ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 940/2005)
7 Αυγούστου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους καθ΄ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (αιτήτρια) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της 30/5/2005 της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (η Επιτροπή), με την οποία κρίθηκε ότι η αιτήτρια καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, εφαρμόζοντας συμπίεση τιμών (price squeezing) κατά παράβαση του άρθρου 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Ν. 207/89 (όπως τροποποιήθηκε) σε βάρος της ανταγωνίστριάς της εταιρείας Telepassport Telecommunications Ltd, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επιβολή ποινής προστίμου ύψους £50.000.
(α) Τα γεγονότα.
Κατόπιν σχετικής επιστολής του Γραφείου του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η Επιτροπή τροχιοδρόμησε αυτεπάγγελτη έρευνα σχετικά με πιθανή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της αιτήτριας στην αγορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών κατά παράβαση του άρθρου 6 του Ν. 207/89, λόγω εφαρμογής συμπίεσης τιμών (price squeezing) στην αγορά παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, με αποτέλεσμα να τίθεται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό η εταιρεία Telepassport Telecommunications Ltd. Η τελευταία ως εναλλακτικός παροχέας υπηρεσιών διαδικτύου παραπονέθηκε ότι το τέλος πρόσβασης που της επιβλήθηκε από την αιτήτρια ήταν ασύμφορο γιατί όταν ένας πελάτης της Telepassport Telecommunications Ltd συνδέεται με το διαδίκτυο η Telepassport Telecommunications Ltd χρεώνεται από την αιτήτρια με μεγαλύτερη χρέωση (5,86 σεντ/6 λεπτά) από τη χρέωση που επιβάλλει η αιτήτρια σε δικό της πελάτη, αφού η Telepassport Telecommunications Ltd ή οποιοσδήποτε εναλλακτικός παροχέας χρεώνεται με επιπρόσθετα τέλη διασύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας (συλλογή και τερματισμό) ύψους £0,021/δύο λεπτά, γεγονός που δημιουργεί αυτόματα ζημιά στον εναλλακτικό παροχέα.
Ως αποτέλεσμα διεξαγωγής υπηρεσιακής έρευνας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως παράβαση εκ μέρους της αιτήτριας των προνοιών του άρθρου 6(1) και 2(β)(γ) του Νόμου 207/89 το οποίο αφορά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αφού η αιτήτρια αρνείτο να παρέχει συγκεκριμένη διευκόλυνση για άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο στην Telepassport Telecommunications Ltd και επίσης ότι εφάρμοζε ανόμοιους όρους σε ισοδύναμες συναλλαγές, καθώς παρείχε την ίδια υπηρεσία (πρόσβαση στο διαδίκτυο) στους συνδρομητές της και στην Telepassport Telecommunications Ltd χρησιμοποιώντας διαφορετικό τρόπο σύνδεσης, με αποτέλεσμα η Telepassport Telecommunications Ltd να επιβαρύνεται χονδρικό τέλος πολύ ψηλότερο από το λιανικό τέλος που η αιτήτρια χρέωνε τους συνδρομητές της.
Η αιτήτρια κλήθηκε να προβάλει τις απόψεις της στη συνεδρία της Επιτροπής της 2/11/2004. Ως αποτέλεσμα παρόμοιου παραπόνου που υποβλήθηκε από την εταιρεία Callsat Telecom Ltd., η Επιτροπή κάλεσε την πιο πάνω εταιρεία να παραστεί και αυτή στη συνεδρία της 2/11/2005 για να προβάλει ως ενδιαφερόμενο μέρος τις απόψεις της.
Μετά την κατάθεση των γραπτών θέσεων όλων των εμπλεκομένων και των προφορικών διευκρινίσεων που ακολούθησαν, η Επιτροπή με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) αποφάσισε ότι οι υπό εξέταση ενέργειες της αιτήτριας συνιστούσαν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της και παραβίαση του άρθρου 6(2)(α) του Ν. 207/89. Το πιο πάνω εύρημα οδήγησε και στην επιβολή προστίμου ύψους £50.000.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί,
(i) Η σύνθεση της Επιτροπής έπασχε,
(ii) Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14(4) του Ν. 207/89,
(iii) Η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας,
(iv) Η συμπίεση τιμών ήταν το αποτέλεσμα καθορισμού των τελών των υπηρεσιών της αιτήτριας από τον Επίτροπο Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων,
(v) Η Επιτροπή εφάρμοσε άνισο μέτρο κρίσης,
(vi) Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας και γιατί,
(vii) Η αιτήτρια αποζημίωσε τους ανταγωνιστές της με αποτέλεσμα η παρούσα διαδικασία να στερείται αντικειμένου.
(i) Η σύνθεση της Επιτροπής.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η σύνθεση της Επιτροπής ήταν παράνομη αφού σε αυτή συμμετείχε το μέλος Κωστής Ευσταθίου, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε το αξίωμα του Δημάρχου Λατσιών, γεγονός που προσέκρουε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών επικαλούμενη προς τούτο τις αποφάσεις Pavlou v. The Chief Returning Officer and others (1987) 1 C.L.R. 252 και Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί επειδή δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της αίτησης. Ο ισχυρισμός αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης και γι' αυτό μπορεί να εξεταστεί ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Η εισήγηση ότι η σύνθεση της Επιτροπής ήταν παράνομη είναι αβάσιμη. Σε τρεις παρόμοιες περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εισηγήσεις για πάσχουσα συγκρότηση της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού λόγω της συμμετοχής του Κωστή Ευσταθίου, που είχε ταυτόχρονα την ιδιότητα του Δημάρχου. Πρόκειται για τις υποθέσεις Α.ΤΗ.Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 322/2003 της 8/11/2004, Α.ΤΗ.Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 775/2003 της 26/5/2006 και Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού κ.ά., Προσφυγή 1169/2004 της 9/3/2007 στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:
"Στην Pavlou (πιο πάνω) εξετάστηκαν εκλογικές αιτήσεις των αιτητών, οι οποίοι ήταν ο ένας υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου και ο άλλος δημόσιος υπάλληλος, εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να μην τους επιτραπεί να αναλάβουν καθήκοντα δημοτικού συμβούλου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85), όπως τροποποιήθηκε. Κρίθηκε ότι το άρθρο αυτό, το οποίο αποκλείει την ανάληψη του αξιώματος του δημάρχου και μέλους δημοτικών συμβουλίων από δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους οργανισμών δημοσίου δικαίου δεν αντιβαίνει στο άρθρο 28 του Συντάγματος.
Στην Καραγιώργη (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988 (Ν. 149/88) που προνοούσαν για τη συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή σε διαβουλεύσεις με το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καταρτισμό των Διοικητικών Συμβουλίων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου και τη συμμετοχή παρατηρητών των πολιτικών κομμάτων στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων ήταν αντισυνταγματικές.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής έχουν διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς να υπάρχει προεργασία με πολιτικά κόμματα, ούτε έχει παραστεί εκπρόσωπος πολιτικού κόμματος, όπως ορθά παρατήρησε η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση. Ο περί Δήμων Νόμος δεν καθορίζει ότι είναι ασυμβίβαστη η συμμετοχή σε διοικητικό όργανο με το αξίωμα του δημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου. Ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος, ο οποίος διέπει τη λειτουργία της Επιτροπής, θέτει περιορισμό αναφορικά με τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής στο άρθρο 9(4), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και τα μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.»
(Δέστε και το άρθρο 9Γ, αναφορικά με τον πρόεδρο της Επιτροπής).
Κρίνω ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν έχουν εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση και γι' αυτό ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας για πάσχουσα συγκρότηση της Επιτροπής απορρίπτεται."
Υιοθετώντας την πιο πάνω προσέγγιση έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εφόσον δεν συντρέχουν οι περιορισμοί του άρθρου 9(4) του Νόμου 207/89, η συμμετοχή του Κωστή Ευσταθίου δεν επηρέασε τη νομιμότητα της Επιτροπής.
(ii) Παραβίαση του άρθρου 14(4) του Νόμου 207/89.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 14(4) του Νόμου 207/89, αφού παρέλειψε να κοινοποιήσει στην αιτήτρια ένα υπηρεσιακό έγγραφο ημερομηνίας 7/2/2005 που φέρει τον τίτλο "Συμπληρωματικό Σημείωμα" και απευθύνεται στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είχαν δοθεί στην αιτήτρια όλα τα αναγκαία έγγραφα, περιλαμβανομένου του α΄ υπηρεσιακού σημειώματος της 7/2/2004 πάνω στο οποίο βασίστηκε η τελική κατάληξη της Επιτροπής και ότι το σημείωμα της 7/2/2005 ήταν διευκρινιστικής φύσης και δεν ήταν καθοριστικό για την καταδίκη της αιτήτριας. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η αιτήτρια θα μπορούσε να λάβει γνώση του εγγράφου της 7/2/2005 ασκώντας το δικαίωμα της για πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο μέσα στο οποίο βρισκόταν καταχωρημένο.
Το άρθρο 14(4) του Νόμου 207/89 προνοεί ότι,
"(4) Σε ότι αφορά την Επιτροπή ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες -
(α) δεν έχει υποχρέωση η Επιτροπή να κοινοποιήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης οφείλει όμως να κοινοποιήσει προς αυτή εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της ή, αν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι έγκαιρα ενήμερη όλων των εγγράφων που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία·
(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφαση της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α).
(γ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί ολόκληρο το έγγραφο προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και όχι απλό απόσπασμα.
(δ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε άλλο έγγραφο που συντάσσεται από αυτή και υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα ενώπιον της έγγραφα.
(ε) Επιφυλασσομένων των οικείων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται ελεύθερα από την ίδια την Επιτροπή."
Η Επιτροπή απέστειλε στην αιτήτρια την Έκθεση Αιτιάσεων ημερομηνίας 13/10/2004 στην οποία γινόταν αναφορά στα έγγραφα πάνω στα οποία θα στηριζόταν. Μεταξύ των εγγράφων αυτών περιλαμβανόταν και ένα υπηρεσιακό σημείωμα 18 σελίδων που είχε συνταχθεί από δύο αρμόδιους λειτουργούς, το οποίο περιείχε όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως π.χ. το ιστορικό των γεγονότων και τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Το πιο πάνω έγγραφο περιλήφθηκε στην Έκθεση Αιτιάσεων και αντίγραφο δόθηκε στην αιτήτρια. Το παράπονο της αιτήτριας αναφέρεται στο ότι δεν της δόθηκε το "Συμπληρωματικό Σημείωμα" της 7/2/2005, το οποίο αναφέρεται σε πρόσθετη νομική διευκρίνιση προς την Επιτροπή αναφορικά με το βαθμό υποχρέωσης της αιτήτριας ως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση στις αγορές του δικτύου σταθερής τηλεφωνίας και παροχής πρόσβασης στο διαδίκτυο, να παρέχει υπηρεσία στον ανταγωνιστή της για την απρόσκοπτη άσκηση ουσιαστικού ανταγωνισμού.
Το ερώτημα αφορούσε την παράγραφο Ε.3.2.1 του βασικού σημειώματος ημερομηνίας 28/9/2004 και η διευκρίνιση που δόθηκε ήταν ότι η αιτήτρια στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αρνείτο την πρόσβαση στο διαδίκτυο στους ανταγωνιστές της, αλλά αρνείτο συγκεκριμένη διευκόλυνση, δηλαδή πιο οικονομικό τρόπο διασύνδεσης κατά τρόπο ώστε να μην μπορούν να την ανταγωνιστούν αποτελεσματικά. Εφόσον δε το ίδιο ζήτημα αναπτύχθηκε ικανοποιητικά στο σημείωμα της 28/9/2004, του οποίου έλαβε γνώση η αιτήτρια, το δε συμπληρωματικό έγγραφο δεν οδήγησε σε διαφοροποίηση των δεδομένων πάνω στα οποία στήριξε την απόφασή της η Επιτροπή, δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 14(4) και επομένως ο ισχυρισμός της αιτήτριας απορρίπτεται.
(iii) Έκδοση απόφασης πριν τη συμπλήρωση της διαδικασίας.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι ενώ η αιτήτρια ανέμενε να παρουσιάσει τις απόψεις της η Επιτροπή προχώρησε και συμπλήρωσε τη διαδικασία, αγνοώντας την αιτήτρια και παραβιάζοντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ολωσδιόλου ανεδαφική. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά η Επιτροπή μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής έρευνας και τη διαπίστωση ότι εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως παράβαση, κοινοποίησε στην αιτήτρια την Έκθεση Αιτιάσεων και την κάλεσε να παρουσιαστεί ενώπιον της στις 2/11/2004, είτε αυτοπροσώπως είτε με δικηγόρο, για να υποβάλει τις γραπτές της θέσεις και απόψεις σε σχέση με την παράβαση που της αποδιδόταν.
Στις 2/11/2004 παρουσιάστηκε ο δικηγόρος της αιτήτριας και ζήτησε προθεσμία δύο εβδομάδων για να υποβάλει γραπτές θέσεις, τις οποίες υπέβαλε με τη "γραπτή αγόρευση-παραστάσεις" στις 29/11/2004.
Στη συνεδρία της 21/12/2004 αφού συμπληρώθηκαν οι γραπτές θέσεις όλων των εμπλεκομένων, έγινε προφορική συζήτηση κατά την οποία ο δικηγόρος της αιτήτριας είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τις απόψεις του.
Στη συνεδρία της 13/1/2005, όπου συζητήθηκαν και άλλες υποθέσεις, στην παρουσία του εκπροσώπου - δικηγόρου της αιτήτριας, η Επιτροπή επιφύλαξε την απόφασή της.
Στη συνεδρία της 1/2/2005 η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει κάποιες διευκρινίσεις από την Υπηρεσία σε σχέση με τη νομική πλευρά του θέματος, γεγονός που κατέληξε στην υποβολή του συμπληρωματικού σημειώματος που προαναφέρθηκε στη συνεδρία της 21/2/2005.
Ακολούθησε η συνεδρία της 5/5/2005 όπου η Επιτροπή αποφάσισε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 και κάλεσε τους εμπλεκόμενους να προσέλθουν στις 30/5/2005.
Κατά τη συνεδρία της 30/5/2005, αφού προηγήθηκε συζήτηση των δικηγόρων των μερών και της Επιτροπής, ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής.
Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η διαδικασία άρχισε, εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε κανονικά και νομότυπα, η δε αιτήτρια εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο της είχε τη δυνατότητα, όπως και έπραξε, να εκθέσει κατ' επανάληψη τις θέσεις της τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς.
Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης δεν ευσταθεί.
(iv) Τα τέλη της αιτήτριας και η συμπίεση τιμών που προκλήθηκε από αυτά δεν είχαν καθοριστεί από την αιτήτρια αλλά από τον Επίτροπο Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι οι συγκεκριμένες τιμές της αιτήτριας που συνιστούσαν συμπίεση δεν καθορίστηκαν από την ίδια αλλά από τον Επίτροπο Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ο οποίος με δύο σχετικά διατάγματα, που ακυρώθηκαν στη συνέχεια, κατόπιν προσφυγής της αιτήτριας, από το Ανώτατο Δικαστήριο, επέβαλε χονδρικό τέλος πρόσβασης στο διαδίκτυο 5,86 σεντ ανά 6 λεπτά και λιανικό τέλος 2 σεντ ανά 6 λεπτά. Ο πιο πάνω καθορισμός των τιμών απάλλαξε την αιτήτρια από την ευθύνη για παράβαση του άρθρου 6 γιατί δεν ενήργησε ως αυτόνομη επιχείρηση αλλά ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τα διατάγματα του Επιτρόπου. Ως αποτέλεσμα, η συμπίεση τιμών δεν μπορούσε να είναι αντικείμενο ελέγχου από την Επιτροπή, αφού δεν ήταν πράξη επιχείρησης μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6 του Ν. 207/89 αλλά πράξη διοικητικού οργάνου.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όπως επισημάνθηκε πολύ ορθά από την ευπαίδευτη δικηγόρο των καθ'ων η αίτηση, τόσο ο Ν. 207/89 όσο και η νομολογία αναγνωρίζουν την Επιτροπή ως το μόνο αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο συμπεριφορών επιχειρήσεων που ενδεχομένως παρακωλύουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό σε μια συγκεκριμένη αγορά. Ως εκ τούτου η Επιτροπή όφειλε να παρέμβει για να διασφαλίσει την προστασία του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα του ότι οι τιμές που εφάρμοζε η αιτήτρια είχαν επιβληθεί από τον Επίτροπο. Η επίμαχη πρόνοια του άρθρου 6 του Ν. 207/89 έχει ως εξής:
"6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά ενός προϊόντος.
(2) Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης συνιστά ειδικότερα οποιαδήποτε πράξη μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, που κατέχει ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, αν η πράξη αυτή έχει σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα -
(α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης, ή της τεχνολογικής ανάπτυξης προς ζημιά των καταναλωτών·
(γ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση·
(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
(3) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους ακόμα κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δε διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.
Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, στη διακοπή εμπορικών σχέσεων με ανάληψη ή μεταφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται με τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις κατά τρόπο που επηρεάζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
(3) Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να καλεί οποτεδήποτε επιχείρηση που κατά την κρίση της κατέχει, είτε αφ' εαυτής είτε από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, δεσπόζουσα θέση στην αγορά ενός προϊόντος, να της γνωστοποιεί στοιχεία αναφορικά με τις δραστηριότητες της και για τις διευθετήσεις της με άλλες επιχειρήσεις."
Το άρθρο 22 που καθορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής προνοεί ότι,
"22.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6.
(2) Η Επιτροπή επιλαμβάνεται παραβάσεων των άρθρων 4 και 6 είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά καταγγελία που εισάγεται προς αυτή από την Υπηρεσία ή από τρίτους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του παρόντος Νόμου.
(3) Αν η Επιτροπή διαπιστώσει κατά την ενώπιον της διαδικασία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 και 6 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία -
(α) να διατάξει ή να συστήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψη στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, να καταδικάσει με αναγνωριστική απόφαση της την παράβαση·
(β) να ορίσει ότι, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης·
(γ) να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι το δέκα τοις εκατόν των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων, κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος·
(δ) να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο."
Στην παρούσα περίπτωση η Επιτροπή ασκώντας τις αρμοδιότητες που της παρέχονται ρητά από το άρθρο 22 προέβηκε στην εξέταση των τιμών που εφάρμοζε η αιτήτρια για να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε εκ μέρους της αιτήτριας, σύμφωνα με το άρθρο 6(2)(α) καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης με επιβολή αθέμιτων τιμών.
Το ερώτημα για την Επιτροπή ήταν η εξέταση αν τα συγκεκριμένα τέλη που επέβαλλε η αιτήτρια συνιστούσαν εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης που οδηγούσε σε επιβολή αθέμιτων τιμών και εξουδετέρωση των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού. Σημειώνω ότι στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επίτροπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20, η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα να ορίζει τιμές λιανικής πώλησης υπηρεσιών που παρέχονται από την αιτήτρια.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(v) Άνισο μέτρο κρίσεως.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η Επιτροπή εφάρμοσε άνισο μέτρο κρίσης επειδή δεν ακολούθησε προηγούμενες δικές της αποφάσεις και ιδιαίτερα την "Καταγγελία της Προοδευτικής Κίνησης Λάρνακας ημερ. 23/1/2002". Εκ μέρους της καθ'ης η αίτηση τονίστηκε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση παρουσιάζει διαφοροποίηση γεγονότων σε σύγκριση με την παρούσα γιατί αφορούσε καταγγελία εναντίον του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για τιμές που καθορίζονται από τον εκάστοτε Υπουργό.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας προβλήθηκε χωρίς την αναγκαία εξειδίκευση και δεν έχει προσδιοριστεί σε ποια ακριβώς σημεία βασίζεται η άνιση μεταχείριση. Η απλή παραπομπή σε κάποια προγενέστερη υπόθεση που είχε απασχολήσει την Επιτροπή δεν στοιχειοθετεί επιχείρημα για άνισο μέτρο κρίσης στην παρούσα περίπτωση.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(vi) Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Η εισήγηση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας και στερείται αιτιολογίας είναι ανεδαφική. Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην παρούσα περίπτωση η επίδικη απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 30/5/2005 περιλαμβάνει το ιστορικό της υπόθεσης, τη σύναψη της μαρτυρίας, τη νομική επιχειρηματολογία των δικηγόρων των μερών, τις νομικές εκτιμήσεις και ανάλυση της ερμηνείας όλων των κρίσιμων νομοθετικών όρων από την Επιτροπή, αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Δ.Ε.Κ.), το τελικό συμπέρασμα της Επιτροπής και τους ελαφρυντικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη. Σημειώνεται ότι η Επιτροπή προς το σκοπό λήψης της απόφασής της είχε ενώπιον της και το εμπεριστατωμένο Υπηρεσιακό Σημείωμα της 28/9/2004. Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη.
(vii) Η αποζημίωση των ανταγωνιστών κατέστησε τη διαδικασία χωρίς αντικείμενο.
Η αιτήτρια έχει επίσης υποβάλει ότι μετά την ακύρωση του Διατάγματος του Επιτρόπου (ΔΕ 3/04) από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτήτρια προχώρησε σε αναδρομική αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε στους ανταγωνιστές της, με αποτέλεσμα κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης στις 30/5/2005 να μην υπάρχει αντικείμενο είτε προς διερεύνηση, είτε προς εκδίκαση από την Επιτροπή. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η δήλωση του δικηγόρου της αιτήτριας ενώπιον της Επιτροπής ότι η αιτήτρια προχώρησε στην επιβολή αναδρομικών χαμηλότερων χρεώσεων και ότι επρόκειτο να επιστρέψει στους ανταγωνιστές της το επιπρόσθετο ποσό με το οποίο χρεώθηκαν βάσει της προηγούμενης τιμολογιακής πολιτικής, δεν μπορούσε να καταργήσει την προβλεπόμενη από το Νόμο διαδικασία διερεύνησης και εκδίκασης της παράβασης. Όμως λήφθηκε υπόψη ως ελαφρυντικό κατά την επιβολή προστίμου από την Επιτροπή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £1.000 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ