ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
&n bsp; Υπóθεση Αρ. 1936/2006
22 Aυγούστου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HAMID ULLAH GHAHAM SAKHI
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. YΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ών η αίτηση
.............................
Α. Πετουφάς, για τον αιτητή
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή (όπως τροποποιήθηκε στις 7/6/07) ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση και/ή Διάταγμα και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 7/8/06 διά της οποία αρνήθηκαν και/ή απέρριψαν το αίτημα του αιτητή δια την παραχώρηση παράτασης της προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο με την Εταιρεία του S.E. SAKHI TRADING CO LTD είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο αιτητής κατάγεται από το Αφχανιστάν και είναι 32 χρονών. Αφίχθηκε στην Κύπρο στις 21/4/01 για να εργαστεί ως Διευθυντής στην εταιρεία Sakhi Trading Co. Ltd. Στις 29/9/01 ο αλλοδαπός υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής/εργασίας του η οποία και ανανεώθηκε μέχρι 2/3/02. Στις 22/5/02 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για περαιτέρω παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του στην πιο πάνω εταιρεία. Στις 19/8/02 το Τμήμα Αρχείου και Πληθυσμού ενημέρωσε τον αιτητή ότι πρέπει να αποδείξει ότι έχει επενδύσει στην Κύπρο το ποσό των Λ.Κ. 100.000. Στις 7/1/03 ο αιτητής (μέσω των δικηγόρων του) με επιστολή προς το Τμήμα ανέφερε ότι το ποσό των Λ.Κ. 100.000 είχε επενδυθεί μέσω της εισαγωγής συναλλάγματος και μηχανημάτων/εξαρτημάτων αυτοκινήτων προσκομίζοντας βεβαίωση της Κεντρικής Τράπεζας. Στις 9/1/03 το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης απάντησε στο δικηγόρο του αιτητή ότι το αίτημά του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας απορρίπτεται καθότι το έμβασμα ήταν μόνο Λ.Κ. 14.300 αντί Λ.Κ. 100.000 που απαιτείτο. Στις 3/2/03 οι δικηγόροι του αιτητή με νέα επιστολή τους προς το Τμήμα ζήτησαν επανεξέταση του αιτήματος ανανέωσης της άδειας παραμονής και εργασίας του και το Τμήμα αφού έλαβε υπόψη και το ποσό των Λ.Κ. 85.700 που δαπανήθηκε για την αγορά μηχανημάτων, με απάντηση του ημερ. 19/2/03 ενέκρινε το αίτημα τους. Ως εκ τούτου ο αιτητής ζήτησε ανανέωση της άδειας παραμονής/εργασίας του η οποία και εκδόθηκε μέχρι 12/3/04. Η άδεια παραμονής/εργασίας του αιτητή ανανεωνόταν μέχρι και τις 8/8/06. Στο μεταξύ από τις 4/7/06 υπέβαλε αίτηση για περαιτέρω παράταση της άδειας και στις 7/8/06 οι καθών απέρριψαν το αίτημα του αιτητή καθότι η εταιρεία είχε ανεπαρκή και ζημιογόνα εισοδήματα και τον κάλεσε όπως αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο. Στις 6/10/06 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης (α) Παραβίαση της αρχής της νομιμότητας όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 8(1) και (2) του Ν. 158(1)/99, (β) έλλειψη αιτιολογίας, (γ) έλλειψη δέουσας έρευνας-πλάνη, (δ) μη ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας και κατάχρηση εξουσίας, (ε) παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ισότητας, (ζ) απόφαση αντίθετη προς την Οδηγία 2003/109/Ε.Κ. και (η) παραβίαση άρθρου 5 του Ν. 158(1)/99.
Από πλευράς των καθών η αίτηση υποστηρίζεται η νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι υπάρχει παραβαση του άρθρου 5 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), κρίνω ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι η επιστολή της 7/8/06 με την οποία του κοινοπιήθηκε η απόφαση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του Ν. 158(1)/99. Όμως, από τη στιγμή που ο αιτητής αποτάθηκε για θεραπεία στο ορθό δικαστήριο και μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος προθεσμία, η παράβαση του άρθρου 5 του εν λόγω Νόμου δεν είναι τέτοια που να συνιστά λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης από9φασης. Στην ίδια κατάληξη άχθηκα και στην υπόθεση Chandrani Mallika Herath Mudiyanselage v. Δημοκρατίας υποθ. Αρ. 904/06 ημερ. 21/8/07.
Στρέφομαι στους (α) και (β λόγους οι οποίοι κρίνω ότι μπορούν να εξετασθούν μαζί. Το άρθρο 8 του Ν. 158(1)/99 καθορίζει τα νόμιμα πλαίσια της διοικητικής δράσης. Διαλαμβάνει ότι οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο, όπως υπαγορεύονται από το Σύνταγμα, τους τυπικούς νόμους και τις κανονιστικές πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή άλλων διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου. Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η επιστολή της 7/8/06 δεν αναφέρει ποιος νόμος επιτρέπει στους καθών να λάβουν την επίδικη απόφαση, ούτε και περιέχει αιτιολογία.
Η προσβαλλόμενη απόφαση (επιστολή της 7/8/06) έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην αίτηση σας ημερ. 4/7/06 με την οποία ζητάτε όπως σας παραχωρηθεί παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας σας με την εταιρεία S.E. SAKHI TRADING CO LTD και σας πληροφορώ ότι η αίτηση σας απορρίφθηκε αφού λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι οικονομικοί λογαριασμοί της εταιρείας.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα εισοδήματα της εταιρείας είναι ανεπαρκή και ζημιογόνα και η λειτουργικότητα της δεν είναι προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εν όψει των πιο πάνω παρακαλώ όπως αναχωρήσετε αμέσως για τη χώρα σας.
Τονίζεται ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση σας.»
Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των Διοικητικών πράξεων σχετική είναι η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθών η αίτηση, στη γραπτή του αγόρευση αναφέρεται στο φάκελο της υπόθεσης και δίνει τη δική του ερμηνεία ότι η απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 6(1)(α) του Κεφ. 105 με βάση το οποίο θεωρούνται ως απαγορευμένοι μετανάστες άπορα πρόσωπα.
Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις. Κατάληξα, και μάλιστα χωρίς δυσκολία, να δεχθώ τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση των καθών η αίτηση είναι χωρίς αιτιολογία. Δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο νόμο σύμφωνα με τον οποίο η κακή οικονομική κατάσταση μιας εταιρείας αποστερεί κάποιο από τους διευθυντές ή μετόχους από το δικαίωμα να διαμένουν στη Δημοκρατία. Πουθενά στην ίδια την απόφαση ή ακόμα και τα έγγραφα που υποστηρίζουν την ένσταση (διοικητικός φάκελος δεν παρουσιάστηκε) φαίνεται ότι οι καθών προέβηκαν σε εύρημα ότι ο αιτητής είναι άπορος και κατ' επέκταση απαγορευμένος μετανάστης, όπως ισχυρίζεται στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθών η αίτηση. Αν αυτή είναι η θέση των καθών η αίτηση, ότι δηλαδή ο αιτητής είναι άπορος και κατ' επέκταση απαγορευμένος μετανάστης με την έννοια του άρθρου 6(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 (ως έχει τροποποιηθεί), τότε ευσταθεί και ο ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Στο άρθρο 2 του Κεφ. 105 διαβάζουμε ότι:
«΄άπορο πρόσωπο΄ σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατά τη γνώμη του Διευθυντή είναι ή ενδέχεται να καταστεί ανίκανο να συντηρεί τον εαυτό του και τους εξηρτημένους του ή ενδέχεται να καταστεί βάρος των δημοσίων εσόδων»
Εκ πρώτης όψης, είμαι της άποψης ότι η φράση «ενδέχεται να καταστεί βάρος των δημοσίων εσόδων» που περιέχεται στην ερμηνεία της φράσης «άπορο πρόσωπο», είναι πολύ διαφορετική από τη φράση της επίδικης απόφασης (με αναφορά στην εταιρεία) ότι «η λειτουργικότητά της δεν είναι προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Κρίνω λοιπόν ότι η αιτιολογία που έδωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθών η αίτηση (που καλύπτεται από τις πρόνοιες του Κεφ. 105), δεν είναι η ίδια με αυτή που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι χωρίς αιτιολογία η δε περίπτωση είναι τέτοια που αυτή δεν προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης. Δεν μπορεί να δίνεται εκ των υστέρων αιτιολογία με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθών, η οποία εν πάση περιπτώσει βασίζεται σε γεγονότα για τα οποία δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα ως προς το πότε ένα πρόσωπο θεωρείται «άπορο».
Η προσφυγή επιτυγχάνει με £300 έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς