ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1477/2005)

 

4 Απριλίου 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ,

Αιτητές

- ν. -

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση

---------------------------

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές.

Α. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου απευθύνθηκε, με επιστολή ημερ.        24 Φεβρουαρίου 2004, στους αιτητές τους οποίους πληροφόρησε ότι (α) με βάση το άρθρο 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε), όφειλαν ως αδειούχοι του σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ να καταβάλουν στην Αρχή το 0,5% επί των εσόδων τους από τις διαφημίσεις που προέβαλαν στο πρόγραμμα τους• και (β) επιπλέον όφειλαν να συμμορφωθούν με τον Κανονισμό 45 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), ειδικότερα την παράγραφο (5) σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής των τελών ... επιβάλλεται τόκος 9%  επί  των οφειλομένων ποσών».  Η επιστολή συνέχιζε ως εξής:

«Η Αρχή, επανειλημμένα σας είχε ειδοποιήσει γραπτώς σχετικά με τη μη συμμόρφωσή σας με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών και σας ζήτησε όπως προβείτε άμεσα με την υποβολή των σχετικών καταστάσεων και καταλόγων και την καταβολή των ανάλογων τελών.

 

Αντί αυτού, μετά λύπη μας παρατηρούμε ότι εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρή εκκρεμότητα και καθυστέρηση, όσον αφορά στις πιο πάνω υποχρεώσεις του σταθμού σας και στην αναμενόμενη συμμόρφωσή σας με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.  Ως εκ τούτου, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προέβη στον υπολογισμό των εσόδων του σταθμού σας, από τις διαφημίσεις, για τις χρονικές περιόδους όπως καταγράφονται στη συνημμένη κατάσταση, βασιζόμενη στις πρόνοιες του άρθρου 45, εδάφια (4) και (5).

 

Τα ποσά, όπως αυτά καταγράφονται, πρέπει να καταβληθούν στην Αρχή μέσα σε εικοσιμία ημέρες από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.  Εάν έχετε οποιεσδήποτε ενστάσεις ή / και διαφορές όσον αφορά στα υπολογιζόμενα ποσά, παρακαλείστε όπως υποβάλετε στην Αρχή, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα (εικοσιμία ημέρες από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής), επίσημες καταστάσεις των εσόδων σας από τη διαφήμιση για τις χρονικές περιόδους που καταγράφονται πιο κάτω, ελεγμένες και υπογραμμένες από τους ελεγκτές της εταιρείας σας, οι οποίες να τεκμηριώνουν τη δική σας, τυχόν διαφορετική, άποψη επί του θέματος.

 

Σημειώνεται ωστόσο, ότι η υποβολή τέτοιων καταστάσεων και άλλων στοιχείων, δεν υποχρεώνει την Αρχή να δεχθεί τους δικούς σας εκπρόθεσμους υπολογισμούς, ενώ, είναι επίσης αυτονόητο ότι ο τόκος 9% επί των οφειλόμενων καθυστερημένων ποσών θα επιβληθεί και θα υπολογιστεί εν πάση περιπτώσει.

 

Παράλειψή σας για άμεση συμμόρφωση με τα πιο πάνω συνεπάγεται, με βάση και τον κανονισμό 48(1), την άμεση λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του σταθμού σας από την Αρχή.

 

Σας επισημαίνω επίσης, ότι σύμφωνα και με την πρόνοια του άρθρου 25(1)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) η Αρχή μπορεί με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, και αφού προηγουμένως ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να ανακαλέσει οποτεδήποτε οποιαδήποτε άδεια σταθμού, εάν, μεταξύ άλλων, παρατηρείται «καθυστέρησις στην καταβολή των τελών που προβλέπει το άρθρο 24 η οποία υπερβαίνει τους δύο μήνες»

 

 

            Ακολούθησε αλληλογραφία σε σχέση με το ακριβές ύψος των τελών, χωρίς οι αιτητές να αμφισβητήσουν την ευθύνη τους να τα καταβάλουν.  Προέκυψε όμως ζήτημα αναφορικά με την υποχρέωση για την πληρωμή τόκων.  Γι΄ αυτό η Αρχή, με επιστολή ημερ. 11 Μαρτίου 2004, επικαλέστηκε ξανά τον Κανονισμό 45(5) και κάλεσε τους αιτητές όπως εντός 15 ημερών πληρώσουν τους τόκους, καθορίζοντας και το ύψος τους με αναφορά στην αντίστοιχη περίοδο.  Δεν υπήρξε ανταπόκριση και η Αρχή επανήλθε επί του θέματος με επιστολή, ημερ. 2 Απριλίου 2004, επαναλαμβάνοντας στην ουσία τα ίδια.  Σε απάντηση οι αιτητές, με επιστολή ημερ. 5 Απριλίου 2004, ζήτησαν από την Αρχή όπως στην προσεχή της συνεδρία για άλλες υποθέσεις «οριστεί και θέμα τόκων».  Η Αρχή, με επιστολή ημερ. 6 Απριλίου 2004, ανέφερε στους αιτητές ότι το αίτημα σημειώθηκε, θα οριζόταν όμως σε άλλη συνεδρία.

 

            Ακολούθησε, στις 12 Ιουλίου 2004, εγκύκλιος της Αρχής προς τους Ραδιοφωνικούς και Τηλεοπτικούς Σταθμούς, όμοια στην ουσία με την πρώτη προαναφερθείσα επιστολή προς τους αιτητές,  με τη διαφορά ότι η επιστολή κάλυπτε ευρύτερη χρονική περίοδο - από το 1998 μέχρι το 2002 - ενώ η εγκύκλιος αναφερόταν μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2004.  Στην εγκύκλιο οι αιτητές αντέδρασαν αμέσως.  Τοποθετήθηκαν, με επιστολή ημερ. 13 Ιουλίου 2004, ως εξής:

«Το έσοδον που αναφέρει ο Νόμος είναι το πραγματικά εισπραχθέν έσοδον και όχι το υπολογισθέν.

 

Ο Κανονισμός 45(1)(2)(3)(4)(5) της ΚΔΠ 10/2000 είναι άκυρος, αντισυνταγματικός και προσκρούει στον Νόμο 7(Ι)/1998.

 

Το έσοδον προϋποθέτει είσπραξη.  Οι διαδικασίες θα ακολουθηθούν.  Τα νομικά δικαιώματα θα διαφυλαχθούν.»

 

 

            Το ίδιο άμεσα αντέδρασε και η Αρχή.  Με επιστολή ημερ. 16 Ιουλίου 2004, η οποία παραδόθηκε με το χέρι, πληροφόρησε τους αιτητές ότι «δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει από όσα καταγράφονται στην εν λόγω εγκύκλιο».  Οι αιτητές εξέφρασαν έντονα την απαρέσκεια τους. Επιστολή της ίδιας ημερομηνίας από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ανέφερε τα ακόλουθα:

«Με εκπλήττει η επιστολή σας σημερινής ημερομηνίας.

 

Η παρανομία μέχρι σήμερα αναφέρεται με το όνομα της.  Τώρα θέλει να αποκτήσει και συνώνυμο.

 

Μία εγκύκλιος δεν εγκυκλιοποιεί την παράβαση ούτε και νικά τον Νόμο.

 

Λυπούμαι.»

 

 

            Οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν.  Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος όταν η Αρχή, με επιστολή ημερ. 29 Ιουνίου 2005, τους πληροφόρησε ότι αποφάσισε να τους δώσει την ευκαιρία να εκφέρουν απόψεις στο θέμα  είσπραξης τόκων επί των τιμών των διαφημίσεων και όρισε ως ημερομηνία την 6 Ιουλίου 2005.  Στο μεσοδιάστημα, την 1 Ιουλίου 2005, οι αιτητές υπέβαλαν υπόμνημα με το οποίο εξέθεσαν βασικά την άποψη ότι μόνο με νόμο θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί τόκος και ότι ο νόμος δεν τον προβλέπει, ούτε περιέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονισμού σε σχέση με τόκο.  Η Αρχή δεν μετέβαλε τη δική της επί του θέματος άποψη.  Πληροφόρησε τους αιτητές ότι:

«Η Αρχή αφού μελέτησε το σχετικό υπόμνημα που υποβλήθηκε ενώπιον της από τον κ. Λουκή Παπαφιλίππου, και αφού άκουσε αναλυτικά τις απόψεις του για το πιο πάνω θέμα κατά τη συνεδρία της Αρ. 33/2005 ημερομ. 6.7.2005, αποφάσισε όπως τονίσει ότι οι σχετικές πρόνοιες της Νομοθεσίας είναι σαφείς και κατά συνέπεια να μην κάνει δεχτούς τους ισχυρισμούς του σταθμού.  Περαιτέρω, η Αρχή αποφάσισε όπως σας καλέσει να καταβάλετε τους οφειλόμενους τόκους που οφείλονται από το τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό σταθμό.»

 

 

            Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Αρχής αναφορικά με την υποχρέωση πληρωμής τόκων, η οποία τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή, ημερ. 9 Νοεμβρίου 2005.  Θέτουν προς εξέταση διάφορα ζητήματα στα οποία, όπως θα εξηγήσω, δεν θα χρειαστεί να επεκταθώ.  Η Αρχή εγείρει προκαταρκτικά ένσταση ότι η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει διότι, μεταξύ άλλων, αφορά όχι σε εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά σε πράξη εκτέλεσης ή εναλλακτικά βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης η οποία δεν προσεβλήθη εγκαίρως.

            Είναι κατά την άποψη μου προφανές πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική και θα περιοριστώ σ΄ αυτό.  Η επί του προκειμένου απόφαση της Αρχής είχε γνωστοποιηθεί, με την προαναφερθείσα επιστολή της Αρχής ημερ. 24 Φεβρουαρίου 2004, που ήταν το αργότερο σύμφωνα με το περιεχόμενο της.  Η Αρχή είχε από τότε σαφώς καθορίσει και εξατομικεύσει την υποχρέωση των αιτητών να πληρώσουν τόκους σύμφωνα με τον υπό αναφορά Καν. 45(5).  Επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική απόφαση και τίποτε δεν προέκυψε μεταγενέστερα ώστε να μπορούσε να παραχθεί άλλη εκτελεστή διοικητική απόφαση. Οι νομικές αμφισβητήσεις τις οποίες οι αιτητές διατύπωσαν κατόπιν της εγκυκλίου της Αρχής, ημερ. 12 Ιουλίου 2004, η οποία στάληκε σε σχέση με οφειλόμενα τέλη για το πρώτο εξάμηνο του 2004, δεν αποτελούσαν ουσιώδες νέο στοιχείο το οποίο να δικαιολογούσε εξ αντικειμένου νέα έρευνα.  Όπως αναφέραμε στη Thakis Costa Bettings Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 466, οι αρχές που διέπουν το θέμα εκτίθενται με πληρότητα στη Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394 στην οποία με απόφαση, την οποία ετοίμασε ο Καλλής, Δ., επικροτούνται τα ακόλουθα αποσπάσματα, το πρώτο από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών», 4η Έκδοση, σελ. 176 και το δεύτερο από το  σύγγραμμα  του  Θ. Τσάτσου,  «Αίτησις Ακυρώσεως» 3η Έκδοση, σελ. 136:

(α)  «Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται   όμως   γενικώς   νέα  έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.  Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ΄ ης είχε στηριχθεί η αρχική πράξις, εφ΄ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ΄ όψιν.  Ομοίως νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.»

 

(β)    «Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί.  Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν΄ αποφασίση κατά πόσο η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή.  Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.»

 

 

            Καταλήγω λοιπόν ότι προσβάλλεται με την προσφυγή απόφαση που δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική.

 

            Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με £700 έξοδα.

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                      Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο