ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                       

                                                            (Υπόθεση Αρ. 1011/2004)

 

8 Ιουνίου, 2007

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

1.      ZEHRA KEMAL AHMET,

2.      NURAY KEMAL AHMET,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ

ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Δ. Κακουλλής,  για τους Αιτητές.

Μ. Φλωρέντζος,  για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερ. 13/8/04 η οποία κοινοποιήθηκε στις Αιτήτριες την 20/08/2004 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α») και με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τους για την επιστροφή σ' αυτές του ακίνητου και/ή των υποστατικών τους τα οποία βρίσκονται στο τεμ. 543, Αρ. εγγρ. 106, Μπλοκ G, Φ/Σχ. XLI 57.4.III, στην τοποθεσία Jigele-Tantura Sokagi-Turk Mahalesi στη Λάρνακα και σήμερα κατέχονται και/ή κηδεμονεύονται από τον Καθ' ου η Αίτηση και/ή αντιπροσώπους του και/ή άλλους, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα και/ή λήφθηκε από όργανο που συστήθηκε παράνομα και/ή αντισυνταγματικά και/ή διαφορετικά.»

 

Με επιστολή, ημερομηνίας 9.8.2004, προς τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Κηδεμόνας), Υπουργό Εσωτερικών, οι αιτήτριες ζήτησαν την επιστροφή σ' αυτές της ακίνητης ιδιοκτησίας τους που βρίσκεται στη Λάρνακα και η οποία, όπως οι ίδιες αναφέρουν, έχουν παραχωρηθεί από τον Κηδεμόνα σε Ελληνοκυπρίους.

 

Ο Κηδεμόνας απέρριψε το αίτημα των αιτητριών και ειδοποίησε περί τούτου τις αιτήτριες με επιστολή ημερομηνίας 13.8.2004.

 

Λόγω της Τουρκικής Εισβολής και Κατοχής του 40% σχεδόν του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας οι αιτήτριες έφυγαν από την περιοχή που ελέγχετο από την Κυπριακή Δημοκρατία και μετακινήθηκαν στην περιοχή που ελέγχεται από τις δυνάμεις εισβολής όπου και κατοικούν από το έτος 1974 μέχρι και σήμερα.  Οι αιτήτριες στο γραπτό αίτημα τους ισχυρίζονται ότι εξαναγκάσθηκαν να μετοικήσουν διότι φοβούνταν για τη ζωή τους.

 

Η επιστολή της 13.8.2004 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητριών και η οποία ουσιαστικά είναι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως εξής:-

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημ. 9.8.04 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, η οποία διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών για αρμόδια εξέταση, σχετικά με το καθεστώς κηδεμονίας και διαχείρισης της περιουσίας των πελατών σας κ.κ. Zehra Kemal Ahmet και Nuray Kemal Ahmet από τα Περβόλια και τώρα κατοίκων της κατεχόμενης Κερύνειας και σας πληροφορώ ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, όλες οι Τ/Κ περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές, βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών, ο οποίος έχει εξουσία να τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων.

 

2.  Οι Τ/Κ ιδιοκτήτες των υπό κηδεμονία περιουσιών τους δεν έχουν δικαίωμα χρήσης των εν λόγω περιουσιών, γιατί, σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, αποκλείονται από την άσκηση των οποιωνδήποτε περιουσιακών τους δικαιωμάτων, μέχρι τη λήξη και/ή τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης, που δημιουργήθηκε λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.

 

3.  Συναφώς αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Τ/Κ Περιουσιών Νόμου, Αρ. 139/91, αναστέλλεται η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού, που οφείλεται στους ιδιοκτήτες των Τ/Κ περιουσιών, ενόσω υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.

 

4.  Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δεν μπορεί, στο στάδιο αυτό, να ικανοποιηθεί το αίτημα των πελατών σας, για απόδοση ελεύθερης κατοχής και χρήσης των περιουσιών τους, ενόσω υφίσταται και διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση.»

 

Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των αιτητριών προβάλλονται και αναπτύσσονται οι πιο κάτω λόγοι ακυρότητας της επίδικης απόφασης:-

 

(α)  Έλλειψη αιτιολογίας.

(β)  Έλλειψη δέουσας έρευνας.

(γ)  Πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.

(δ)  Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και

(ε)  Παραβίαση των Συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητριών και ειδικότερα του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

Ο δικηγόρος του καθ'ου η αίτηση Κηδεμόνα προβάλλει ως προδικαστική ένσταση τον ισχυρισμό ότι η επίδικη διοικητική απόφαση δεν είναι εκτελεστή και έτσι δεν είναι προσβλητή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Θεωρώ ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση του δικηγόρου του Κηδεμόνα δεν ευσταθεί.  Ο ισχυρισμός του βασίζεται στη θέση του ότι ο Κηδεμόνας δεν έχει αποφασιστική εξουσία να επιστρέψει στον ιδιοκτήτη την ακίνητη περιουσία του.  Τέτοια εξουσία, κατά τον Κηδεμόνα, έχει μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί είναι αυτό που κατά την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 139/91 αποφασίζει λήξη της «έκρυθμης κατάστασης».  Ο συλλογισμός αυτός δεν είναι ορθός.  Ο σχετικός νόμος δεν δίδει αρμοδιότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να διαχειρίζεται την Τουρκοκυπριακή ακίνητη περιουσία προς όφελος του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη.  Τέτοια εξουσία την δίδει στον Κηδεμόνα.  Με βάση τις διατάξεις του νόμου, ως σύνολο, έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει τα της διαχείρισης της Τουρκοκυπριακής ακίνητης ιδιοκτησίας περιλαμβανομένης και της επιστροφής της (της διαχείρισης) στον ιδιοκτήτη της κάτω από δοσμένες περιστάσεις.

 

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Θα εξετάσω τώρα τους λόγους ακύρωσης που προτείνουν οι αιτήτριες όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω:-

 

(α)  Έλλειψη αιτιολογίας

 

Έχω παραθέσει ήδη, πιο πάνω, την επίδικη απόφαση.  Είναι φανερό ότι σ' αυτή δίδεται επαρκής αιτιολογία που συνίσταται στα πραγματικά γεγονότα και ιδιαίτερα διότι η έκρυθμη κατάσταση, όπως την καθορίζει ο σχετικός νόμος, εξακολουθεί να υπάρχει όπως επίσης και το γεγονός ότι οι αιτήτριες έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Κερύνεια, περιοχή που δεν ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία.  Οι αιτήτριες, όπως οι ίδιες παραδέχονται, δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητριών ότι μετακινήθηκαν σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία, ένεκα φόβου για τη ζωή τους, και ότι εξαναγκάσθηκαν να το πράξουν δεν είναι δυνατό να αναιρέσουν την ισχύ της σχετικής νομοθεσίας.  Οι αιτήτριες, όπως και όλοι οι άλλοι Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής και της κατοχής.  Ο όρος «Τουρκοκύπριος» για τους σκοπούς του σχετικού νόμου (139/1991) περιορίζεται στους Τουρκοκυπρίους που δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπως και οι αιτήτριες.  Οι αιτήτριες, αν δεν προηγείτο η Τουρκική εισβολή και κατοχή δεν θα εγκατέλειπαν τις περιουσίες τους για να εγκατασταθούν στις υπό κατοχή περιοχές.  Αντικειμενικά δε οι περιουσίες αυτές παρέμειναν έκθετες και εγκαταλελειμμένες.  Ο σχετικός δε νόμος, μεταξύ άλλων, σκοπό είχε την προστασία τους.

 

Κατά συνέπεια καταλήγω ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι επαρκής και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου.

 

(β)  Έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητριών, τον οποίο επαναλαμβάνουν σε όλους τους λόγους ακύρωσης, ότι δεν είναι δυνατό να περιληφθούν στους Τουρκοκυπρίους που ηθελημένα εγκατέλειψαν τις περιοχές που ελέγχει η Δημοκρατία γιατί αυτές εξαναγκάσθηκαν, λόγω των γεγονότων που προτείνουν, να εγκαταλείψουν την περιουσία τους και να μεταβούν στις περιοχές που δεν ελέγχει η Δημοκρατία.  Βασίζουν δε το επιχείρημα τους αυτό στο προοίμιο του νόμου που έχει ως εξής:-

 

«Επειδή, συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία.»

 

Είναι ο ισχυρισμός τους ότι οι περιπτώσεις τους δεν περιλαμβάνονται στο Νόμο 139/91 γιατί αυτές δεν εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους «συνεπεία της μαζικής μετακίνησης» αλλά λόγω του φόβου για τη ζωή τους.

 

Σύμφωνα με τις σχετικές νομικές αρχές και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το προοίμιο του νόμου δεν μπορεί να αλλοιώσει ή να διαφοροποιήσει το κείμενο των ίδιων των διατάξεων του νόμου.  Είμαι της γνώμης ότι το θέμα θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και ιδιαίτερα την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 όσον αφορά την ερμηνεία των όρων «Τουρκοκύπριος», «τουρκοκυπριακή περιουσία» και «έκρυθμη κατάσταση».  Σκοπός του νόμου είναι η προστασία της τουρκοκυπριακής περιουσίας που εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες τους λόγω της μετακίνησης τους σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία.  Από τα γεγονότα που προτείνουν οι αιτήτριες προκύπτει το αναντίλεκτο γεγονός ότι οι αιτήτριες μετακινήθηκαν ως συνέπεια της Τουρκικής εισβολής και κατοχής.

 

(γ)  Πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητριών είναι ακριβώς οι ίδιοι που προέβαλαν για υποστήριξη και του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.  Ισχυρίζονται ότι πεπλανημένα εφάρμοσαν το Νόμο 139/1991 και ότι επίσης επλανήθηκαν ως προς τα γεγονότα.  Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι εξαναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στις περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία, λόγω φόβου για τη ζωή τους.  Όπως ήδη έχω αναφέρει, σκοπός του νόμου, μεταξύ άλλων, είναι η προστασία της περιουσίας που εγκαταλείφθηκε από τους Τουρκοκυπρίους με τη μετακίνηση τους σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία ως συνέπεια της Τουρκικής εισβολής.

 

Δεν έχω διακρίνει είτε πλάνη περί το νόμο είτε πλάνη περί τα πράγματα κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Στην υπόθεση Ahmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007, έχουν λεχθεί από το Νικολαΐδη, Δ. τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-

 

«Ο Νόμος 139/91 δεν βασίζεται στην έλλειψη δυνατότητας ελεύθερης διακίνησης.  Η ανάγκη προστασίας των εγκαταλειφθεισών λόγω της εισβολής περιουσιών, αλλά και της κάλυψης των αναγκών των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά την όποια χαλάρωση στην προηγουμένως ισχύουσα απαγόρευση.

 

Από τη στιγμή που οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Κηδεμόνα πηγάζουν από νομοθετική πρόνοια και εφαρμόζονται κατά ενιαίο τρόπο δεν τίθεται θέμα πλάνης.  Η ρύθμιση που έγινε είναι ένα αναγκαίο, προσωρινό μέτρο, το οποίο έπρεπε να ληφθεί κάτω από τις τραγικές συνθήκες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή.  Το γεγονός ότι η έκρυθμη κατάσταση διαρκεί για τόσα πολλά χρόνια δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ρύθμισης ως προσωρινού μέτρου, αφού ισχύει για όσο καιρό υπάρχει η κατοχή και η εξ αυτής προκύπτουσα έκρυθμη κατάσταση.  Ο Νόμος 139/91 δεν είχε σκοπό να θεσπίσει μόνιμους περιορισμούς ή να επιβάλει στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών.»

 

(Βλέπε: Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ. κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275)

 

Και ο λόγος αυτός ακύρωσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

(δ)  Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 

Ισχυρίζονται οι αιτήτριες ότι παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας γιατί ο Κηδεμόνας επέλεξε την επαχθέστερη λύση της μη επιστροφής της διαχείρισης της περιουσίας τους.

 

Δεν συμφωνώ με τους ισχυρισμούς και τις πιο πάνω θέσεις των αιτητριών.  Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει όπως μεταξύ του συγκεκριμένου μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση.  Τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειες της πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Επίσης όταν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων νόμιμων λύσεων πρέπει να προτιμήσει εκείνη που θα είναι λιγότερο επαχθής για τον πολίτη.  Παρατηρώ δε ότι, κατά τη νομολογία, επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτή είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.

 

Είμαι της γνώμης ότι στην παρούσα υπόθεση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω αρχές της αναλογικότητας.  Εδώ ο Κηδεμόνας δεν ήταν αντιμέτωπος με δύο νόμιμες λύσεις και κατ' εφαρμογή της αρχής να επιβάλλεται η αποφυγή λήψης της επαχθέστερης λύσης.

 

(ε)  Παραβίαση των Συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητριών και ειδικότερα του Άρθρου 23 του Συντάγματος

 

Είναι η θέση των αιτητριών ότι η δική τους περίπτωση δεν εμπίπτει στους όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς του εδαφίου 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το δικαίωμα της περιουσίας δεν τίθεται υπό περιορισμό ούτε κατά το Άρθρο 183.1 του Συντάγματος που προβλέπει «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης».  Καταλήγουν ότι οποιαδήποτε παρεμπόδιση ή περιορισμός του δικαιώματος τους επί της περιουσίας τους είναι αντισυνταγματικός.

 

Ο ισχυρισμός της αντίθεσης του νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν ευσταθεί.  Η Δημοκρατία βρέθηκε αντιμέτωπη με την καταστροφή λόγω των συνεπειών τους τουρκικής εισβολής.  Η μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων και η εγκατάλειψη από αυτούς των περιουσιών τους στις περιοχές που ελέγχονται από το Κράτος επέβαλλε την ανάγκη αυτές να προστατευθούν προς όφελος των ιδιοκτητών τους.  Η θέσπιση του σχετικού νόμου ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.  Με το άρθρο 6 του νόμου δόθηκε στον Κηδεμόνα η διαχείριση και ο έλεγχος των περιουσιών που είχαν εγκαταλειφθεί.  Στην υπόθεση Ahmet Mulla Suleyman (πιο πάνω) έχουν λεχθεί για το θέμα τα εξής τα οποία και υιοθετώ:-

 

«Οι διατάξεις του άρθρου 6 δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.  Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος.  Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και για τους σκοπούς που είπαμε πιο πάνω, στον Κηδεμόνα (βλέπε και Αλή Κιαμίλ ν. Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 133/2005, ημερ. 19.1.2007).  Απλώς το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς, που συνάδουν με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.

 

Η αναγκαιότητα της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα με σκοπό την προστασία τους βάσει του δικαίου της ανάγκης, αναλύθηκε και στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ. κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275.»

 

Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ. (πιο πάνω) το Εφετείο κατέληξε ότι το άρθρο 2 του Νόμου δεν καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης.

 

Στη σελίδα 1282 της πιο πάνω απόφασης του Εφετείου αναφέρονται και τα εξής:-

 

«Η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης.  Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας.  Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.»

 

(Βλέπε επίσης: Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077)

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα εναντίον των αιτητριών.

 

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο