ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 718/2005)
30 Απριλίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MARIFEL NILO ANTONINO,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α. Μάγος, για την Αιτήρια.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια ζητά:-
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 12/4/05 να εγκαταλείψει την Κύπρο καθ' ότι δεν δικαιολογείται η αλλαγή εργοδότησης της είναι άκυρος, παράνομη και εστερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, ήλθε στην Κύπρο στις 24/10/2004, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένη εργοδότρια, στη Λευκωσία. Της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 24/10/2008. Την 1/1/2005, εγκατέλειψε το χώρο εργασίας της και, στις 7/1/2005, υπέβαλε στην Υπηρεσία Βιομηχανικών Σχέσεων παράπονο εναντίον της εργοδότριάς της, ενώ ο συνήγορός της, με δική του επιστολή προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ζήτησε όπως της επιτραπεί να εργοδοτηθεί από άλλο εργοδότη, ο οποίος είχε ήδη εξευρεθεί.
Η διερεύνηση του παραπόνου της αιτήτριας, η οποία έγινε από το Επαρχιακό Γραφείο της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων Λευκωσίας, στην παρουσία και των δύο πλευρών, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η εργοδότρια, λόγω άγνοιας του Νόμου, είχε απασχολήσει την αιτήτρια δυο - τρεις φορές στο κατάστημα που διατηρούσε, καθώς και ότι της όφειλε ποσό £35,00, δηλαδή μισθό μιας εβδομάδας. Στη συνέχεια, το θέμα παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών, (η «Επιτροπή»), όπου και εξετάστηκε στις 9/3/2005. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρχε στην ουσία εργατική διαφορά και εισηγήθηκε όπως η αιτήτρια κληθεί να αναχωρήσει από την Κύπρο, η δε εργοδότρια να παρουσιάσει αποδείξεις Κοινωνικών Ασφαλίσεων και να της γίνει σχετική παρατήρηση. Η εισήγηση της Επιτροπής υιοθετήθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία και απέστειλε στους συνηγόρους της αιτήτριας την πιο κάτω επιστολή, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής:-
«Αναφορικά με την εργατική διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ της αλλοδαπής Marifel Nílo Antonino, και της εργοδότριας της κ. Χριστίνας Χρυσάνθου, σας πληροφορούμε ότι η Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών εξέτασε το όλο θέμα στη συνεδρία της ημερομηνίας 9/03/05.
Μετά από εισήγηση της Επιτροπής, η Διευθύντρια αποφάσισε όπως η αλλοδαπή αναχωρήσει από την Κύπρο, αφού στην περίπτωση της δεν δικαιολογείται η αλλαγή εργοδότη.
Παρακαλώ όπως ενημερώσετε την πελάτιδα σας για την πιο πάνω απόφαση και όπως την πληροφορήσετε ότι σε περίπτωση που δεν αναχωρήσει από την Κύπρο σε 15 ημέρες, το Τμήμα μας θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την απέλασή της.»
Η αιτήτρια δεν έφυγε από την Κύπρο και το όνομά της, από 17/6/2005, τοποθετήθηκε στον κατάλογο αναζητουμένων ατόμων που διαμένουν παράνομα στην Κύπρο.
Με τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση, εγείρεται προδικαστικά ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα και, ως τέτοια, δεν είναι δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως. Είναι η θέση τους ότι, μέχρι τη λήψη μέτρων εναντίον της αιτήτριας, δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» έχει επεξηγηθεί στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, όπου αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 31)
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125).»
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236-237, για το ίδιο θέμα, αναφέρονται τα εξής:-
«Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής διά της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις.»
Στην παρούσα υπόθεση, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, θεωρώ ότι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έχει συντελεστεί. Με αυτή, η άδεια παραμονής της αιτήτριας, ουσιαστικά, τερματίστηκε και η ίδια κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο. Οι λόγοι, για τους οποίους εγκατέλειψε το χώρο εργασίας της, κρίθηκε ότι δεν αποτελούσαν εργατική διαφορά, ώστε να δικαιολογείται αλλαγή εργοδότη. Με την απόφαση, απορρίφθηκε και το αίτημα αυτό. ΄Εχουν, συνεπώς, παραχθεί για την αιτήτρια τα έννομα αποτελέσματα που καθιστούν την πράξη εκτελεστή.
Προχωρώ, στη συνέχεια, να εξετάσω την προσφυγή στην ουσία της. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τους λόγους ακυρότητας, όπως αυτοί διατυπώνονται στην προσφυγή, ως και την επιχειρηματολογία γι' αυτούς, που περιέχεται στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της αιτήτριας:-
«Η Αίτηση αυτή βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:-
[α] Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αυθαίρετη δεν είναι καλόπιστη σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
[β] Οι καθ' ων η αίτηση παραβίασαν τα δικαιώματα της αιτητρίας τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις.
[γ] Οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
[δ] Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.
[ε] Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή εστηρίχθη περί πεπλανημένων κριτηρίων και/ή βάσεως και/ή βάση ψευδών γεγονότων.
[στ] Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει κατάφορα τη φυσική δικαιοσύνη.
[ζ] Η Αιτήτρια επιφυλάσσεται να προσθέσει και/ή να διαφοροποιήσει τους νομικούς λόγους της Προσφυγής της σε μεταγενέστερο στάδιο.»
«Β. ΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
1. Η απόφαση τους λήφθηκε χωρίς καμία έρευνα και στηρίχθηκε σε αναληθή και/ή πλημμελή γεγονότα. Τούτο επίσης διαπιστώνεται και από τα στοιχεία των φακέλων.
2. Οι καθ' ων η αίτηση αγνόησαν και/ή δεν έλαβαν υπόψη τα γεγονότα και τα στοιχεία για την Αιτήτρια και ουδεμία έρευνα έκαμαν διά να εξακριβώσουν την αλήθεια, ως είχαν υποχρέωση και να της δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία στην Αιτήτρια.
3. Ουδεμία αιτιολογία δίδουν γιατί δεν έλαβαν υπόψη τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία για την Αιτήτρια και ουσιαστικά επλανήθησαν τόσον για τα πραγματικά γεγονότα όσον και για τον νόμο [Πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο].
4. Η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση λήφθηκε διά αλλότριους και/ή εκδικητικούς λόγους και με φανερή παράβαση των νόμων, των αρχών της χρηστής Διοίκησης και των κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης.
5. Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση εφόσον ήταν επιβλαβής και/ή δυσμενής και/ή αρνητική για την Αιτήτρια, έχρηζε ιδιαίτερης και/ή ειδικής δικαιολογίας και/ή αιτιολογίας και/ή έρευνας, πράγμα που δεν έγινε.
6. Η Αιτήτρια δεν κλήθηκε ενώπιον τους για να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις και/ή να παρουσιάσει την θέση της.
7. Είναι φανερό ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν άσκησαν καλώς και/ή καταχράστηκαν την σε αυτούς εμπιστευθείσα εξουσία. Η δε απόφαση τους είναι προϊόν πλάνης περί τον νόμο, αμέλειας να προβούν σε έρευνα των γεγονότων [πλάνη περί τα πράγματα].»
Με την αιτούμενη θεραπεία, εκείνο που προσβάλλεται είναι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να καλέσουν την αιτήτρια να εγκαταλείψει την Κύπρο εντός 15 ημερών, οι λόγοι, όμως, για τους οποίους η αιτήτρια εισηγείται την ακύρωση, είναι, στην ουσία, γενικοί και ατεκμηρίωτοι. Είναι καλά νομολογημένο ότι ισχυρισμός για εμφιλοχώρηση πλάνης θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή. Εδώ δεν έχει γίνει καν αναφορά σε ο,τιδήποτε το συγκεκριμένο, που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό περί πλάνης - (Παπαδόπουλος ν. Δ/ντή Τμήμ. Εσ. Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262, 267). Η διαπίστωση, βέβαια, πλάνης ως προς συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός δε συνεπάγεται αυτόματα και ακυρότητα. Για την επιτυχία τέτοιου ισχυρισμού, η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, να έχει, δηλαδή, επιδράσει στην τελική κρίση του διοικητικού οργάνου - (Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43) - κάτι που εδώ δε συμβαίνει.
Ατεκμηρίωτοι είναι και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε σχέση με την έρευνα, η οποία, υπό τα περιστατικά της παρούσης, ήταν επαρκής. Η Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης είχε ενώπιόν της το πόρισμα του κατά νόμο αρμόδιου οργάνου - της Επιτροπής - το οποίο η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε και από το οποίο προέκυπτε ότι ο λόγος που αυτή εγκατέλειψε την εργασία της δεν οφειλόταν σε εργατική διαφορά, η οποία, εάν διαπιστωνόταν, ενδεχόμενα, να δικαιολογούσε την παραχώρηση άδειας για αλλαγή εργοδότη. Η άνευ λόγου εγκατάλειψη του χώρου εργασίας δε δικαιολογούσε πλέον παραμονή της αιτήτριας στην Κύπρο. Η άδειά της αφορούσε συγκεκριμένο τόπο εργασίας, τον οποίο η ίδια εγκατέλειψε, χωρίς βάσιμο λόγο.
Γενικός, ατεκμηρίωτος και, εν πολλοίς, άδικος είναι και ο ισχυρισμός για προκατάληψη και ότι η απόφαση λήφθηκε για αλλότριους και/ή εκδικητικούς λόγους. ΄Εχει, κατ' επανάληψη, λεχθεί ότι τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να τεκμηριώνονται με βεβαιότητα και με συγκεκριμένα στοιχεία - (Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28).
Το ίδιο ισχύει και για τους ισχυρισμούς για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Το παράπονο της αιτήτριας ότι δεν κλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση για να ακουστεί και να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις, επίσης, δεν ευσταθεί. Δεν επιβαλλόταν στους καθ' ων η αίτηση να καλέσουν την αιτήτρια, η οποία κλήθηκε και ακούστηκε κατά τη διερεύνηση του παραπόνου της από την Υπηρεσία Βιομηχανικών Σχέσεων.
Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση κατόπιν ορθής εκτίμησης των στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £300,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ