ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1356/2006)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

____________________

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την  Καθ' ης η

αίτηση.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και ή η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 4114 την 21 Ιουλίου 2006 και με την οποία προήγαγε τον κ. Σωτήριο Μηλικούρη (ενδιαφερόμενο μέρος) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, από την 1.7.2006, αντί να προάξει στη θέση αυτή τον αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

 

Ο αιτητής διορίστηκε από 2.12.1996 στη θέση Λειτουργού Βιομηχανίας στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, θέση στην οποία υπηρετεί μέχρι σήμερα. Η θέση μετονομάστηκε σε θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Κατέχει τα εξής ακαδημαϊκά προσόντα:

 

(α) B.A. in Accounting and Financial Management,

       University of Essex.

(β) Master in Economic Development, University of Leicester.

(γ) Master of International Politics Universite Libre de Bruxelles.

 

Από τον Αύγουστο του 1997 μέχρι το 2004 τοποθετήθηκε στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις Βρυξέλλες, ασκώντας τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Το βασικό παράπονο του αιτητή είναι πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αναφορικά με την αρχαιότητα του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, ήταν πεπλανημένη και ότι κατά συνέπεια και η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση που βασίστηκε στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ήταν επίσης πεπλανημένη. Άλλο παράπονο του αιτητή είναι ότι τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και η καθ΄ης η αίτηση παραγνώρισαν το ένα από τα δύο μεταπτυχιακά διπλώματα του αιτητή, που κρίθηκε σαν σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Το σχετικό μέρος της σύστασης του Γενικού Διευθυντή συνίσταται στο ότι, παρά το γεγονός ότι η αρχαιότητα των δύο υποψηφίων (αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους) στην παρούσα θέση είναι η ίδια, με μία μέρα διαφορά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ο Γενικός Διευθυντής θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα του αιτητή επειδή υπηρετεί στο Υπουργείο από το 1979 ενώ ο αιτητής από το 1996. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η αναφορά του Γενικού Διευθυντή σε αρχαιότητα που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε έναντι του αιτητή, όχι στην παρούσα θέση, αλλά σε προηγούμενες χαμηλότερες θέσεις, δεν συνάδει με το νόμο και τη νομολογία.

 

Είναι, επίσης, η θέση του αιτητή ότι η καθ΄ης η αίτηση βασίστηκε στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η οποία ήταν πεπλανημένη για τον προαναφερόμενο λόγο και έδωσε και η ίδια αποφασιστική σημασία στην υποτιθέμενη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή, παραγνωρίζοντας μάλιστα το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή που ήταν συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και που, επομένως, προσέθετε στην αξία του αιτητή.

 

Συγκεκριμένα, ο Γενικός Διευθυντής, αφού παρατήρησε ότι η πείρα των δύο υποψηφίων ήταν ουσιαστικά η ίδια στην τελευταία τους θέση, υπογράμμισε την υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους στο Υπουργείο από το 1979 και του αιτητή από το 1996. Με αυτό το στοιχείο ενώπιόν της η καθ΄ης η αίτηση έκρινε πως η μακρότερη υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους στο Τμήμα, κατά 17 χρόνια, συνεπαγόταν και μεγαλύτερη πείρα του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία μάλιστα προσέθετε στον παράγοντα αξία. Μάλιστα, την θεώρησε ως τόσης σημασίας που εξουδετέρωνε ουσιαστικά το προαναφερόμενο μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Το άρθρο 49(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Νόμος 1/90) προνοεί ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, κρίνεται με βάση την ημερομηνία της ισχύος του διορισμού, της προαγωγής ή της απόσπασής τους στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη, ανάλογα με την περίπτωση και ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής της. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 49 του ιδίου Νόμου προνοεί ότι σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων.

 

Στην υπόθεση Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213 η σύσταση του Διευθυντή ήταν πως «παρόλον ότι (το ΕΜ) υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του ανθυποψηφίου του Μεστάνα Πέτρου υστερεί αισθητά στην ευρύτητα της πείρας λόγω της έκτασης της υπηρεσίας του». Η Ολομέλεια έκρινε πως δεν ήταν καθαρό σε ποια υπηρεσία αναφερόταν η σύσταση. Τόνισε επίσης ότι είναι νομολογημένη αρχή πως για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα, αυτή θα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης και ότι πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα. Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά και στην προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Μιχαηλίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 112. Η γενική και αόριστη αναφορά υπεροχής στην πείρα «λόγω της έκτασης της υπηρεσίας του» τόνισε το Δικαστήριο, είναι αόριστη και ασαφής και δεν επιτρέπει έλεγχο από το Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Κουτσουπίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 2935 το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμιά του δικαιοδοσία τόνισε ότι η αρχαιότητα των υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση κρίνεται με βάση την ημερομηνία του διορισμού ή της προαγωγής στη συγκεκριμένη θέση, σύμφωνα με το άρθρο 49(1) του Νόμου 1/90. Επομένως, η αναφορά του Διευθυντή, σε εκείνη την υπόθεση, στην αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση παραβίαζε το προαναφερόμενο άρθρο. Από τη στιγμή που ένας υποψήφιος υπερέχει, οριακά έστω, σε αρχαιότητα στην τελευταία θέση, η αναφορά στην αρχαιότητα της προηγούμενης θέσης είναι νομικώς ανεπίτρεπτη. Αυτό που μετρά είναι η αρχαιότητα στην παρούσα θέση. Ένας υποψήφιος μπορεί να έχει παραμείνει για πολλά χρόνια στην προηγούμενη θέση επειδή δεν είχε προηγουμένως κριθεί κατάλληλος για ανέλιξη. Επομένως, ο Νόμος με πολύ σοφό τρόπο προσδιορίζει την αρχαιότητα με αναφορά στη συγκεκριμένη θέση.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην τελευταία θέση στην οποία υπηρετούσαν οι δύο υποψήφιοι (αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος) το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αρχαιότητα μίας μέρας έναντι του αιτητή. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 49(1) του Νόμου 1/90 και τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, θεωρώ ότι τόσο ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του όσο και η καθ΄ης η αίτηση στην απόφασή της, θα έπρεπε να είχαν περιοριστεί στην οριακή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή, κατά μία μέρα. Κατά την κρίση μου η αναφορά στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή στα 17 χρόνια αρχαιότητας που υποτιθέμενα είχε το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του αιτητή, ήταν πεπλανημένη γιατί δεν αφορούσε την τελευταία θέση αλλά προηγούμενη, γενικά, υπηρεσία σε κατώτερες θέσεις. Κατ΄ επέκταση, και η προσβαλλόμενη απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία βασίστηκε στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ήταν πεπλανημένη, εφόσον μάλιστα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, φαίνεται πως η καθ΄ης η αίτηση απέδωσε ουσιαστική βαρύτητα και αποφασιστική σημασία στην υποτιθέμενη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους καθώς και στην πείρα που, κατά την εκτίμηση της καθ΄ης η αίτηση, είχε αποκτήσει το ενδιαφερόμενο μέρος εξαιτίας της μακρότερης υπηρεσίας του στο Τμήμα (γενικά), πείρα μάλιστα που κατά την καθ΄ης η αίτηση προσέθετε και στην αξία του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Είναι προφανές ότι η προαναφερόμενη προηγούμενη υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους στο Τμήμα, γενικά, δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη, υπό τις περιστάσεις, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι προσέθετε μεγαλύτερη πείρα στο ενδιαφερόμενο μέρος και δεν θα έπρεπε να είχε συνυπολογιστεί ως προσθέτουσα στην αξία του ενδιαφερομένου μέρους. Επίσης, κατά την κρίση μου, η καθ΄ης η αίτηση θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη και να συνυπολογίσει το ένα από τα δύο μεταπτυχιακά διπλώματα του αιτητή το οποίο κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, πράγμα που φαίνεται πως στην πραγματικότητα δεν έπραξε ενώ αντίθετα φαίνεται πως θεώρησε ότι το προσόν αυτό του αιτητή υπερακοντιζόταν από την υποτιθέμενη μεγαλύτερη πείρα του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση μεμπτή και υποκείμενη σε ακύρωση. Κατά συνέπεια, η προσφυγή πετυχαίνει και εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα £600 υπέρ του αιτητή.

 

Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

/ΧΤΘ                                                               Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο