότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ήλθε στην Κύπρο για να εργαστεί και, παράλληλα, να φοιτήσει σε κολέγιο. Ζήτησε πολιτικό άσυλο με σκοπό η παραμονή του στην Κύπρο να είναι νόμιμη. Αν επιστρέψει στη χώρα του θα έχει οικονομικά προβλήματα. Σε σχετική ερώτηση ισχυρίστηκε ότι δεν ανήκει σε πολιτικό κόμμα, ομάδα ή οργάνωση και ότι ουδέποτε αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα με το κυβερνητικό κόμμα στη χώρα του.
Μετά το τέλος της συνέντευξης, η αρμόδια Λειτουργός ετοίμασε εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος, εισήγηση την οποία ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα την απόρριψη του αιτήματος. Ο αιτητής καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επίσης απέρριψε. Για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Γ. Κοφτερού, μέλους της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, τα πραγματικά περιστατικά, όπως διακριβώθηκαν, δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα στον αιτητή. Ο αιτητής δεν μπόρεσε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ή του καθεστώτος για ανθρωπιστικούς λόγους σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 19Α του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης, (β) ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας, (γ) ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (δ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 28Ζ του Νόμου (ε) ότι χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα κριτήρια και ότι (στ) δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς του και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Το Παράρτημα 10 στην Ένσταση, ήτοι το κείμενο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. ερ. 74 στο Παράρτημα 10 στην Ένσταση). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 28 Ζ του Νόμου, σημειώνω απλώς ότι αυτό παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Harpreet Singh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 και Shahidul (Sumon) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2005, ημερ. 26.6.2006.
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου. Τα διοικητικά όργανα που είχαν την ευθύνη για την αξιολόγηση των στοιχείων και των πληροφοριών που ο αιτητής έθεσε ενώπιόν τους, ακολούθησαν τη σωστή διαδικασία, διενήργησαν δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν επαρκώς την επίδικη απόφαση. Δεν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά την έκδοσή της. Η αιτιολογία της υπάρχει στο ίδιό της το κείμενο, όπως και στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού. (Παραρτήματα 9 και 10 στην Ένσταση).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £300 έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ