ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 352/2006)
30 Απριλίου, 2007
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Ελ. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσωπικά, ζητείται η εξής θεραπεία:-
«Πιστεύω ότι η διάκριση που γίνεται μεταξύ των Ε.Κ. επαναπατριζομένων και Τ.Κυπρίων βάσει του άρθρου 28 του συντάγματος είναι παράνομη. Δεν γίνεται εμείς να επιδοτούμαστε με £450 και οι Τ.Κ. να παίρνουν ολόκληρο το ποσό για τα αγγλόφωνα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης συμπεριλαμβανομένων και των βιβλίων.»
Δεν αναγράφονται νομικά σημεία, αναφέρονται όμως ως γεγονότα τα κάτωθι:-
«Βάσει της επιστολής του Υπουργείου Παιδείας μου κοινοποιείται ότι παίρνω £450 για κάθε παιδί που φοιτά σε Αγγλόφωνο σχολείο. Εξ όσων γνωρίζω οι Τ.Κύπριοι οι οποίοι είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας δικαιούνται ολόκληρο το ποσό βάσει απόφασης του Υπουργικού. Παρακαλώ το Σεβαστό δικαστήριο όπως αποδώσει δικαιοσύνη γιατί αυτή η διάκριση βάσει και του άρθρου 28 του συντάγματος είναι παράνομη.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, που δίδονται με την ένσταση των καθ' ων η αίτηση και δεν αμφισβητούνται, το Υπουργικό Συμβούλιο, με διάφορες αποφάσεις του, από το 1999 μέχρι το 2003, υιοθέτησε την επιχορήγηση των διδάκτρων παιδιών Κυπρίων αποδήμων επαναπατρισθέντων που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης, νοουμένου ότι πληρούνται καθορισμένα κριτήρια. Η υιοθέτηση του θεσμού βασίστηκε στη διαπίστωση ότι, τις περισσότερες φορές, τα παιδιά αυτά προέρχονται από σχολεία του εξωτερικού, στα οποία η γλώσσα διδασκαλίας δεν είναι η Ελληνική και δε θα μπορούν να φοιτήσουν σε δημόσια σχολεία, όπου η παιδεία παρέχεται δωρεάν, με επακόλουθο την οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών τους.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολή του ημερομηνίας 12/12/2003, ενημέρωσε τους διευθυντές ιδιωτικών σχολείων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης τα ακόλουθα:-
«1. Το Υπουργικό Συμβούλιο με τις Αποφάσεις του με αριθμούς, 50.414 ημερ. 8/10/99, 50.851 ημερ. 17/12/99, 51.454, ημερ. 22 & 23/3/2000, 56.223 ημερ. 31/7/02 και 57.499, ημερ. 13/3/03, αποφάσισε συνοπτικά τα ακόλουθα:
'Χωρίς υπέρβαση του αριθμού των 150 παιδιών ετησίως, εγκρίνεται η επιχορήγηση των διδάκτρων, με ποσό £450,00 λιρών, για κάθε παιδί Επαναπατρισθέντων Κυπρίων Αποδήμων που φοιτούν στο τρέχον έτος σε Γυμνασιακή ή Λυκειακή τάξη εγγεγραμμένων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Ιδιωτικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης ή στην έβδομη τάξη εγγεγραμμένων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Ιδιωτικών Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης και που προέρχονται από σχολεία της αλλοδαπής, των οποίων η γλώσσα διδασκαλίας δεν είναι η ελληνική και με την άφιξη τους στην Κύπρο άρχισαν, άμεσα, να φοιτούν:
(α) σε Γυμνασιακές ή Λυκειακές τάξεις Ιδιωτικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένα στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ή
(β) στην ΄Εβδομη Τάξη Ιδιωτικών Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένα στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με την προϋπόθεση ότι:
(ι) τα εν λόγω σχολεία δίδουν βεβαίωση ότι ο/η μαθητής/τρια που φοιτά/φοίτησε στην έβδομη (7η) τάξη του δικαιούται να εγγραφεί/εγγράφηκε, την επόμενη σχολική χρονιά, στη δευτέρα (Β΄) τάξη εγγεγραμμένων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Ιδιωτικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και
(ιι) αν ο/η μαθητής/τρια φοιτήσει/φοίτησε την επόμενη σχολική χρονιά στην πρώτη (Α΄) τάξη εγγεγραμμένου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Ιδιωτικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης, δεν θα δοθεί οποιαδήποτε χορηγία για την τάξη αυτή.»
Ο αιτητής, επαναπατρισθείς από την Αυστραλία, του οποίου τα δύο παιδιά φοιτούσαν τη σχολική χρονιά 2003 - 2004 στη δεύτερη και τέταρτη τάξη της Ιδιωτικής Σχολής "The American Academy Limassol", μετά που έλαβε γνώση των πιο πάνω, υπέβαλε αίτηση για επιχορήγηση των διδάκτρων και των δύο παιδιών του.
΄Ολες οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν εξετάστηκαν και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, απέστειλε καταλόγους τόσο για τους δικαιούχους όσο και για τους μη δικαιούχους της επιχορήγησης. Ο αιτητής ήταν μεταξύ αυτών που κρίθηκαν δικαιούχοι και του επιδόθηκε η πιο κάτω επιστολή ημερομηνίας, 7/12/2005:-
«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για επιχορήγηση με το ποσό των £900 των διδάκτρων των παιδιών σας Λάζαρου & Φωτεινής που φοίτησαν τη σχολική χρονιά 2003-2004 στις 2α & 4η τάξεις του εγγεγραμμένου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Ιδιωτικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης American Academy L'ssol εξετάστηκε ... και ΕΓΚΡΙΘΗΚΕ ..»
Με τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστικά ότι η προσφυγή δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη, δε βασίζεται σε νομικά σημεία, τα δε γεγονότα της είναι γενικής φύσεως και δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένη απόφαση. Τέλος, το αιτητικό της είναι αόριστο και δεν προκύπτει με σαφήνεια η θεραπεία η οποία ζητείται.
Σε συμφωνία με τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, παρατηρώ ότι το αιτητικό της προσφυγής είναι γενικό, έτσι που να δίδεται η εντύπωση ότι δεν προσβάλλεται συγκεκριμένη διοικητική απόφαση. ΄Ομως, έχοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στην προσφυγή και στην επιστολή που απεστάλη από τους καθ' ων η αίτηση στον αιτητή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα γεγονότα αφορούν στην επιστολή με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι η επιχορήγηση που του εγκρίθηκε ανέρχεται στο ποσό των £450.00 για το κάθε παιδί του που φοιτά σε αγγλόφωνο σχολείο. Δεδομένου ότι ο αιτητής δεν εκπροσωπείται από συνήγορο, αλλά έχει ο ίδιος συντάξει και καταχωρίσει την προσφυγή, θεωρώ ότι, με αυτήν, προσβάλλεται η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 7/12/2005. Επίσης, παρά την έλλειψη παράθεσης στην προσφυγή νομικών σημείων, πιστεύω ότι το αιτητικό της, μαζί με τα όσα αναφέρονται ως η βάση των γεγονότων, καταδεικνύουν ότι το νομικό σημείο που εγείρεται δεν είναι άλλο από την παραβίαση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος.
Ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι η απόφαση πάσχει, ως αντίθετη με τα αποφασισθέντα από το Υπουργικό Συμβούλιο - δε θα μπορούσε, άλλωστε, να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, γιατί αυτό θα προσέκρουε στην αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εφόσον γνώριζε ότι το μέγιστο ποσό της επιχορήγησης ήταν £450,00 για κάθε παιδί - αλλά ότι η μη επιχορήγηση από το Κράτος με το ίδιο ποσό χρημάτων για τα παιδιά των Ελληνοκυπρίων επαναπατριζομένων, που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, και για τους Τουρκοκύπριους συμμαθητές τους συνιστά παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας. Ισχυρίζεται ότι, για κάθε σχολικό έτος, οι Τουρκοκύπριοι μαθητές των εν λόγω σχολείων επιδοτούνται με ολόκληρο το ποσό των διδάκτρων και τους δίδονται τα βιβλία δωρεάν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι επιδοτούνται μόνο με ποσό £450,00.
Δε θα με απασχολήσει κατά πόσο η διαφοροποίηση που γίνεται μπορεί να δικαιολογηθεί, στη βάση διαφορετικότητας που υπάρχει μεταξύ των μαθητών των δύο κατηγοριών, όπως ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση, αφού το ζητούμενο εδώ είναι εάν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα των αποφασισθέντων από το Υπουργικό Συμβούλιο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να οδηγηθεί στην αποδοχή της.
Η νομολογία στο ζήτημα αυτό έχει ταχθεί υπέρ της άποψης ότι, εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου.
Πολύ αναλυτικά, στην υπόθεση Dias United Publ. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία διακρίθηκε η Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 556-557)
«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. ΄Οπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής
'δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ...', ο δε 'έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία'.
Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:
'Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι «η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μή εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ' αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας».'»
(σελ. 557-558)
« Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.»
(σελ. 558):-
«Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελ. 99:
'΄Ενατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.'»
΄Εχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν υπάρχουν περιθώρια επιτυχίας της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £300,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ