ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1536/2005)
11 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Πηλείδου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 6/7/05 με την οποία διορίστηκαν οι 1. Μ. Αβρααμίδου, 2. Χρ. Θεμιστοκλέους, 3. Ι. Αργυρού, 4. Μ. Κουτσόφτα, 5. Α. Μιχαήλ, 6. Στ. Ναθαναήλ, 7. Μ. Χαραλάμπους και 8. Χρ. Χατζηκωνσταντή, ενδ. μέρη, στη μόνιμη θέση Δημόσιου Κατήγορου Αστυνομίας, Νομική Υπηρεσία από 1.9.05. Η προσφυγή αποσύρθηκε και διακόπηκε για όλα τα ενδ. μέρη πλην του ενδ. μέρους 3, Ιωάννη Αργυρού.
Η αιτήτρια είναι ειδική αστυφύλακας από 17/12/95 και εκτελεί με σχετική άδεια τα καθήκοντα της θέσης Δημόσιου Κατηγόρου στην Εισαγγελία της Αστυνομίας στη Λευκωσία. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού. Η αιτήτρια ήταν ανάμεσα στους 50 υποψηφίους, οι αιτήσεις των οποίων παραπέμφθηκαν στον Γενικό Εισαγγελέα ως πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Επιτροπή προχώρησε σε προφορική εξέταση των προσοντούχων υποψηφίων και κατέγραψε τη γενική εντύπωση για καθένα από τους διαδίκους, αιτιολογώντας την απόδοση τους σε αυτή ως εξής:
«Δημητρίου Ελενα Θεοδότου: (αιτήτρια) Εσφαλμένες ως επί το πλείστον απαντήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις εντελώς εκτός θέματος. Αξιολογείται ως «Καλή».
Αργυρού Ιωάννης: (ενδ. μέρος) Πάρα πολύ καλές απαντήσεις. Αντιμετώπισε με σοβαρότητα τη συνέντευξη και απαντούσε με ακριβολογία, χωρίς πλατειασμούς. αξιολογείται ως «Πάρα Πολύ Καλός».»
Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο οι υποψήφιοι διέθεταν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα δηλαδή, πείρα διάρκειας τουλάχιστον δυο ετών σχετική με την παρουσίαση ποινικών υποθέσεων που σχετίζονται με παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα ή και τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ή/και με τροχαία αδικήματα, υπό την ιδιότητα Δημόσιου Κατήγορου. Με το πλεονέκτημα πιστώθηκαν τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδ. μέρος ενώ και οι δύο, προτάθηκαν ως κατάλληλοι για διορισμό από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η διαδικασία συνεχίσθηκε στην ΕΔΥ όπου διεξήχθησαν επίσης συνεντεύξεις των υποψηφίων του τελικού καταλόγου, στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Μετά το τέλος των συνεντεύξεων ο Γενικός Εισαγγελέας αξιολόγησε το ενδ. μέρος ως «εξαίρετο» ενώ την αιτήτρια ως «πολύ καλή» και αποχώρησε. Η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις κρίθηκε από τα μέλη της ΕΔΥ με τα εξής σχόλια:
«ΘΕΟΔΟΤΟΥ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ελενα: (Αιτήτρια) Πολύ καλή. Εχει αρκετές γνώσεις σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί. Δεν απάντησε, όμως, σε πολλές ερωτήσεις που της τέθηκαν και σε πολλές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν οι απαντήσεις που έδωσε δεν ήταν απόλυτα ορθές και δεν ήταν άμεσα επί της ουσίας του θέματος. Είναι ανήσυχη, χωρίς ξεκάθαρες θέσεις και δεν είναι πολύ πειστική στις απόψεις της.
ΑΡΓΥΡΟΥ Ιωάννης: (Ενδιαφερόμενο μέρος) Εξαίρετος. Είναι άρτια ενημερωμένος για το αντικείμενο, τα καθήκοντα και τα προβλήματα της θέσης που διεκδικεί. Απάντησε με σαφήνεια, ορθότητα, πειστικότητα και πλήρη επιχειρηματολογία σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Ανέπτυξε και ανέλυσε τις θέσεις του με ευφράδεια λόγου και κριτική ανάλυση. Είναι ήρεμος, πράος, συγκροτημένος και εμπνέει εμπιστοσύνη.»
Η ΕΔΥ έκρινε ότι το ενδ. μέρος υπερείχε και τον επέλεξε ως πιο κατάλληλο με την ακόλουθη αιτιολογία:
«ΑΡΓΥΡΟΥ Ιωάννης, ο οποίος αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως Εξαίρετος από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες υποψηφίους επίπεδο, και, επιπλέον διαθέτει το πλεονέκτημα.
Συμπλήρωσε επίσης τα εξής:
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω σημείωσε ότι και οι υποψήφιοι Γιάλλουρου Αννα, Γιασκούρη Στέλλα, Γιούπας Θεόφιλος, Θεοδότου-Δημητρίου Ελενα, Περικλέους Ανδρέας και Χατζημιχαήλ Αγγελική, που δεν έχουν επιλεγεί, διαθέτουν το πλεονέκτημα. Ωστόσο, αφού έλαβε υπόψη ότι στην ενώπιόν της προφορική εξέταση οι εν λόγω υποψήφιοι, συγκρινόμενοι με τους επιλεγέντες, έχουν αποδώσει σε χαμηλότερο από αυτούς επίπεδο, έκρινε ότι αυτοί γενικά υστερούν.»
Κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ κατά προτεραιότητα με το θέμα που έθιξε η αιτήτρια αναφορικά με τη σύνθεση της ΕΔΥ. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ δεν διατηρούσε ενιαία σύνθεση στις συνεδρίες της και βρισκόταν σε παράνομη ή παράτυπη σύνθεση γιατί στη συνεδρία της ημερ. 1/7/05 απουσίαζε το μέλος κ. Παπαγεωργίου και στη συνεδρία της ημερ. 5/7/05 απουσίαζαν τα μέλη κ. Κενεβέζος και Χατζηγιάννης. Ο ισχυρισμός είναι ανυπόστατος διότι στο πρακτικό ημερ. 1/7/05 (παράρτημα 7 στην ένσταση) διευκρινίζεται ότι ο κ. Παπαγεωργίου δεν έλαβε μέρος στο θέμα Ω(4), ενώ η πλήρωση των επίδικων θέσεων ήταν το θέμα Β(1)(2), στη συζήτηση του οποίου ήταν παρόντα και τα πέντε μέλη της ΕΔΥ. Στη συνεδρία ημερ. 5/7/05 οι κ. Κενεβέζος και Χατζηγιάννης δεν έλαβαν μέρος στο θέμα Ω(2), ενώ έλαβαν μέρος στο θέμα Β(1)(1) που αφορούσε στην πλήρωση των επίδικων θέσεων (παράρτημα 9 στην ένσταση). Από τη μελέτη των πρακτικών καθίσταται φανερό ότι σε όλες τις σχετικές συνεδρίες που εξελίχθηκε η διαδικασία για την πλήρωση των επίδικων θέσεων ήταν παρόντα όλα τα μέλη της ΕΔΥ. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα παράνομης σύνθεσης.
Η αιτήτρια πρόβαλε ως επόμενο λόγο ακυρώσεως το ελλιπές πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διότι όπως ισχυρίζεται δεν παρουσιάστηκε το χειρόγραφο σημείωμα που το κάθε μέλος της Επιτροπής κατέγραφε τις εντυπώσεις του από τη συνέντευξη των υποψηφίων (πρακτικό ημερ.6.4.05 ως παράρτημα 5 στην ένσταση). Θεωρεί επίσης ότι ήταν αναιτιολόγητη η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αρκέστηκε στην καταγραφή της γενικής εντύπωσης για κάθε υποψήφιο σχετικά με την απόδοση του, η οποία παρατέθηκε πιο πάνω. Η Επιτροπή προσδιόρισε λακωνικά μεν, αλλά με επαρκή σαφήνεια και απόλυτη αντιστοιχία, μεταξύ του τελικού χαρακτηρισμού και των αποδιδόμενων σ΄ αυτή σχολίων, την εντύπωση την οποία αποκόμισε για κάθε υποψήφιο και τα δεδομένα τα οποία παρατίθενται στο πρακτικό είναι ενδεικτικά της τελικής της αξιολόγησης. Για την αιτήτρια εξάλλου, καταγράφει επαρκή αρνητικά δεδομένα που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της απόδοσης της ως «καλής». Θεωρώ ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 34(10) του Νόμου 1/90 όπως αναλύθηκαν σχετικά με την αιτιολόγηση των συνεντεύξεων στην Πανίκος Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374.
Το πώς η Επιτροπή κατέληξε στα συμπεράσματα της και το χειρόγραφο σημείωμα των μελών δεν ενδιαφέρει το ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο δεν ελέγχει την υποκειμενική κρίση και τη νοητική λειτουργία των μελών του αξιολογούντος οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων σε συνεντεύξεις (Σ. Σωτηρίου κ.α. ν. Χ. Κολοκοτρώνη (1998) 3 ΑΑΔ 452, Νεοφύτου ν. ΕΔΥ, ΑΕ 3852, ημερ. 15/01/07). Το άρθρο 33(6) του ίδιου του Νόμου μιλά για αιτιολογημένη έκθεση που αποστέλλεται συλλογικά προς την ΕΔΥ και δεν απαιτεί αιτιολογημένη έκθεση από κάθε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωριστά.
Η αιτήτρια επίσης ήταν στον κατάλογο των συστηνόμενων προς την ΕΔΥ, συνεπώς οι αιτιάσεις της δεν έχουν νομιμοποιητικό υπόβαθρο αφού και η υποψηφιότητα της προτάθηκε.
Ούτε ο ισχυρισμός ότι υπάρχει κενό έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος από το ε.μ. 3 Ιωάννη Αργυρού, ευσταθεί. Στην αίτηση του επισυνάπτονται εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 11 του περί δικηγόρων Νόμου (ερ.11 στο προσωπικό του φάκελο) από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα να παρίσταται σε δικαστικές διαδικασίες, καθώς και πιστοποίηση (ερ.10) του τότε Βοηθού Γεν. Εισαγγελέα που αποδεικνύουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας «πείρα» ως πλεονέκτημα. Εξάλλου, η αξιολόγηση και η κρίση για τη συνδρομή των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι κατεξοχήν έργο της ΕΔΥ και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός αν διαπιστώσει πλάνη. Στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 11(1) του Περί Δικηγόρων Νόμου παρέχει την εξουσία στο Γεν. Εισαγγελέα να δίνει τέτοιες εξουσιοδοτήσεις ενώ η πιστοποίηση αναφέρεται ακριβώς στην παρ. 6 του Σχεδίου Υπηρεσίας για την επίδικη θέση και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Η αιτήτρια στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση στην ΕΔΥ, από τον Γενικό Εισαγγελέα ήταν αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου έκνομη. Η νομολογία σταθερά αναγνωρίζει στον Γενικό Διευθυντή κάθε τμήματος τη δυνατότητα να υποβοηθεί το έργο της ΕΔΥ, εκφράζοντας αρμοδίως την άποψη του για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Η άποψη του αποτέλεσε παράγοντα που βοήθησε στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελέσει ανεξάρτητο κριτήριο επιλογής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 33(10) του Ν.1/90. Η εισήγηση ότι αυτή η άποψη θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δεν ευσταθεί. ΄Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωνά κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1775, 1788, αναφορικά με τις εντυπώσεις που εκφράζει ο Διευθυντής,
"Οι εντυπώσεις του Διευθυντή του Τμήματος και η εκτίμησή του για την απόδοση των υποψηφίων σε συνεντεύξεις δεν αποτελούν σύσταση με το νόημα του άρθρου 44(3). Στην υπόθεση Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856, αποφασίστηκε ότι η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη είναι διαδικασία, η οποία βοηθά την αξιολόγηση των υποψηφίων κυρίως αναφορικά με την αξία και σε κάποιο βαθμό με τα προσόντα."
( Βλ. επίσης Κ. Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 83).
Ούτε το άρθρο 26 του Νόμου 158(Ι)/99 υποστηρίζει την εκδοχή της αιτήτριας ότι ο Γεν. Εισαγγελέας όφειλε να αιτιολογήσει τις εντυπώσεις του διότι το συγκεκριμένο άρθρο αφορά στην τελική απόφαση συλλογικού οργάνου και όχι σε ενδιάμεσες απόψεις, όπως είναι η σύσταση ή αξιολόγηση του Διευθυντή για την απόδοση στις συνεντεύξεις.
Τέλος, η αιτήτρια διατείνεται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο των συνεντεύξεων και ότι η τελική απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή λήφθηκε υπό πλάνη διότι η ΕΔΥ παραγνώρισε την αρχαιότητα της. Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Φαίνεται από το πρακτικό ότι η ΕΔΥ προέβη στην επιλογή λαμβάνοντας υπόψη,
· την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
· τα προσόντα των υποψηφίων,
· το πλεονέκτημα,
· την προφορική εξέταση ενώπιον της.
Το ενδ. μέρος απέδωσε καλύτερα στις συνεντεύξεις ενώ η αιτήτρια δεν απέδειξε υπεροχή σε κανένα από τα άλλα κριτήρια. Συνεπώς το κριτήριο των συνεντεύξεων, που σε θέσεις πρώτου διορισμού αναδεικνύεται από τη νομολογία ως σημαντικό κριτήριο (Public Service Commission v. Marina Potοudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591 και Paschalis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1897), λειτούργησε συμπληρωματικά και συνέτεινε στο να χαρακτηρισθούν τα ενδ. μέρη ως καλύτερα στην αξία. Στην Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081 τονίστηκε ότι η βαρύτητα που δίδεται στις συνεντεύξεις μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη στις περιπτώσεις που οδηγεί σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Το καθήκον της επιλογής ανήκει στην ΕΔΥ. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας, εν προκειμένω ακραίων ορίων.
Στην παρούσα υπόθεση ενόψει και του γεγονότος ότι καμιά από τις πλημμέλειες που αποδίδει η αιτήτρια στην αιτιολογία της προφορικής εξέτασης δεν αποδείχθηκε, η επιλογή με βάση την εμφανώς καλύτερη απόδοση του ε.μ. στην προφορική εξέταση είναι απολύτως νόμιμη. Δεν μπορεί να τίθεται βασίμως ζήτημα υπέρμετρης βαρύτητας της αρχαιότητας της αιτήτριας, ενόψει αφενός της κατάταξης της θέσης ως πρώτου διορισμού (όπου το συγκεκριμένο κριτήριο είναι περιορισμένης σημασίας συγκριτικά με την αξία των υποψηφίων) και αφετέρου ότι η πείρα της πιστώθηκε ως πλεονέκτημα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.