ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 57/2005)

 

9 Μαίου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Έλλη Χριστοφίδου (αιτήτρια) αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.), με την οποία η Μαρία Καρακώστα (ενδιαφερόμενο μέρος) προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες.

 

(α) Τα γεγονότα.

Για την πλήρωση της μόνιμης θέσης Ανώτερου Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι προάξιμες ήταν μόνο η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθως ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών συνέστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού στηρίχθηκε στην πενθήμερη μετεκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκου (Ε.Ο.Φ.) Ελλάδας, η οποία προσέδιδε, κατά τον ίδιο, υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων. Η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος και το επέλεξε για προαγωγή.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η πιο πάνω επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί,

 

(i)                 Η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε με παράνομη σύνθεση,

(ii)               Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ήταν παράνομη,

(iii)             Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν προσοντούχο,

(iv)              Η κρίση της Ε.Δ.Υ. για την αρχαιότητα των υποψηφίων είναι λανθασμένη,

(v)                Υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα,

(vi)              Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης,

(vii)            Παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης,

(viii)          Παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης,

(ix)              Παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και

(x)                Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

 

(i)     Η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. ήταν παράνομη.

Η έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης έγινε από την Ε.Δ.Υ. στις 8/6/2004. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, κατά την πιο πάνω συνεδρία απουσίαζε το μέλος της Ε.Δ.Υ. Α. Κενεβέζος, ο οποίος εμφανίστηκε στην επόμενη κρίσιμη συνεδρία της 15/9/2004 όταν έγινε η αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λήφθηκε η σύσταση του Διευθυντή και αποφασίστηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε να λάβει έγκυρη απόφαση κατά τη δεύτερη συνεδρία, με τη συμμετοχή του Α. Κενεβέζου, γιατί δεν επαναλήφθηκε από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε στην πρώτη συνεδρία και ούτε προκύπτει ότι ο Α. Κενεβέζος είχε ενημερωθεί για τις αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την απουσία του, οι οποίες δεν αφορούσαν προκαταρκτικά ζητήματα, αλλά σημαντικά και ουσιαστικά θέματα που άσκησαν επιρροή στην έκδοση της τελικής πράξης. Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99,

 

     "22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης."

 

 

΄Οπως προκύπτει από τα πρακτικά της εναρκτήριας συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. της 8/6/2004 και επισημαίνεται ορθά από τους δικηγόρους της καθ'ης η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, επρόκειτο για συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά ζητήματα όπως η επιβεβαίωση ότι η επίδικη θέση ήταν κενή και ότι δεν είχε υποβληθεί έγκαιρη πρόταση της αρμόδιας αρχής για την πλήρωσή της και ότι η Ε.Δ.Υ. θα προχωρούσε στην πλήρωσή της σε μεταγενέστερο χρόνο. Επομένως κάτω από τις περιστάσεις δεν απαιτείτο να επαναληφθεί στην κρίσιμη συνεδρία της 15/9/2004 η διαδικασία και η συζήτηση που έλαβε χώρα στις 8/6/2004 απουσιάζοντος του                        Α. Κενεβέζου.

 

 

 

 

 

(ii)      Η διαδικασία που ακολούθησε η Ε.Δ.Υ. ήταν λανθασμένη και παράνομη.

 

 Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. παράνομα ενέπλεξε το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών στη διαδικασία, γιατί το εν λόγω πρόσωπο είχε την ιδιότητα και της "αρμόδιας αρχής" όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου 1/90, και εφόσον στην παρούσα περίπτωση η αρμόδια αρχή παρέλειψε να υποβάλει έγκαιρα πρόταση για την πλήρωση της επίδικης θέσης, απώλεσε τη γνωμοδοτική αρμοδιότητά της και η Ε.Δ.Υ. κατέστη αποκλειστικά υπεύθυνη να τροχιοδρομήσει τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης βάσει των προνοιών του άρθρου 29(3) του Ν. 1/90, με αποτέλεσμα η παρουσία και η σύσταση του Διευθυντή να συνιστά παράβαση τόσο του άρθρου 29(3) όσο και του άρθρου 21(1) του Ν. 158(Ι)/99, ως παρουσία μη εξουσιοδοτημένου προσώπου στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν ευσταθεί. Το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος για τους υπαλλήλους του οποίου, όπως και κάθε Τμήματος που υπάγεται σε αυτό, ο Νόμος (άρθρο 2(στ) Ν. 1/90) καθορίζει ως αρμόδια αρχή τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου. Επομένως η Ε.Δ.Υ. ακολούθησε την ορθή διαδικασία καλώντας το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, ως Προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο υφίστατο η κενή θέση, για να υποβάλει συστάσεις μέσα στα πλαίσια του άρθρου 35(4) του Ν. 1/90. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι το παράπονο της αιτήτριας στρέφεται κατά της διαδικασίας με βάση την οποία επιζητεί την προαγωγή της. Πρόκειται ασφαλώς για περίπτωση ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (βλ. Σαββίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249).

 

(iii) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν προσοντούχο.

Σύμφωνα με την παράγραφο (3) των "Απαιτούμενων Προσόντων" της επίδικης θέσης, ο διεκδικητής της πρέπει να διαθέτει "Πολύ καλή Γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής Γλώσσας". Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθεταν κατά τεκμήριο την πολύ καλή γνώση της αγγλικής, γιατί κατείχαν τα πιστοποιητικά G.C.E. O' Level με βαθμό (C) η πρώτη και T.O.E.F.L. με βαθμό (557) η δεύτερη. Η αιτήτρια, με σχετική αναφορά σε ιστοσελίδα των εξετάσεων T.O.E.F.L. στο διαδίκτυο, υπέβαλε ότι τα επί μέρους αποτελέσματα του ενδιαφερόμενου μέρους στο γραπτό σκέλος (Test of Written English) της συγκεκριμένης εξέτασης (2.5) δεν αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αλλά αντίθετα υποδηλώνει κακή γνώση αυτής και εφόσον δεν υπήρχαν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά για την επάρκεια των γνώσεων του ενδιαφερόμενου μέρους στην αγγλική, η Ε.Δ.Υ. όφειλε να οργανώσει προφορική ή και γραπτή εξέταση για να καταλήξει στα δικά της συμπεράσματα. Δεν το έπραξε, γεγονός που συνιστά παράλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα.

 

Η εισήγηση της αιτήτριας δεν είναι αποδεκτή. Τα προσόντα που διαθέτουν οι υποψήφιοι δεν μπορούν να σταθμίζονται πρωτογενώς από το Δικαστήριο. Η διερεύνησή τους και η διαπίστωση κατά πόσο οι υποψήφιοι τα κατέχουν ή όχι ανάγεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Θεοδοσιάδου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 143 και Κουνούνα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1171).

 

Στην προκείμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της τα πιστοποιητικά T.O.E.F.L. του ενδιαφερόμενου μέρους και G.C.E. της αιτήτριας. Με βάση τα "αποδεκτά τεκμήρια" που καθορίστηκαν από την ίδια την Ε.Δ.Υ. με σχετική εγκύκλιο της σχετικά με τη γνώση της αγγλικής γλώσσας σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας δημοσίων θέσεων επίπεδα, το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής πληρούσαν οι κάτοχοι μεταξύ άλλων διπλωμάτων, του G.C.E.   O' Level με βαθμό "C" και άνω και T.O.E.F.L. με βαθμό 550 και άνω. Επομένως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι και οι δύο υποψήφιες ήταν προσοντούχες, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

(iv)Η αρχαιότητα των διαδίκων.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν διοριστεί στη θέση του Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού την ίδια ημερομηνία, την 1/12/1978. Υπήρχε μια οριακή διαφορά αρχαιότητας υπέρ της αιτήτριας, αναγόμενη στην ημερομηνία γέννησης, την οποία δεν παρέλειψαν να αναφέρουν ο Διευθυντής στη σύστασή του και η Ε.Δ.Υ. κατά την τελική επιλογή της. Όμως η αιτήτρια αμφισβητώντας τα πιο πάνω δεδομένα υποστηρίζει ότι η ημερομηνία πρώτου διορισμού της είναι η 1/8/1978, με αποτέλεσμα να αποκτά έκδηλο προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο στοιχείο της αρχαιότητας.

 

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η ημερομηνία στην οποία αναφέρεται η αιτήτρια αφορά προσωρινή υπηρεσία στο Υπουργείο Υγείας ως Φαρμακοποιός Κάτω Πύργου. Η αρχαιότητα της όμως υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία διορισμού της στη μόνιμη θέση του Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού 1ης Τάξης, όπως ονομαζόταν τότε, από την 1/12/1978, όπως επιβεβαιώνεται από όλα τα έγγραφα του προσωπικού φακέλου της. Επειδή όμως κατά την ίδια ημερομηνία είχε διοριστεί και το ενδιαφερόμενο μέρος, η μεταξύ τους αρχαιότητα κρίθηκε με βάση την ημερομηνία γέννησης, με αποτέλεσμα να καθίσταται οριακής σημασίας, ιδίως ενόψει της ισοδυναμίας τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις και του προβαδίσματος του ενδιαφερόμενου μέρους στα προσόντα. Σύμφωνα δε με την κρατούσα νομολογιακή άποψη, όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι πολύ ευρεία με αποτέλεσμα ακόμα και ουσιαστική αρχαιότητα να μην αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα (Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998)                3 Α.Α.Δ. 112, Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 και Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468). Με βάση τα πιο πάνω η αξιολόγηση της αρχαιότητας της αιτήτριας, τόσο στη σύσταση του Διευθυντή όσο και στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν λογικά εφικτή.

 

(v)  Πλάνη περί τα πράγματα.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα έδωσε βαρύτητα στην πενθήμερη μετεκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους στο Κτηνιατρικό Τμήμα του Ε.Ο.Φ. Παραθέτοντας δε μια σειρά από επιχειρήματα ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο της συγκεκριμένης μετεκπαίδευσης ήταν "μηδαμινής αξίας" και ότι και η ίδια η αιτήτρια είχε ζητήσει κατά τον ουσιώδη χρόνο να παρακολουθήσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία.

 

Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Από το υλικό των φακέλων δεν προκύπτει ότι εισχώρησε πλάνη στη διαδικασία λήψης της απόφασης.

 

Η αιτήτρια, ενώ προσπαθεί να εκμηδενίσει την αξία της μετεκπαίδευσης του ενδιαφερόμενου μέρους με διάφορα επιχειρήματα, αναφέρει ταυτόχρονα ότι και η ίδια "επανειλημμένως και επίμονα ζητούσε να της παραχωρηθεί το δικαίωμα για μετεκπαίδευση, αλλά το σχετικό της αίτημα δεν ικανοποιήθηκε ποτέ" και ότι "τελικά εκπαιδεύτηκε και αυτή στον Ε.Ο.Φ. (26/7/2004 έως 30/7/2004) αλλά με δικά της έξοδα και χρησιμοποιώντας την άδειά της". Από τη σχετική βεβαίωση του Ε.Ο.Φ. προκύπτει ότι το πρόγραμμα αυτό συμπεριλάμβανε θέματα ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα, την αμοιβαία - κεντρική διαδικασία έγκρισης Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων, διοικητικό έλεγχο και ενημέρωση CTS - Eudratrack και αξιολόγηση φακέλων. Επομένως, παρά τη σύντομη χρονική διάρκεια του, το πιο πάνω πρόγραμμα παρείχε εκπαίδευση κάθε άλλο παρά ασήμαντη και αναμφίβολα βοηθητική για την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης, αφού και η ίδια η αιτήτρια επιθυμούσε έντονα και έτυχε, αργότερα βέβαια, της ίδιας επιμόρφωσης. Η βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί ως εξής στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374:

 

     "Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής· και αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων."

 

 

Κάτω από τις περιστάσεις δεν ήταν υπέρμετρη, ούτε έξω από τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. η βαρύτητα που δόθηκε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είχε παρακολουθήσει το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

(vi)- (ix)  Παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της ισότητας.

 

Έχουν υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας διάφοροι ισχυρισμοί για παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της ισότητας, γιατί ο Διευθυντής ενεργώντας μεροληπτικά σε βάρος της, δεν της έδωσε την ευκαιρία να μεταβεί στον Ε.Ο.Φ. για εκπαίδευση και δεν υπέβαλε έγκαιρα πρόταση για την πλήρωση της επίδικης θέσης, με απώτερο σκοπό να αποκτήσει το ενδιαφερόμενο μέρος το απαραίτητο πιστοποιητικό T.O.E.F.L. και να διεκδικήσει την προαγωγή. Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. αδικαιολόγητα και αυθαίρετα έλαβε υπόψη τη μεροληπτική σύσταση του Διευθυντή και ενεργώντας το ίδιο κακόπιστα επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος στηριζόμενη αποκλειστικά στην υπεροχή του λόγω της εκπαίδευσης του στον Ε.Ο.Φ.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας, που αποδίδουν σκοπιμότητα στο Διευθυντή και την Ε.Δ.Υ., εκτός του ότι όπως παρατηρήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν πρέπει να εγείρονται τόσο εύκολα χωρίς κανένα υπόβαθρο (βλ. Uddin v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 32/2006 της 9/1/2007 και Kabir v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 204/2006 της 19/12/2006), παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Τα γεγονότα που επικαλείται η αιτήτρια για εσκεμμένη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας πλήρωσης, καθώς και η ισχυριζόμενη άρνηση του Διευθυντή να ανταποκριθεί στο αίτημά της για παρακολούθηση του προγράμματος του Ε.Ο.Φ., παρέμειναν απλώς στη σφαίρα των ισχυρισμών. Στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176 έχει λεχθεί ότι, "η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων". Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(x)    Έλλειψη αιτιολογίας.

Με τον τελευταίο λόγο η αιτήτρια αμφισβητεί την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, με αναφορά και πάλι σε "ανύπαρκτο βάθρο" σχετικά με το πιστοποιητικό γνώσης της αγγλικής και την εκπαίδευση στον Ε.Ο.Φ. Οι συνήγοροι των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους απαντούν ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε, ως όφειλε, έκδηλη υπεροχή και γι' αυτό η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία της απόφασης σημειώνεται από την Ε.Δ.Υ. στα πρακτικά της και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων από το οποίο δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπεροχή της αιτήτριας πέραν του οριακού προβαδίσματος αρχαιότητας λόγω ημερομηνίας γέννησης. Οι υποψήφιες ήταν ισοδύναμες στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πρόσθετη εκπαίδευση του Ε.Ο.Φ. που εκτιμήθηκε ανάλογα και είχε υπέρ της τη διευθυντική σύσταση.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και £500 υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                               Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο