ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 904/2006)
21 Αυγούστου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHANDRANI MALLIKA HERATH MUDIYANSELAGE,
Αιτήτρια,
v.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Μ. Πασιαρδή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
M. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 20.4.06, με την οποία, το αίτημα της για άδεια παραμονής στην Κύπρο, έχει απορριφθεί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ.
Η αιτήτρια, 37 περίπου ετών (γεννήθηκε στις 24.2.1970), κατάγεται από την Σρι Λάνκα. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 2.6.99 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός για την κα. Ρεβέκκα Στυλιανίδου, στη Λεμεσό. Δόθηκε στην αιτήτρια αρχικά τρίμηνη άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία, κατόπιν σχετικού αιτήματος, ανανεωνόταν μέχρι και τις 2.6.06. Στην άδεια που έληγε στις 2.6.06 αναγραφόταν ότι θα είναι ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΗ (FINAL-NOT NEWABLE). Στις 19.2.06 το γραφείο της Κίνησης Στήριξης Αλλοδαπών (ΚΙΣΑ) ζήτησε από τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπως παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος». Η Διευθύντρια του εν λόγω γραφείου με επιστολή της ημερ. 20.4.06 προς τον προϊστάμενο της ΚΙΣΑ τον πληροφόρησε ότι το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει δεκτό για το λόγο ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ «καθότι η διάρκεια παραμονής είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής». Έτσι ζητούσε από το εν λόγω γραφείο όπως ενημερώσουν σχετικά την αιτήτρια ότι θα πρέπει να αναχωρήσει την ημερομηνία που λήγει η άδεια παραμονής της. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής από την αιτήτρια.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ.
Παρά το μεγάλο αριθμό νομικών λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση (προσφυγή), με τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας προωθήθηκαν βασικά οι εξής λόγοι:
(α) Ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 5, 13, 26, 28 και 51(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99).
(β) Το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, λόγω δικής της καθυστέρησης, δεν ενσωμάτωσε την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ, δεν απάλλασσε τους καθ΄ ων η αίτηση από την υποχρέωση να την εφαρμόσουν. Όφειλε η Δημοκρατία να ενσωματώσει την Οδηγία μέχρι την 23.1.06, πράγμα που δεν έπραξε.
Η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι όπως είναι διατυπωμένη η επίδικη απόφαση είναι νομικά ορθή και αιτιολογημένη και ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ήσαν υπόχρεοι να εφαρμόσουν την Οδηγία εν όψει και της απόφασης στην υπόθεση Vera Joudine κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/06, ημερ. 28.7.06.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ.
Σχετικά με τον (α) πιο πάνω λόγο, η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση δεν απαντά οτιδήποτε. Το άρθρο 5 του Ν 158(Ι)/99 που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, έχει ως ακολούθως:
«5. Η διοίκηση οφείλει στο έγγραφο με το οποίο κοινοποιείται η πράξη να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για τις θεραπείες που έχει για να προσβάλει την πράξη. Στο έγγραφο πρέπει να καθορίζεται η φύση και η μορφή της θεραπείας, η προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα ή ο νόμος και το αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητικό όργανο προς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος.»
Στο Ν. 158(1)/99 δεν υπάρχει πρόνοια που να διαλαμβάνει ποια η συνέπεια της μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού. Το άρθρο 13 στο οποίο έγινε αναφορά, δεν αφορά παράβαση του Ν. 158(1)/99 αλλά γενικά του νόμου δυνάμει του οποίου εκδίδεται ή ανακαλείται συγκεκριμένη πράξη (βλ. άρθρο 2 του Ν. 158(1)/99).
Στη δική μας περίπτωση είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν 158(Ι)/99. Η επιστολή της 20.4.06 είναι το έγγραφο με το οποίο κοινοποιείται η διοικητική πράξη (η απόφαση δηλαδή επί του αιτήματος της αιτήτριας) και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 5 ώφειλαν οι καθ΄ ων η αίτηση να καθορίσουν στο έγγραφο αυτό τη φύση και μορφή της θεραπείας και την προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα καθώς και το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος, εδώ η αιτήτρια.
Παρά την επιτακτική διατύπωση του άρθρου 5 (σχετικές λέξεις είναι «οφείλει» και «πρέπει»), είμαι της άποψης ότι, από τη στιγμή που η αιτήτρια άσκησε ορθά το δικαίωμα της για προσφυγή (αποτάθηκε δηλαδή για θεραπεία μέσα στο χρόνο που προβλέπει το Σύνταγμα και στο ορθό δικαστήριο), το γεγονός ότι η επιστολή δεν είναι σύμφωνη με τις τυπικές απαιτήσεις του άρθρου 5, δεν είναι μοιραίο για τη διοίκηση. Στην ίδια κατάληξη, αλλά με κάπως διαφορετική αιτιολογία, είναι και οι υποθέσεις Άρτεμις Γεωργίου Αντωνίου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κ. Πολεμιδιών, Υποθ. Αρ. 1015/00, ημερ. 12.7.02 (Ηλιάδης, Δ.) και L. Zotiades Trading & Consulting Ltd v. Διευθύντριας Τελωνείων, Υποθ. Αρ. 943/01, ημερ. 14.10.04 (Νικολαϊδης, Δ.). Με τα γεγονότα λοιπόν της παρούσας υπόθεσης δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε δυσμενής συνέπεια στην αιτήτρια και έτσι ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Άλλος ισχυρισμός της πλευράς της αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα άρθρα 26-28 του Ν 158(Ι)/99, πιο απλά ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των Διοικητικών πράξεων σχετική είναι η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Εδώ η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, έχει ως ακολούθως:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 24.2.06 προς τον Υπουργό Εσωτερικών σχετικά με το αίτημα σας για παραμονή στη Δημοκρατία της πιο πάνω αλλοδαπής υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί η περίπτωση της αλλοδαπής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής καθότι η διάρκεια παραμονής είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.
Ενόψει των πιο πάνω παρακαλώ όπως ενημερώσετε την αλλοδαπή πελάτιδα σας ότι θα πρέπει να αναχωρήσει την ημερομηνία που λήγει η άδεια παραμονής της.»
Εξέτασα τον ισχυρισμό της πλευράς της αιτήτριας καθώς και τα όσα επικαλείται η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία στην αγόρευση της ισχυρίζεται (με επίκληση υπόθεσης Vera Joudine, πιο πάνω) ότι δεν ήταν υπόχρεη η Δημοκρατία να εφαρμόσει την Οδηγία αφού μέχρι τότε δεν είχε ενσωματωθεί στη δική μας νομοθεσία. Έχω καταλήξει να δεχθώ την εισήγηση της πλευράς της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Αντίθετα με τα όσα ισχυρίζεται η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση, εδώ φαίνεται να εφάρμοσαν την Οδηγία οι καθ΄ ων η αίτηση, αλλά αποφάνθηκαν ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της για το λόγο που αναφέρουν, ο οποίος όμως λόγος είναι ασαφής και αόριστος. Ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ποια απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής αναφέρονται. Βέβαια και απλή αναφορά να γινόταν, δεν θα ήταν αρκετή αφού σύμφωνα με την νομολογία αλλά και το άρθρο 28(2) του προαναφερθέντος Νόμου 158(Ι)/99 δεν είναι αρκετή η απλή αναφορά σε γενικές πρόνοιες του νόμου. Περαιτέρω ούτε εξηγούν οι καθ' ων η αίτηση τι εννοούν με τη φράση «η διάρκεια παραμονής είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη». Κρίνω λοιπόν ότι η απόφαση Vera Joudine διαφοροποιείται αφού εδώ η αιτιολογία δεν είναι ότι η Οδηγία δεν είχε ενσωματωθεί στη δική μας έννομη τάξη.
Με βάση τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται αναιτιολόγητη και αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με £300.- έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΕΑΠ.