ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 874/2006)
12 Ιουνίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ALI REZA GOLPUR,
2. MARYAM GOLPUR,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
3. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Χρ. Ματθαίου, για τους Αιτητές.
Μ. Πασιαρδή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής 1 είναι Ιρανός υπήκοος. Εισήλθε στην Κύπρο παράνομα στις 6.9.2003 μέσω των κατεχομένων. Στις 4.11.2003 υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι, πριν από δέκα χρόνια, συνελήφθηκε και φυλακίστηκε για δύο μήνες από τις αρχές της χώρας του, εξαιτίας των δραστηριοτήτων του εναντίον της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, έβγαζε φωτογραφίες, διένειμε φυλλάδια και συμμετείχε σε διαδηλώσεις φοιτητών εναντίον της κυβέρνησης. Τον Ιούνιο του 2003 συνελήφθηκε για δεύτερη φορά λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση. Επειδή είχε τραυματιστεί, τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο όπου, με τη βοήθεια μιας νοσοκόμας, κατάφερε να δραπετεύσει από τη χώρα του. Η σύζυγος (αιτήτρια 2 στην προσφυγή), το παιδί και η κουνιάδα του τον ακολούθησαν.
Στις 19.4.2004 ο αιτητής 1 κλήθηκε σε συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες των ισχυρισμών που προέβαλε στην αίτησή του. Την ίδια μέρα, 19.4.2004, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη και της συζύγου του, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της έλαβε μέρος σε μια διαδήλωση και τραυματίστηκε. Δεν γνώριζε πόσο καιρό έμεινε ο άντρας της στο Νοσοκομείο, απλώς πληροφορήθηκε τα νέα από κάποιο φίλο του. Μετά το πέρας της συνέντευξης, αρμόδιος Λειτουργός ετοίμασε εισήγηση για απόρριψη της αίτησης προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Μετά από μελέτη της εισήγησης, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Ο αιτητής 1 καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, επίσης, απέρριψε. Ο αιτητής 1 κρίθηκε αναξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου, θέση η οποία υιοθετήθηκε, ως ορθή και δικαιολογημένη, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία διαπίστωσε και πρόσθετους λόγους οι οποίοι συνηγορούσαν υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης, (β) ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας, (γ) ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (δ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 28Ζ του Νόμου (ε) ότι χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα κριτήρια και ότι (στ) δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Οι αιτητές είχαν την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσουν τους ισχυρισμούς τους. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς τους και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα οι αιτητές είχαν θέσει προς υποστήριξη του αιτήματος και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Τα ερ. 74-81 στο Τεκμήριο 1, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής 1 μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής 1 δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. ερ. 74 στο Τεκμήριο 1). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 28 Ζ του Νόμου, σημειώνω απλώς ότι αυτό παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Harpreet Singh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 και Shahidul (Sumon) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2005, ημερ. 26.6.2006.
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £300 έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ