ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 405/2006)
7 Ιουνίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KOSTYANTYN BYELOVSOV,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Μ. Καμπέρης, για τον Αιτητή.
Γ. Πετάση-Κορφιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ουκρανός υπήκοος. Εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα ως τουρίστας στις 26.1.2002. Μετά επτά περίπου μήνες, στις 22.8.2002, υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή άγνωστοι τον πυροβόλησαν στο σπίτι του.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι είχε οικοδομική εταιρεία με τη γυναίκα του, η οποία ήταν κερδοφόρα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον της Εφορείας, με αποτέλεσμα, το Μάιο του 2000, υπάλληλοι της Εφορείας να προβούν σε συνεχείς έρευνες των εργασιών του ζητώντας, ταυτόχρονα, δωροδοκίες για να παύσουν να τον ενοχλούν. Παράλληλα, οπλισμένα μέλη της Μαφίας, που είχε σχέση με την Εφορεία, επιτέθηκαν στο σπίτι του και τον πυροβόλησαν. Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε και, συνακόλουθα, η Αρχή Προσφύγων απέρριψε, για τους λόγους που εκτίθενται στο σχετικό διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1), την αίτηση. Η απόφαση της Αρχής Προσφύγων είχε ως ακολούθως:
"Η Αρχή Προσφύγων ομόφωνα αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, σύμφωνα με την οποία οι προσβαλλόμενοι από τον αιτητή ισχυρισμοί δεν θεωρούνται αξιόπιστοι και κατά συνέπεια δεν μπορεί να του δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ως εκ τούτου, η Αρχή Προσφύγων αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος καθώς στο πρόσωπο του αιτητή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2003) καθώς επίσης και του άρθρου 1(Α) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Παράλληλα, από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, καθώς επίσης και περίπτωση ο αιτητής να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, η Αρχή Προσφύγων απεφάσισε ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή του άρθρου 3 της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων."
Ο αιτητής καταχώρησε, στη συνέχεια, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, επίσης, απέρριψε. Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος από την Αρχή Προσφύγων, θέση η οποία υιοθετήθηκε, ως ορθή και δικαιολογημένη, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης, (β) ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, (γ) ότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας, (δ) ότι λήφθηκε κατά κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας, (ε) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 28Ζ των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004, και, (στ) ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του. Η Αρχή Προσφύγων εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς του και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Αρχή Προσφύγων απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Τα ερ. 142-147 στο Τεκμήριο 1, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. ερ. 143 στο Τεκμήριο 1). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 28 Ζ του Νόμου, σημειώνω απλώς ότι αυτό παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Harpreet Singh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 και Shahidul (Sumon) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2005, ημερ. 26.6.2006.
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £300 έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ