ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 884/2005
12 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
HAMID REZA EZZATE,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
Μ. Φούρναρη (κα), για τον αιτητή
Ε. Καρακάννα (κα) , για τους καθ΄ων η αίτηση.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος και ήρθε στην Κύπρο παράνομα το Νοέμβριο του 1993. Το Φεβρουάριο του 2004 υπέβαλε αίτηση για άσυλο στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία αίτηση απορρίφθηκε και ακολούθως κατέθεσε διοικητική προσφυγή, η οποία και πάλι, με απόφαση ημερομηνίας, 11.3.05, απορρίφθηκε.
Η παρούσα προσφυγή του προσβάλλει την πιο πάνω απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Παραθέτω πιο κάτω τα νομικά σημεία, στα οποία βασίζεται η προσφυγή:
«α. Η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση αντιβαίνει στην εν ισχύ Νομοθεσία και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή.
β. Η απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει τις αρχές της Φυσικής Δικαιοσύνης.
γ. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή στηρίχθηκε σε πεπλανημένα κριτήρια και/ή σε λανθασμένα στοιχεία και/ή γεγονότα.
δ. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ΄υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας χωρίς τη δέουσα έρευνα.
ε. Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης ή οιασδήποτε αιτιολογίας.
στ. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, παραβιάζει την καλή πίστη και συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή και/ή αντιφατική συμπεριφορά των καθ΄ων η Αίτηση.
ζ. Οι καθ΄ων η αίτηση ερμήνευσαν εσφαλμένα τις πρόνοιες του νόμου.
η. Παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης.
θ. Αντιβαίνει στο Σύνταγμα, στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο στα κεκτημένα δικαιώματα στο Ν 158(1)/99 στην αρχή της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου.
ι. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό οργάνου που δεν ήταν αρμόδιο και/ή που δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο.
ια. Παραβιάζει τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 29 του Συντάγματος όπως αναπτύχθηκαν και από τη Νομολογία.
ιβ. Στερήθηκε ο αιτητής από το δικαίωμα ακροάσεως.
ιγ. Ο αιτητής επιφυλάσσει το δικαίωμα να προσθέσει ή να διαφοροποιήσει τους νομικούς λόγους της προσφυγής του σε μεταγενέστερο στάδιο.»
Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί τα ακόλουθα:
«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135 στη σελ. 139 - 140 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η έννοια του νομικού σημείου είναι αδιαχώριστη από τον επακριβή προσδιορισμό του. Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γενικά τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακυρότητας, ήτοι, ότι η απόφαση «είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ΄υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας . . . .». Η ανάγκη για εξειδίκευση υπογραμμίζεται άλλωστε από την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολόγηση. Το τι βέβαια αποτελεί ικανοποιητική εξειδίκευση συνδέεται και με τη φύση του τιθέμενου ζητήματος. Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου με την αίτηση είχε τεθεί ως νομικό σημείο η έλλειψη δέουσας έρευνας σε υπόθεση στην οποία ενδιέφερε άμεσα το κατά πόσο υποψήφιος κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε ότι υπήρχε εξειδίκευση του ζητήματος, όχι ότι δεν χρειαζόταν.»
Περαιτέρω, η Ολομέλεια στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, αναφέρει τα πιο κάτω:
«Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης. . .. . . .».
Προκύπτει σαφώς από τα όσα παρέθεσα ανωτέρω πως τα νομικά σημεία που επικαλείται ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή είναι γενικά και αόριστα, και χωρίς αυτά να αιτιολογούνται. Περαιτέρω, ούτε στη γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε εκ μέρους του υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά επί των θεμάτων αυτών, αφού η γραπτή αυτή αγόρευση επικεντρώνεται μόνο στα πραγματικά γεγονότα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του αιτητή και την κατ΄ισχυρισμό συνεπακόλουθη έλλειψη δέουσας έρευνας και δεν εξειδικεύει καθόλου τα νομικά σημεία που αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής.
Έχει επανειλημμένως αναφερθεί σε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του άποψη και κρίση επί των γεγονότων με εκείνη του αρμοδίου οργάνου και επεμβαίνει μόνο όπου είναι προφανές πως το όργανο ενήργησε λανθασμένα με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Κάτι τέτοιο στην παρούσα υπόθεση δεν συμβαίνει, κατά την κρίση μου, αφού είναι προφανές από τα στοιχεία του φακέλου ότι το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα και αιτιολόγησε τα ευρήματά του περί αξιοπιστίας του αιτητή, καταλήγοντας στο τελικό του συμπέρασμα.
Κρίνω ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασής μου στην κατάληξη του αρμόδιου οργάνου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.