ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 656/2005)
18 Ιουνίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 25, 26 και
146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΑΣ ΡΩΣΣΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α΄,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ελ. Θεοφάνους (κα), για Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:-
«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΑΤΗΚ που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 31.3.05, να αφεθούν να επιλέξουν μεταξύ δύο ενδεχομένων μορφών ανέλιξης τους έξω από κανονισμούς ή με άνιση μεταχείριση, είναι άκυρη και άνευ αποτελέσματος.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι άκυρη η παράλειψη να απαντήσει η καθ' ης στην γραπτή διαμαρτυρία των αιτητών ημερ. 28.4.05 και ότι παν το παραλειφθέν θα πρέπει να διενεργηθεί.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητούνται, οι αιτητές προσλήφθηκαν στην Υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση ως Λειτουργοί Β΄, με βάση τις Προκηρύξεις 1/99 - 3/99 και 5/99. Μετά την πρόσληψή τους, στις 11/11/1999, υπεγράφη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, στην οποία γίνεται πρόνοια για αναδιάρθρωση των διαβαθμίσεων και του μισθολογίου του προσωπικού των καθ' ων η αίτηση. Οι αιτητές, μισθολογικά και βαθμολογικά, ανελίσσονται με βάση το Παράρτημα Α της Συλλογικής Σύμβασης της 2/10/2002, ενώ άλλοι Λειτουργοί Β΄, που προσλήφθηκαν με βάση την Προκήρυξη 2/2000, ανελίσσονται με βάση το Παράρτημα Β της πιο πάνω Συλλογικής Σύμβασης. Αποτέλεσμα είναι οι αιτητές να έχουν ανέλιξη ταχύτερη κατά βαθμό αλλά μισθολογικά βραδύτερη, ενώ οι προσληφθέντες με βάση την Προκήρυξη 2/2000 να έχουν ανέλιξη ταχύτερη μισθολογικά αλλά κατά βαθμό σημαντικά βραδύτερη.
Οι αιτητές, με επιστολές τους, ζήτησαν όπως η πιο πάνω διαφοροποίηση, την οποία οι ίδιοι χαρακτηρίζουν «άνιση μεταχείριση», εξαλειφθεί. Ζήτησαν, συγκεκριμένα, όπως τους παραχωρηθεί η μισθολογική βαθμίδα της κλίμακας Α10 στα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας αντί στα πέντε, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη χρονική ανέλιξή τους στο βαθμό του Λειτουργού Α΄. Οι καθ' ων η αίτηση, αποδεχόμενοι ότι υπάρχει ανομοιομορφία αλλά όχι ανισότητα, έδωσαν στους αιτητές την ευκαιρία να επιλέξουν οι ίδιοι με ποια από τις δύο πρόνοιες της Σύμβασης επιθυμούσαν να ανελιχθούν βαθμολογικά και μισθολογικά.
Οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση. Προβάλλουν, για ακύρωσή της, ότι υπάρχει σ' αυτή κενό αιτιολογίας ή έλλειψη πληρότητας των πρακτικών που οδήγησαν στη λήψη της, ως, επίσης, και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ζητήθηκε, διατείνονται, από αυτούς να επιλέξουν κατά τρόπο που ούτε ο Νόμος ούτε οι Κανονισμοί προβλέπουν.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ισχυρίζονται ότι αυτή δεν παράγει δυσμενή για τους αιτητές αποτελέσματα. Είναι επωφελής γι' αυτούς, αφού τους παρέχει τη δυνατότητα να επιλέξουν να ανελιχθούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι συνάδελφοί τους. Οι ίδιοι, με επιστολές τους, ημερομηνίας 7/9/2004 και 14/10/2004, ζήτησαν να εξομοιωθούν.
Η θέση του κ. Αγγελίδη, για τους αιτητές, στο ζήτημα της εκτελεστότητας της απόφασης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Η απόφαση, υπέβαλε, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, παραβλάπτουσα τα δικαιώματά τους.
Η νομολογία, σ' ό,τι αφορά το ζήτημα της εκτελεστότητας διοικητικών πράξεων, είναι πλούσια και οι αρχές διατυπωμένες με σαφήνεια. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236-237, αναφέρεται ότι:-
«Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, ... Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ...»
Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, απόφαση Πική, Δ., (όπως ήταν τότε και μετέπειτα Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου), το θέμα τέθηκε ως εξής:- (σελ. 31)
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125).»
Πράξεις, που δεν επιφέρουν οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική κατάσταση, δεν είναι εκτελεστές. Μεταξύ αυτών είναι και οι πράξεις που περιέχουν γνώμες και πληροφορίες.
Η απόφαση, που εδώ εξετάζεται, δε βρίσκω να είναι εκτελεστή. Το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, οι αιτητές υπέβαλαν αίτημα για άρση της «άνισης μεταχείρισης», δεν προσδίδει στην απόφαση εκτελεστότητα. Η παραχώρηση σ' αυτούς από τους καθ' ων η αίτηση της δυνατότητας της επιλογής δεν αντιλαμβάνομαι πώς μεταβάλλει ή διαφοροποιεί τη νομική τους κατάσταση. Οι αιτητές προσλήφθηκαν στη βάση συγκεκριμένων προκηρύξεων και έχουν τα δικαιώματα που καθορίστηκαν σ' αυτές. Το αίτημά τους δεν απορρίφθηκε, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για απόφαση με την οποία καθορίστηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ζητήθηκε από αυτούς να επιλέξουν. Εφόσον αυτοί δεν το έπραξαν, η νομική τους κατάσταση παραμένει ως είχε. Δε διαφοροποιήθηκε, ώστε να είναι η προσβαλλόμενη απόφαση εκτελεστή.
Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αν και προέρχεται από διοικητικό όργανο, στερείται εκτελεστότητας. Η προσφυγή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ